Ιστορίες από το καφενείο, και τα κοπρόσκυλα έχουν ψυχή, Μέρος Γ’: Κοτούλες, αγριογούρουνα, αγελάδες, γάιδαροι

Ο Λόγος στον Καθιστό Βούβαλο, ο οποίος φωνάζει, κοιτώντας με σαστισμένος – καλύτερα, αποσβολωμένος:

«Θα με τρελάνουν, ρε χσυ Λουκά, αυτοί εδώ πάλι!» 

Για να ’ρθει η περιπαικτική απάντηση από τα καφενειακά βάθη:

«Καααλά, αυτούς περίμενες κι εσύ;»

Ο Καθιστός Βούβαλος δεν απάντησε στην απόμακρη φωνή – σιγά μη την άκουσε, εδώ που τα λέμε – και ξανά φώναξε, κοιτώντας, αυτήν τη φορά, αόριστα προς το καφενείο

«Ακούς τι μου λένε εδώ, ρε χσυ Λουκά;»

Στο πλάνο μπαίνει, αστραπιαία, ο καφετζής, κοιτώντας αυστηρά, αλλά συνάμα στοργικά, τον Καθιστό. Βούβαλο  

«Εγώ ακούω τι λένε… Εσύ δεν πρέπει ν’ ακούς!»

Είπε, διδακτικά, και με μια αστραπιαία κίνηση βούλωσε τα αυτιά του καθιστού Βουβάλου με δύο ωτοασπίδες που κρατούσε στα χέρια

Ο – ακόμα πιο σαστισμένος –  καθιστός βούβαλος διαμαρτυρήθηκε στον απομακρυνόμενο – εκ νέου – καφετζή:

«Μα παντρεύονται άνθρωποι με χσκυλιά;»

Για ν’ ακουστεί – ως απάντηση στο φαινομενικά εύλογο ερώτημα του καθιστού βούβαλου – μια φωνή από το καφενείο – νομίζω ότι ήταν του Μπάρμπα Μίμη:

«Πως δεν παντρεύονται; Κι εγώ…, μια σκύλα παντρεύτηκα!»

Για να συμπληρώσει – εν μέσω τρανταχτών γέλιων – ο  μπάρμπα Αποστόλης:

«Κι εγώ, μια Αγελάδα!»

Αλλά ο  μπάρμπα Αποστόλης, σχεδόν κατουρημένος από τα γέλια, συνέχισε:

«Και… και… ξέρετε πως με φωνάζει εμένα;»

«Πω… πω… πως σε φωνάζει;»

Ξαναρωτάει ο μπάρμπα – Μίμης

«Γα… χχαχαχα, Γα χαχαχα…, Γάιδαρο!»

Ξαναπαντάει ο μπάρμπα Αποστόλης

Απομακρυνόμαστε από τα βροντερά γέλια που ακούγονται μέσα από το καφενείο κι επιστρέφουμε στον Καθιστό Βούβαλο, ο οποίος με κοιτάει, χαρούμενος κι ευτυχισμένος:

«Κι εμένα, η κοτούλα μου, η Σοφία, με φωνάζει αγριογουρουνάκι»  

Αλλά, πριν συνεχίσουμε, καλό είναι να σας δώσω ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες για τον Καθιστό Βούβαλο:

Ο Καθιστός Βούβαλος – κατά κόσμο: Γιώργος Γεωργίου – απλή συνωνυμία – είναι ένα από τα εξέχοντα μέλη/ στελέχη του καφενείου μας. Ένας βασικός συνδαιτυμόνας, μ’ άλλα λόγια…

Ο Γιώργος είναι 58 χρονών, εύσωμος, ζαχαροπλάστης – δεν έχει δικό του ζαχαροπλαστείο αλλά δουλεύει – ως εποχιακός ζαχαροπλάστης –  σ’ ένα καφενείο σε κάποιο κυκλαδονήσι, το οποίο λειτουργεί ως ζαχαροπλαστείο μονάχα του μήνες της θερινής σεζόν, οπότε και προσλαμβάνει και τον Κυρ Γιώργο ως ζαχαροπλάστη – , προφέσορας στο πάμε στοίχημα,  πρώην κνίτης – διαγράφηκε λίγο πριν από την «Αλλαγή» – πρώτη φορά Αριστερά –  επειδή διαφώνησε με τη γραμμή του κόμματος για τους πυρηνικούς εξοπλισμούς,  μοιάζει με ινδιάνο – μπορεί και με ινδό, είναι ολίγον ψευδός, κι είναι παντρεμένος με μια κοτούλα… εεε,  με μια κτηνίατρο

