Ο Κος Καθετί και η Κα Καθεπώς, μια ιστορία για τέσσερα χέρια, 7. Η Κα ΚαθεΠώς γυμνή

Τρώει, μιλάει, καπνίζει. Καπνίζει, μιλάει, τρώει. Καρέλια rex,το γαλάζιο κουτί. Μιλάει και μόνη της πολλές φορές. Προσπαθεί να επιλύσει παρελθοντικά προβλήματα με την μητέρα, και τους ερωμένους της. Όλοι στο νεκροταφείο των αναμνήσεων. Αλλά, ο διάλογος καθίσταται μονόλογος. Ρωτάει και απαντάει η ίδια. Αναμιμνήσκεται εν παρόδω. Το στόμα της, δεν σταματάει να εργάζεται. Μοιάζει με ραπτομηχανή δημιουργίας. Το στόμα της, είναι το στόμα της Θεού.

Ζεστό ή κρύο τον καφέ της;

Πάντως, όταν δεν τρώει-μιλάει-καπνίζει, πίνει αδιάντροπα καφέ. Τόσο ξετσίπωτη για καφεΐνη. Έχει εφεύρει μία δική της συνταγή για τον τούρκικο. Καφές χύμα, ανακατεμένος με στέβια, κανέλα Κεϋλάνης, ξύσμα πορτοκαλιού και βανίλια σε πούδρα. Όταν δεν την βλέπει κανείς, πιπιλά το δάκτυλό της βουτηγμένο σε πικρό μέλι κουμαριάς ή, εναλλακτικά ένα καρότο εμποτισμένο με λικέρ μαστίχα. Μμμ και ξανά μμμ. Δαγκώνει και τους στυλογράφους και την πίπα καπνίσματος. Το στόμα, πάντα να έχει κάτι να κάνει. Να θηλάζει την ζωή, σαν ρώγα από αληθινή μητέρα. Να πιπιλά την γύρη της μοναξιάς. Να δίνει ένα γλωσσόφιλο διαρκείας στον κέρβερο της καθημερινότητας.

Κυκλοφορεί γυμνή στο σπίτι, σχεδόν με τις κουρτίνες αποσυρμένες. Δεν την ενδιαφέρουν τα ξένα μάτια, που, πιθανόν να την παρακολουθούν από ένα σκοτεινό παράθυρο απέναντι. Ωστόσο, από το αντικρινό ρετιρέ, ένας μεγάλος κύριος - φαλακρός, ντυμένος συνήθως με μία παλαία, γκρενά αθλητική φόρμα - βγαίνει φανερά και, στυλώνει τα μάτια του – μεγάλα και ωραία καστανά μάτια - στο εσωτερικό του δωματίου που πηγαινοέρχεται εκείνη. Δεν της στέλνει φιλιά, δεν κάνει άσεμνες κινήσεις, μόνον είναι προσηλωμένος στο γυμνό, όχι τέλειο, κορμί της. Κατόπιν σκύβει και ποτίζει τα μπονσάι και τις κολοκάσιες του.

Μήπως την έχει περάσει για πόρνη;

Μήπως την έχει περάσει και ο κ. ΚάθεΤι για πόρνη; Αλλά με ποια βάσιμα κριτήρια; Δεν υπάρχουν ισχυρά κίνητρα για να σε χαρακτηρίσουν οι άντρες παλιογυναίκα. Αρκεί, ένα κουμπί του υποκαμίσου σου να είναι εκτός κομβιοδόχης, και να φαίνεται η βαθύτητα της σχισμής, ή, να σκύψεις, και, να εκραγούν κινητικά τα οπίσθιά σου, και, να τεντώσουν το ύφασμα του φορέματος, τόσο, όσο λίγο πριν το σχίσουν. Ή, αν τύχει και τρως ένα κόλουρο κώνο παγωτό, και γλύφεις κυκλικά τα χείλη σου από φιληδονία.

