Ο Κος Πενθήμερος, Β' μέρος, 69β. κουτσαίνοντας χωρίς τον Κορτάσαρ

Αγαπούσα πάρα πολύ το αλάτι. Και η γη είναι γεμάτη αλάτι. Και η θάλασσα. Την αγαπώ αυτήν με διαφορετικό τρόπο από ό,τι τις γυναίκες.Τίποτα δεν με εμποδίζει να αγαπώ κι άλλα πράγματα εκτός από τις γυναίκες. Τις γάτες. Τους γάτους. Τον  Ε.Τ.Α. Χόφμαν και τον  «Γάτο Μουρ». Την Ελεονόρα (Κάρινγκτον) και αυτό το εκπληκτικό πεζό της την «Αρχάρια» (που ο Μπρετόν συμπεριέλαβε στην «Ανθολογία του Μαύρου χιούμορ») εκτός φυσικά από το ζωγραφικό της έργο. Η Ελεονόρα γέρασε στο Μεξικό. Άμα πέρασε τον Ατλαντικό δεν βρήκε κανένα λόγο να επιστρέψει στην πατρίδα της. Ελεονόρα λέγανε και μία άλλη ζωγράφο την Λεονόρ Φινί. Αυτή μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία, στις ανδρικές καρδιές και στον σουρεαλισμό. Αλλά Ελεονόρα λένε και την ηρωίδα μου. Το όνομά της είναι «παγά λαλέουσα»#.

Την πρώτη μου αγάπη που έμενε στην αυλή μας και έτρωγε σπλήνα με μεγάλη ευχαρίστηση την έλεγαν Παρασκευή. Τη δεύτερη στο σχολείο, παρόλο που άρεσα σε διάφορες Αφροδίτες και Αντιγόνες, εγώ όμως δεν τις ήθελα, την λέγανε Κυριακή. Όταν έγραψα αυτή την μελέτη για την πραγματικότητα όλοι γύρω μου σώπασαν.

Όπως λέει ο Χούλιο μες στο κουτσό βιβλίο του: « και μπορούμε να μιλήσουμε πολύ σιγά και θα μου πεις για το Μοντεβιδέο.»  Και μόνο το όνομά του είναι μαγικό. Για σκέψου η Θέα από το Βουνό. Ίσως δε δω ποτέ αυτήν την θέα, αλλά ο Χούλιο την είδε. Και φυσικά ο Λωτρεαμόν είναι το πρώτο πράγμα που είδε, αφού γεννήθηκε εκεί.

«-Εμένα η Ουρουγουάη μου φαίνεται εξωτικός τόπος. Το Μοντεβιδέο θα πρέπει να είναι γεμάτο κωδωνοστάσια, με τις καμπάνες λιωμένες μετά από τόσες μάχες. Μην μου πεις ότι στο Μοντεβιδέο δεν υπάρχουν τεράστιες σαύρες στις όχθες του ποταμού.

-Και βέβαια υπάρχουν, είπε η Μάγα. (…)

-Και οι άνθρωποι στο Μοντεβιδέο γνωρίζουν καλά τον Λωτρεαμόν;

-Τον Λωτρεαμόν; Ρώτησε η Μάγα.»

Τενόρο σαξόφωνο, βότκα, μπλουζ  που σέρνεται στο πάτωμα.

«-Α, ο Λωτρεαμόν, είπε η Μάγα που θυμήθηκε ξαφνικά ποιος ήταν. Νομίζω πως τον ξέρουν πολύ καλά.»

Αν η Αμερική είναι ο τόπος που ανακαλύφθηκε, αποκαλύφθηκε και γεννήθηκε από την αρχή, η Λατινική Αμερική είναι αχαρτογράφητος τόπος. Ακριβώς όπως οι γυναίκες και οι σταγόνες. ΟΙ τελευταίες λένε μία ιστορία  στο αυτί του Πιέρ Ζαν Ζουβ, ή μάλλον του την γράφουν «από ένα τόπο μακρινό.»

[Όλα κάπου τα έχω δει ή τα έχω διαβάσει. Δεν είμαι ιδιοκτήτης ούτε των λέξεων μου. Ωστόσο θα συνεχίσω.]

Προσπαθώ να διορθώσω τρεις φράσεις. Με την σειρά.  Πρώτα την πρώτη. Ύστερα την δεύτερη. Αλλά κολλάω στην τρίτη.

Έπεσε πρώτη. Με ελάχιστες απλωτές απομακρύνθηκε περισσότερο από ότι θα έπρεπε. Είναι σαν να έκαναν μοντάζ σε ένα βίντεο τα ίδια μου τα μάτια. Τώρα ήταν μακριά. Είχε σταματήσει να κολυμπάει. Ξεκουραζόταν. Έμοιαζε σαν ένα σκουπιδάκι σε μία απέραντη καθαρότητα.  Η καθαρότητα ήταν ακύμαντη αλλά ανάγλυφη. Είχε φουσκάλες ομοιόμορφου μεγέθους.

( Έτσι με διακόπτεις όταν σου μιλάω και με πας αλλού. Τώρα όμως δεν θα τα καταφέρεις να με προσανατολίσεις αλλού. Θα συνεχίσω)


Εγώ ήμουν ακόμη στα ρηχά. Κολυμπούσα. Δεν σκόπευα να την φτάσω. Ήταν συννεφιασμένη μέρα. Κι ήταν πολύ νωρίς ακόμη. Ο ήλιος φάνηκε ξαφνικά.  Σαν κάποιος να τον ύψωσε στην θέση που θα βρισκόταν πολύ αργότερα. Ήλιος λαμπρός. Κι εγώ φώναξα: Νάτος! Τότε άκουσα  ένα κύμα να με πλησιάζει. Ένα κύμα που ερχόταν από την ακτή. Ήταν παράλογο. Ένας άνδρας μου φώναξε: Πρόσεχε!

