Και τα κοπρόσκυλα έχουνε ψυχή Μέρος Β’: Αστακός με Φακές

Είμαστε καθισμένοι, γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι έξω από το καφενείο, οι εξής:

Ο Μάνος ο Χριστοδούλου, δηλαδή εγώ, ο Πάνος ο Εμμανουήλ, ο Μίκης ο Θεοδωράκης και Νίκος ο Γκάτσος

Ο Μίκης εξιστορεί τα δραματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Νέα Πεντέλη, στο σπίτι όπου συγκατοικεί με την Δάφνη – Νταίζη Αρχοντοπούλου

Αλλά πριν ξεκινήσουμε την αφήγηση, καλό είναι να πούμε δυο λόγια για το Νίκο Γκάτσο

Ο Νίκος είναι 39 χρονών – εδώ και δυο τρία χρόνια – , υπάλληλος στο Δήμο Καισαριανής –  ως  κηπουρός, ψηλός, ξερακιανός – αν και από τότε που παντρεύτηκε – σύμφωνο συμβίωσης έκανε –   έχει ξεπετάξει  μια κοιλίτσα, μαλλιάς, μουσάτος, χίπης, ερασιτέχνης πεζογράφος – γράφει επιστημονική φαντασία, ντράμερ σε ροκ συγκρότημα και φοιτητής κοινωνιολογίας – περνάει ένα μάθημα το χρόνο εδώ και 22 ακαδημαϊκές σεζόν

Αν και ροκάς, λατρεύει την ελληνική λαϊκή μουσική. Αγαπημένοι του καλλιτέχνες είναι: ο Πάνος ο Μιχαλόπουλος, Ο Σπύρος ο Ζαγοραίος, ο Βασίλης ο Τερλέγκας, ο Γιώργος Μαργαρίτης, ο Μανόλης Αγγελόπουλος, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Σάκης Αρώνης, ο Τάκης Κατσάνης, ο Χρίστος Αυγερινός, η Κατερίνα Στανίση κι η Ρίτα Σακελαρίου

Αγαπημένα του τραγούδια: Μάγισσες, φέρτε βότανα/ Μεσ’ της πόλης το Χαμάμ/ Πού να γυρνάς, που να γυρνάς;/ Εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο/ Προσευχή/ Ο Αλήτης/ Μη μου ξυπνάς το παρελθόν/ Οι ναυτικοί/  Για θύμισε μου τ’ όνομα σου/ Φεγγαρολούλουδα/ Για τα μάτια του κόσμου και το Αυτός ο Άνθρωπος, αυτός – που περπατάει πάντα σκυφτός –  της μεγάλης Ρίτας Σακελαρίου     

Ο Νίκος και η συντρόφισσα του Ελένη, η οποία δουλεύει – ως προπονήτρια –  στην Ελληνική Ομοσπονδία Ποδηλασίας, μένουν σε ένα νεοκλασικό στη Νεάπολη Εξαρχείων και για τις μετακινήσεις τους χρησιμοποιούν το 224, το μεγάλο ποδήλατο της Ελένης, το αυτοκίνητο της Ελένης – σπάνια – και τα πόδια – ο Νίκος κυρίως, μιας κι η Έλενα αθλείται με το ποδήλατο οπότε δε χρειάζεται και να περπατάει. Κι επειδή ο Νίκος περπατάει γρήγορα στο δρόμο, μπορούν να βαδίζουν πλάι – πλάι χωρίς κανένα πρόβλημα – ενώ όταν πηγαίνουν κι οι δύο με τα πόδια, σε δυο τρία λεπτά ο Νίκος είναι καμιά πενηνταριά μέτρα μπροστά από την Ελένη, και έπειτα ψάχνουν ο ένας τον άλλο στα σοκάκια της Νεάπολης…

Που είχαμε μείνει;

Α, ναι

Είχαμε μείνει στα δραματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Νέα Πεντέλη,

Εξιστορώ με βάση την αφήγηση που μας έκανε ο ίδιος ο Μίκης στο καφενείο:

