Η θέα

      Λίγες μαυρόασπρες φωτογραφίες. Στην έγχρωμη αυτός με το κεφάλι ακουμπισμένο στο κάθετο δοκάρι ενός ξύλινου περιπτέρου στις υπώρειες ενός βουνού. Μοντεβιδέο. Η θέα από το ξύλινο περίπτερο. Με το κεφάλι γερτό στο πλάι. Δεν αναγνωρίζω το πρόσωπο στην φωτογραφία. Τα ρουθούνια του διεσταλμένα από το υψόμετρο. Σαν να βρίσκεται στην πόλη του Μεξικού, στο Μοντεβιδέο, ή στην Τρίπολη. Καθιστός δεν δείχνει ψηλός. Αλλά από το πανωκόρμι του φαίνεται πως πρόκειται για ψηλό άντρα. Μ’ ένα ύφος σαν να καρφώνει κάποιον με το βλέμμα. Το τόξο και τα βέλη δεν φαίνονται στην εικόνα. Κι αν είχε μαχαίρι θα το είχε κρύψει. Δεν φωτογραφίζεσαι με ένα μαχαίρι και μάλιστα γυμνό, άμα έχεις τέτοιο δολοφονικό βλέμμα.

       Δεν τον ξέρω πρώτη φορά τον βλέπω και δεν έχω πάει ούτε στο Μοντεβιδέο, ούτε στο άγνωστο τοπίο πίσω από το κεφάλι του.

      Την φωτογραφία την βρήκα τυχαία, μέσα σε ένα βιβλίο που μου έδωσε κάποιος. Λωτρεαμόν, Τα Ασματα του Μαλντορόρ. Αυτός γεννήθηκε εκεί ψηλά. Στο Μοντεβιδέο. Την πρωτεύουσα της Ουρουγουάης. Πρέπει να μου το έδωσε ένας γείτονας που έμενε στο πλαϊνό διαμέρισμα από το δικό μου. Αλλά στο μεταξύ πέθανε, χάνοντας λίγο νωρίτερα το ένα του μάτι. Θυμάμαι πως του έπεσε στο πιάτο του, όταν έτρωγε μια μοσχαρίσια  μπριζόλα με όλο της το αίμα. Τώρα μένει η γυναίκα του. Μια νυχτερίδα σε μέγεθος γυναίκας. Υποπτεύομαι πως καυγάδιζαν άσχημα κάποιο βράδυ από όλα τα βράδια που ήταν στο Μοντεβιδέο. Ίσως σε αυτόν τον καυγά να οφείλεται ότι του έπεσε το μάτι τόσο εύκολα στο πιάτο του.

Η νυχτερίδα – γυναίκα βγαίνει μόνο την νύχτα. Γι αυτό κλείνω την νύχτα τα παράθυρα μη τυχόν και μ επισκεφθεί κάποια νύχτα που θα νιώθει μοναξιά και θά 'ναι απελπισμένη. Δεν θέλω παρτίδες με νυχτερίδες. Άσε που με τρομάζουν. Απορώ μάλιστα πως ταξίδεψε αεροπορικώς από τόσο μακριά και δεν πνίγηκε στον Ωκεανό και δεν φοβήθηκε την μέρα. Λένε πως οι νυχτερίδες είναι βαμπίρ. Αλλά εγώ δεν το πιστεύω. Δεν πιστεύω σε τίποτα μεταφυσικό. Δεν έχω φαντασία. Ούτε γάτα.

      Τα πάντα δημιουργήθηκαν για να τα θαυμάζεις από ψηλά. Για τη θέα. Και έχουμε ένα τόσο δα μικρό κομματάκι θέας: στα τοπία, στα πράγματα, στους ανθρώπους, στην ζωή, στη λογοτεχνία.

      Όχι πως χρειάζεται νάσαι Παντογνώστης. Παντεπτόπτης μόνο ο θεός είναι - ή ήταν;- Παντογνώστης, ο οφθαλμός που «τα πανθ’ ορά». Τώρα Παντογνώστης είναι το Google.

       Ο οφθαλμός, το βλέμμα, η θέα από το βουνό.

       Μερικά κείμενα, κάποιες μαυρόασπρες φωτογραφίες. Ο παντογνώστης αφηγητής. Παντογνώστης ήταν ο Μπόρχες - κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του θεού  - γι’ αυτό ήταν βλάξ. Είχε διαβάσει τόσα βιβλία όσα οι κόκκοι της άμμου. Όσα τα ψάρια των ωκεανών. Αλλά αυτός μίλαγε και έγραφε, δεν ήταν ψάρι.

       Ούτε εγώ είμαι ψάρι. Κι εγώ μιλώ και γράφω. Αλλά δεν είμαι παντογνώστης.

                Μου φαίνεται πως μοιάζω κάπως σ’ αυτόν τον τύπο της φωτογραφίας. Να είμαι αυτός και να μην το θυμάμαι;