Κάτι που φοβάται, είναι να του δείξει το στήθος της. Της φαίνεται υπερβολικά μεγάλο. Όταν ήταν έφηβη, η υστερική μητέρα της, της έλεγε : Κορίτσι μου, αυτό το τόσο υπερβολικό στήθος δεν είναι για κυρίους. Έτσι, τύλιγε έναν μακρύ επίδεσμο γύρω από τις πλάτες και το στέρνο της, τον έδενε σφικτά, με άσχημα αποτελέσματα για την μελλοντική αισθητική των όμορφων βυζιών της. Μόνο και μόνο, για να μπορεί να αποκτήσει στην ζωή της κυρίους, πολλούς κυρίους. Ύστερα, τα πόδια της. Έχει δύο μηρούς εν ισχύ, γάμπες-σπαθιά, προκλητικούς, ανεβατούς αστραγάλους, αλλά, τα δάχτυλα - πάλι σαν αποτέλεσμα των ψέξεων της υστερικής μητέρας - είναι στραβά. Είναι, σαν μικρά αλογάκια που καβαλικεύουν το ένα το άλλο.  Της αγόραζε, αυτός ο θηλυκός γεννήτωρ, από πάντα σχεδόν, παπούτσια δύο νούμερα μικρότερα, και, στρίμωχνε τα πόδια της, για να μη δείχνουν μεγάλα, όπως τα καταλόγιζε. Πόδια σε σχήμα λωτού, όπως οι παλαιές δυστυχισμένες Κινέζες. Η μητέρα της, τώρα, έρχεται τακτικότατα στα όνειρά της, και μάλιστα με καλές προθέσεις. Μπαίνει στον ύπνο της κρατώντας ομπρέλα. Μία μωβ, παλαιά ομπρέλα και, φορώντας ένα μικρό καπελάκι με μενεξέδες. Συνήθως, της λέει:

– Συνέχεια βρέχει παιδί μου, εκεί στον παράδεισο. Περαστική είμαι, ήλθα να μάθω τα νέα του εραστή μου. Και, βγάζει προσεκτικά τα γάντια της να φανούν τα μαύρα, βαμμένα της νύχια. Νύχια μόνον χωρίς τις φάλαγγες των δακτύλων. Κάποια φορά, μάλιστα, της έδειξε μία βέρα στο αριστερό της χέρι. – Ξέρεις αρραβωνιάστηκα, κοίτα τι γράφει; Γράφει… Κυριάκος 11/5/2046. Ύστερα την φιλά στο μέτωπο, στα μάγουλα, στα κοιλώματα & τις ράχες των χεριών. Την γεμίζει με φθηνά κοκκινάδια. Τότε ακριβώς μαθαίνει τι είναι το μητρικό φιλί, από χείλη παγωμένα και ακανθώδη. Ποτέ άλλοτε, όσο ήταν εκείνη ζωντανή, δεν ένιωσε την εγγύτητά του.

-Καληνύχτα Ρεζεντά, λέει στην μητέρα της. Κι ύστερα, ξυπνά στην εγρήγορση της ζωής της. Εκεί, όπου η μητέρα είναι ολοκληρωτικά νεκρή.

Και, όπως κάθεται και πίνει τον νυκτερινό καφέ της και σκέπτεται πως, ίσως ο κ. ΚάθεΤι, να ανήκει σε εκείνους τους μεσονύχτιους εραστές, που, παίρνουν αμπάριζα όλες τις άγουρες μεστές για να παρηγορήσουν την δική τους ηλικίωση. Πως, όταν τις γδύνουν, φυσούν όλα τα φανάρια της γνώσης του σώματος, ώστε να σβήσουν τις δικές τους ατέλειες…

Και, όπως ένα χέρι σχηματίζει τον αριθμό τηλεφώνου της και την ακούει να λέει: παρακαλώ… αλλά, δεν απαντάει η φωνή του χεριού, και, μόνον ακούγεται μία σπαρακτική βροχή από το περιβάλλον του καλούντος…

Και, όπως ο κ. Κάθε Τι απέναντι από το αντικρινό ρετιρέ, ευρισκόμενος στην βεράντα με μία καφέ καμπαρντίνα πάνω από την ριγωτή πυτζάμα του…  κάτω από τον κατακλυσμό του νερού, κι ανάμεσα σε χρυσάνθεμα και φτέρες… ατενίζει το γυμνό της σώμα, λουσμένο στο φως. Τόσο ατελές που, καταντά ελκυστικό. Ποιος είπε πως, οι μικρές ασχημίες δεν εξορκίζουν τις ελλείψεις;.