Έχουν κάτσει, που λέτε, η Δάφνη και ο Μίκης στο δρύινο τραπέζι της τραπεζαρίας τους για να φάνε μεσημεριανό. Βασικά, έχουν κάτσει στις δύο άκρες του παραλληλόγραμμου, μήκους 7 μέτρων, δρύινου τραπεζιού – δηλαδή τους χωρίζει απόσταση 7 μέτρων

Η Δάφνη κοιτάει με αηδία το πιάτο που βρίσκεται μπροστά της, ενώ ο Μίκης έχει πέσει με τα μούτρα στη μάσα

Η Δάφνη σηκώνει το βλέμμα της από το πάτο και κοιτάει το Μίκη        

«Πάλι φακές μαγείρεψες και σήμερα;»

Ρωτάει τον Μίκη, με την ίδια – κι ακόμα μεγαλύτερη – έκφραση αηδίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της

Αφού ρουφάει – με εκκωφαντικό τρόπο – μια κουταλιά φακές, ο Μίκης απαντάει

«Οι χθεσινές είναι. Απλά τις ζέστανα»

Η Αηδία δίνει τη θέση της στην απόγνωση και στο παράπονο:

«Ρε συ Μίκη, μόνο φακές τρώμε εδώ μέσα! Δεν καταλαβαίνεις ότι τις έχω σιχαθεί»

Ύστερα από ακόμα μια εκκωφαντική ρουφηξιά, που αναγκάζει τη Νταίζη να κλείσει τ’ αυτιά της με τα δυο τις χέρια, ο Μιχάλης ξανά απαντάει, κοιτώντας την προσβεβλημένος:

«Πρώτον, δε σου φτιάχνω μόνο φακές: Κάνω και μακαρονάδες, και τηγανιτές πατάτες, και σαλάτες, και αυγά»

Ο εξοργισμένος Μίκης σηκώνεται από την καρέκλα του και συνεχίζει, κουνώντας το δάκτυλο του στην Νταίζη:

«Και δεύτερον, κι εγώ σιχάθηκα τον αστακό που μας τάιζε κάθε μέρα η μάνα σου στη Εκάλη, όταν είχαμε πάει για 5ήμερη βεγγέρα τις προάλλες, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα!»

Η απόγνωση και το παράπονο δίνουν – με τη σειρά τους – τη θέση τους σ’ ένα έντονο εκνευρισμό, ξεκάθαρα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της Δάφνης:

«Και τι να ’κανε η Μάμα, να τους πέταγε; 4 κιλά μας είχε στείλει ο θείος Ισίδωρος από το νησί!»

Ο Μίκης, που έχει ξανακάτσει στη καρέκλα του, απαντάει, βαριεστημένα και μάγκικα:

«Εμένα μου αρέσουν οι φακές, κι όχι ο αστακός» 

Η εξοργισμένη Δάφνη σηκώνεται από την καρέκλα της και του λέει:

«Αφού σου αρέσουν τόσο πολύ, φάε και τις δικές μου»

Και πετάει το πιάτο της προς την κατεύθυνση του Μίκη

Ο Μίκης αποφεύγει, σκύβοντας επιδέξια, το ιπτάμενο πιάτο, αλλά οι φακές χύνονται στο – επίσης δρύινο – πάτωμα

Η Δάφνη φεύγει κλαίγοντας από την τραπεζαρία, και ο Μίκης σκύβει πάνω από το σπασμένο πιάτο και προσπαθεί να σώσει όση φακή μπορεί, απομακρύνοντας τα κομμάτια γυαλιού – ευτυχώς το πιάτο ήταν καλό, οπότε δεν έσπασε σε πολλά κομμάτια…

Περνούν μερικά λεπτά, ώσπου να ξανά κάνει την εμφάνιση της  η Δάφνη. Αυτή τη φορά έχει μαζί της και τα σκυλιά τους, τον Αλέξη και την Περιστέρα

Ο Μίκης έχει ξανά κάτσει στην καρέκλα και συνεχίζει το γεύμα του

Η Δάφνη πλησιάζει με αργό βηματισμό, αλλά ο Μίκης συνεχίζει ατάραχος τις ρουφηξιές   

Φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής, η Δάφνη απευθύνεται στον Μίκη, με αυστηρό κι επίσημο ύφος:

«Μισέλ, πήρα μια πολύ σημαντική απόφαση»

Μετά από μια ακόμη ρουφηξιά ο Μίκης απαντά, ρωτώντας φλεγματικά:

«Απόφαση;»

 «Αποφάσισα να παντρευτώ, Μάικλ»

Ο Μίκης σηκώνει το κεφάλι του από την φακή, κοιτάζει, μάλλον αδιάφορα, την Δάφνη, και της απαντάει:

«Και τι μου το λες εμένα;»

Η Δάφνη κοκκινίζει από θυμό, αλλά απαντάει, αγριεμένα, στον Μίκη:

«Δε σε ενδιαφέρει να μάθεις ποιον παντρεύομαι;»

Ο Μίκης σηκώνει το βλέμμα του κι απαντάει, απηυδισμένος στη Δάφνη:

«Και ποιον παντρεύεσαι, κυρία μου;»

Δάφνη – αγανακτισμένη:

«Ποιον παντρεύομαι; Ποιον παντρεύομαι;;»

Κι αφού κοίταξε δεξιά – αριστερά, συνέχισε:

«Αυτόν παντρεύομαι!!»

Ολοκλήρωσε, δείχνοντας με το δείκτη του δεξιού – ή αριστερού – της χεριού προς την κατεύθυνση του Αλέξη, ο οποίος παρακολουθούσε τις δραματικές εξελίξεις, κουνώντας χαρούμενος την ουρά του

Μίκης – φανερά ειρωνικά:

«Πφφφφ..., καλά στέφανα»

Για να συμπληρώσει μετά από λίγο, με ακόμα πιο ειρωνική διάθεση:

«Και καλούς απογόνους!»

Αλλά η Δάφνη είχε κι άλλα όπλα στη φαρέτρα της:

«Έχω κάνει και τις απαραίτητες προετοιμασίες…»

Απάντησε στον Μίκη, με πονηρό ύφος

«Προετοιμασίες;»

Ρώτησε, εμφανώς παραξενεμένος – κι απομακρύνοντας το βλέμμα του από τις φακές –  ο Μίκης

Η Δάφνη αφού χαμογέλασε χαιρέκακα, απομακρύνθηκε από τον Μίκη, έκατσε στη καρέκλα της, άναψε ένα τσιγάρο κι απάντησε:

«Ναι, παράγγειλα νυφικό για μένα και γαμπριάτικο κουστούμι για τον Άλεξ»

Ο Μίκης γούρλωσε τα μάτια του, αλλά η Δάφνη ήταν ανελέητη:

«211,63 ευρώ κοστίζει το νυφικό το δικό μου και 74,18 ευρώ το γαμπριάτικο του Άλεξ»

Ο κεραυνός που εξαπέλυσε η Δάφνη, ανάγκασε τον Μίκη να τιναχθεί σαν ελατήριο

Αφού έβγαλε μια πνιχτή κραυγή – κάτι σαν ένα «ιιιιιιιιχγ!!»  – , σηκώθηκε, φανερά αναστατωμένος, από την καρέκλα του κι άρχισε να περπατάει πάνω – κάτω, νευρικά

Ύστερα από μερικές στιγμές, γυρνάει προς την Δάφνη και της απαντά, ωρυόμενος:

«211,63 ευρώ; 74,18 ευρώ;; 285,81 ευρώ, δηλαδή;;; Σύνολο;;;; Σύνολο: 285,38 ευρώ, γαμώ την τρέλα μου!!!!!»

Η Δάφνη κοιτάει ψύχραιμη – με ένα, σχεδόν, περιπαικτικό – αν όχι ειρωνικό –  βλέμμα το ξέσπασμα του Μίκη, χτυπώντας το αριστερό της πόδι ρυθμικά στο πάτωμα –  και έχοντας δέσει τα χέρια της   

Ο Μίκης κρύβει το πρόσωπο του με τις παλάμες του, στροβιλίζεται για λίγο, κι ύστερα ξανακοιτάει τη Δάφνη

Και συνεχίζει, με παραπονιάρικο ύφος, να διαμαρτύρεται εύλογα: 

«Μα Δάφνη μου, ξέρεις τι είναι 285,81 ευρώ; 285,81 ευρώ είναι το 33,12% της μηνιαίας σύνταξης άγαμης θυγατέρας που παίρνεις!»