Που είχαμε μείνει;

Α, ναι

Μετά το αγριογούρουνο… εεε, τον μπάρμπα – Γιώργο, κάνει μπάσιμο ο Νίκος ο Γκάτσος, με φανερά σκωπτική διάθεση:

«Όπως ακούς, Μίκη μου, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα: Αφού μια σκύλα μπορεί να παντρευτεί ένα γάιδαρο, και μια κοτούλα ένα αγριογουρουνάκι, γιατί να μη μπορεί να παντρευτεί κι η Βίβιαν τον Αλέξη;» 

Η παρέμβαση Γκάτσου είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει μια γενική θυμηδία στην ομήγυρη – βασικά μόνο εγώ κι ο Πάνος γελάγαμε, αφού ο Μίκης κοίταγε αμήχανα την οροφή της πυλωτής, χτυπώντας νευρικά το αριστερή του πατούσα στο πεζοδρόμιο, ενώ ο Καθιστός βούβαλος κοίταγε αμήχανα     

Αλλά ο Νίκος συνέχισε, αφού ήπιε μια γενναία γουλιά ουίσκι και σηκώθηκε από την καρέκλα του –  με εμφανή πρόθεση να παραγγείλλει ένα ακόμα ποτήρι ουίσκι:   

«Έτσι κι αλλιώς δεν έχουν σημασία πια γένη, είδη, φύλα… Κάθε ζωντανό μπορεί να είναι ό, τι γένος, είδος ή φύλο γουστάρει»

Και γυρίζοντας προς τον Μίκη, πρόσθεσε

«Όπως και κάθε ζωντανό, να παντρεύεται όποιο άλλο ζωάκι γουστάρει»

Αλλά ο Μίκης ήτανε – αυτήν τη φορά – προετοιμασμένος, αλλά και σαρκαστικός:

«Ναι, αλλά ο Αλέξης είναι ο καλύτερος μου φίλος!»

Αλλά κι ο Νίκος ήταν προετοιμασμένος:

« Έλα ρε συ Μίκη, δεν είσαι δα κι ο πρώτος που η γυναίκα του τον αφήνει για τον καλύτερο του σκύλο … εεε, φίλο!»

Αυτήν τη φορά, ήταν ο Μίκης αυτός που ξεκίνησε πρώτος να λύνεται στα γέλια

Εγώ χύθηκα στο πεζοδρόμιο κι άρχισα να χτυπιέμαι…

Ο Πάνος διπλώθηκε στα δύο κι έπεσε πάνω στο τραπέζι, κακαρίζοντας, ενώ ο Νίκος, αφού γονάτισε, αγκάλιασε μια κενή καρέκλα κι άρχισε να κλαίει από τα γέλια 

Η οχλαγωγία αναγκάζει τον καφετζή να εμφανιστεί στην σκηνή:

«Εεπ, τι γίνεται εδώ πέρα;»

Ρώτησε με αυστηρό τρόπο, χτυπώντας ταυτόχρονα παλαμάκια

Για να του απαντήσει, διαμαρτυρόμενος, ο Καθιστός Βούβαλος:

«Λουκά μου, δεν καταλαβαίνω τίποτα!»

Ο καφετζής ανταποκρίνεται άμεσα και στοργικά στο παράπονο του πελάτη/ ασθενή του:

«Δε χρειάζεται, Καθιστέ μου Βούβαλε… Γιατί πρέπει όλοι να καταλαβαίνουμε;»

Είπε, και πήρε με αστραπιαίες κινήσεις: α/ το άδειο ποτήρι τσίπουρου από το τραπέζι του μπάρμπα Γιώργου, β/ το άδειο ποτήρι από δεξί χέρι του γονατισμένου – και λυμένου στα γέλια – Νίκου Γκάτσου, και γ/ ένα τασάκι από το τραπέζι  

Μια έκφραση ανακούφισης σχηματίζεται στο πρόσωπο του καθιστού βούβαλου, καθώς παρατηρεί τον καφετζή ν’ απομακρύνεται  προς τα καφενειακά ενδότερα  

Αλλά σύντομα η σύγχυσή ξανα –  ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του

Παρότι είχε απαλλαγεί από το καθήκον της κατανόησης, κάτι φαίνεται να τον βασανίζει

Ξαφνικά, το πρόσωπο του φωτίζεται

Κάτι έχει σκεφτεί …    

Συνεχίζεται…