Ακούει το κλειδί στην εξώπορτα…

Ταράζεται…

Η εξώπορτα υποχωρεί σχεδόν αμέσως…

Ένας άντρας μπαίνει περιχαρής, στάζοντας…

Εκείνη, δεν έχει προλάβει να ντυθεί. Είναι θεόγυμνη με την γάτα στην αγκαλιά της. Προσπαθεί να καλύψει τα απόκρυφά της πίσω από το σώμα του ζώου. Το ζώο εξανίσταται και τινάζεται. Τρέχει, γίνεται καπνός από βελούδινα χνούδια.

Ο άντρας δεν ζητά συγνώμη, παρά, την προσφωνεί, αγάπη του, κι ύστερα γίνεται ένα δένδρο από στάχτη που καταρρέει. Ένα ψέμα του διαδρόμου, ένα φάντασμα που πισωγύρισε.

Όχι, ο άντρας, είναι ο ηλικιωμένος του διπλανού διαμερίσματος που, ζητά συγνώμη, εστιάζοντας το γαλανό βλέμμα του στην καστανή μουσουδίτσα της ήβης της. Λέει…

- Από τότε που πέθανε η κόρη μου, βγαίνω τις νύκτες και περπατώ, μήπως και την συναντήσω…

-Ω, μα… περάστε, περάστε… να πιείτε ένα λικέρ, ένα ποτήρι κρασί, ένα κονιάκ… λέει η κ. ΚάθεΠως περιχαρής, και, ενθουσιάζεται που, επιτέλους αφήνει το σώμα της έκθετο, σε θέα αντρικών ματιών και, που σχεδόν το επιδεικνύει δίχως ενοχές & συμπλέγματα.

Ο κ. ΚάθεΤι, τέσσερεις ορόφους πιο κάτω, έχει κοιμηθεί πάνω στο εξώφυλλο ενός βιβλίου. Ο Αιμίλ Μιχάι Σιοράν, του Εμιλιάνο και της Ελβίρας, στην φωτογραφία, δείχνει εξαντλημένος, όπως όλοι οι διανοητές εξάλλου που, πασχίζουν να βάλουν σε τάξη την αταξία που αφορά στις ανθρώπινες πλάνες και να θέσουν υπό αμφισβήτηση το παν όλον.

Συγγραφέας και διανοητής κοιμούνται κεφάλι με κεφάλι, ενώ στο φανοστάτη του δρόμου, ένας άντρας με μακρύ παλτό και τραγιάσκα – ομοιάζων με τον Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσι - παρακολουθεί τα φωτισμένα παράθυρα, όπως τόσες και τόσες νύκτες τελευταία.

Μία γυναίκα με κόκκινα μαλλιά, τρέχει και, φωνάζει βοήθεια. Ο άντρας που την κυνηγά την πιάνει από τον λαιμό. Η γυναίκα σωριάζεται, κυλιέται στο νερό και τις λάσπες, ενώ, η βροχή συνεχίζει το επαναληπτικό ταξείδι της, μη μετέχουσα σε δράματα. Η κ. ΚάθεΠως βγαίνει στο μπαλκόνι, έτσι γυμνή, θορυβημένη από τις κραυγές αγωνίας της άτυχης γυναίκας. Η βροχή δεν την λυπάται.

Ο άντρας κάτω από τον φανοστάτη την αντιλαμβάνεται. Προσπαθεί να εστιάσει στο σώμα. Αργά, βάζει το χέρι του στην τσέπη του πανωφοριού. Ένας κεραυνός σκάει σαν αγχέμαχη φωτοβολίδα.