Και συνεχίζει:

«Και σου υπενθυμίζω ότι η σύνταξη που παίρνεις είναι 8628 ευρώ ετησίως! Δηλαδή, όσο είναι ο ΕΝΦΙΑ που πληρώνω… Και λιγότερο, αφού ο ΕΝΦΙΑ μου είναι 8722 ευρώ… 94 ευρώ, δηλαδή, περισσότερα…, δηλαδή…, λιγότερα…»  

Και συνεχίζει, με διδακτικό και στοργικό – συνάμα –  ύφος:

«Και σου υπενθυμίζω ότι πληρώνω – όχι επειδή μου το ζήτησες εσύ, αλλά επειδή το θέλω –  και το δικό σου ΕΝΦΙΑ… Δηλαδή, άλλα 323,46 ευρώ ετησίως!!»

Ο τόνος της φωνής του Μίκη, καθώς πλησιάζει τη Δάφνη, γίνεται σπαρακτικός και χαμηλόφωνος:

«Νταίζη μου, έχεις συνειδητοποιήσει ότι δεν βγαίνουμε;»

 Κι ακόμα πιο σπαρακτικός:

«Έχεις συνειδητοποιήσει ότι εγώ κι εσύ δεν καθαρίζουμε, μαζί, πάνω από 73 χιλιάδες 962 ευρώ – μικτά –  το χρόνο;»

Και ακόμα πιο χαμηλόφωνος, αγκαλιάζοντας την στοργικά:

«65333 ευρώ εγώ… και 8628 ευρώ εσύ;»

Και κλαίγοντας, σχεδόν:

Κι ότι πληρώνουμε σε φόρους, λογαριασμούς και πάγια έξοδα – συν κωλόχαρτα, απορρυπαντικά κλπ  –   52 χιλιάδες 122 ευρώ και 84 λεπτά;  

Κλαίγοντας σπαρακτικά – και γερμένος στον ώμο της Δάφνης:

Κι ότι μας μένουν – για προσωπικά έξοδα και για φαγητό – μονάχα 21 χιλιάδες 839, κόμμα 16, ευρώ ετησίως;

Η Δάφνη κοιτάει με παγερό βλέμμα την δραματική εξομολόγηση του Μίκη χωρίς ν’ αντιδράσει. Αλλά μόλις ο Μίκης σταματάει να μιλά και σωριάζεται, έχοντας μετατραπεί σ’ ένα ανθρώπινο ράκος, σε μια καρέκλα δίπλα της, η Δάφνη περνά στην αντεπίθεση:

Αφού σηκώνεται από την καρέκλα της, ρωτάει προκλητικά τον Μίκη:

«Να σου υπενθυμίσω και σε σένα κάτι, Μίκη μου;»

Κι ο βουρκωμένος Μίκης:

«Ναι, φτωχή μου Νταίζη»     

Η υπενθύμιση της Νταίζης αποδείχτηκε προκλητική κι ερειστική:

«Είσαι αρχιτσιγκούναρος και γελοίο υποκείμενο»

Ο Μίκης κατόρθωσε να πει μόνο:

«Πως με είπες, μωρή κα»

Δηλαδή δεν κατόρθωσε να συμπληρώσει το «ριόλα», καθώς του όρμησαν συντονισμένα Νταίζη και Μπέτυ:

Η Νταίζη/ Δάφνη γρονθοκοπούσε

Η Μπέτυ/ Περιστέρα δάγκωνε

Κι ο φουκαράς ο Άλεξ/ Αλέξης – ο μελλοντικός γαμπρός δηλαδή – είχε κρυφτεί κάτω από μια πολυθρόνα, πανικοβλημένος από την τροπή που είχαν πάρει οι εξελίξεις

Κι ύστερα η Δάφνη έφυγε – μαζί με τα σκυλιά

Κι ο Μίκης κίνησε για το καφενείο του Λουκά

Στο καφενείο μας επιστρέφουμε μέσα από τη  γνώριμη φωνή του Καθιστού Βούβαλου   

[Συνεχίζεται]