 Καθώς το κύμα με ένα τρομακτικό κυματισμό γιγαντιαίο και απειλητικό με πλησίαζε δεν τολμούσα να στρέψω το κεφάλι μου πίσω. Μια τρίαινα με τρύπησε στην πλάτη και με μετέφερε ανώδυνα στην ακτή. Δίπλα μου λιαζόταν μπρούμυτα η Έλλη. Της χάιδεψα την πλάτη. Γύρισε στο πλάι και χαμογέλασε. Λίγο πιο κάτω μπηγμένη στην υγρή άμμο μία τρίαινα.

Ένα αεράκι φύσηξε από το ανοικτό παράθυρο, φούσκωσε την κουρτίνα και σχηματίστηκε ένα γυναικείο σώμα τυλιγμένο σε ένα τούλι. Φώναξε το όνομά μου το στόμα του σώματος. Εγώ ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα. Τα χέρια δεμένα πίσω από το κεφάλι. Κοιτούσα κατευθείαν στο παράθυρο. Η φωνή του στόματος με έκανε να χάσω τις λέξεις μου. Το όνομα που φώναξε δεν νομίζω ότι ήταν το δικό μου. Εκτός και αν αυτή η πνοή του αέρα, το τούλι μπροστά στο στόμα της ή δεν ξέρω τι άλλο, αλλοίωσαν την φωνή του στόματος. Με ποιο όνομα με ονόμαζε; Ποιο ήταν το όνομά μου από την λίστα των ονομάτων που κατά καιρούς είχα χρησιμοποιήσει; Το όνομα που άκουσα δεν ήταν στην λίστα μου. Άρα δεν φώναζε εμένα.  Αλλά μόνο εγώ ήμουν στο δωμάτιο. Το όνομα που άκουσα ήταν: Τηλέμαχος.

Εγώ όμως δεν είχα τηλεόραση. Ούτε μαχητής ήμουν. Δεν είχα σπαθί. Και να είχα κάπου δεν ήξερα να το χειριστώ. Δεν κοιμόμουν με ένα μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι. Μια σκηνή είχα στην αποθήκη μου για ελεύθερο κάμπιγκ. Δεν είχα καν ξεσκονόπανο. Δεν ξεσκόνιζα ποτέ. Μου άρεσε να φυσάω την σκόνη και να βλέπω τα σωματίδια της να χορεύουν σε μία ακτίνα ήλιου. Αν και δε μου άρεσε το φως, ο ήλιος πολλές φορές ήταν παρηγορητικός. Έκανε φανερά μερικά πράγματα. Ποιο φανερά από ό,τι ήταν. Έλαμπαν τα πράγματα όταν τα φώτιζε και σε ξεγελούσαν. Άλλαζαν χρώμα, μέγεθος, σχήμα. Αποκτούσαν σκιά. Μία ακτίνα ήλιου και ένας μεγεθυντικός φακός ήταν αρκετά σύνεργα για να κάψεις ένα χαρτί με γράμματα.

Για χρόνια είχα αγκαλιά την Νύχτα. Η Νύχτα είναι Γυναίκα. Αλλά τώρα την εγκατέλειψα. Ήταν η σειρά του Φήμιου και του Παλαμά ή μήπως του Ομήρου; Την άφησα σ' αυτόν. Πριν από εμένα ένας περίεργος της είχε γράψει ύμνους. Αλλά οι ύμνοι, δεν είναι το καλύτερο είδος για να τρελάνεις μια γυναίκα.

Η Νύχτα είναι μία, δεν είναι πολλές. Και δεν μπορείς να την αγκαλιάζεις μόνο εσύ. Παρόλο που είναι σκοτεινή, δεν είναι μόνο μαύρη, αλλά και κόκκινη. Η Νύχτα είναι άγραφη, κανείς δεν αστειεύεται με την Νύχτα. Δώσε στην Νύχτα ένα φαρδίνι. Πλήρωσέ την σαν να ήταν πόρνη. Συνάντησέ την στην γωνία. Όρθια με το ένα πόδι ακουμπισμένο στον τοίχο.

Η Νύχτα δεν έχει φτερά.

Δεν είναι νυχτερίδα η Νύχτα. Αλλά κι αν είχε δε θα πετούσε, και αν πετούσε θα χανόταν στο σκοτάδι της.

Η Νύχτα ασθμαίνει, καγχάζει, κρύβεται πίσω από τον εαυτό της.  Δεν την ακούς, ακόμη κι αν η ακοή σου είναι οξυμένη. Η Νύχτα μου πήρε την ακοή. Δεν μου χρειαζόταν.

Η Νύχτα πάντα σωπαίνει.

Η Νύχτα είναι μητέρα κι ερωμένη. Της γράφω έναν ύμνο κι ας μην είμαι ο Νοβάλις.

Προχθές κάπνιζα μέσα στην Νύχτα. Η Νύχτα ποτέ δεν ήταν δική μου. Ανήκε σε όλους.

Για μία ολόκληρη εποχή νόμιζα πως ήταν μόνο δική μου.

Ακούς, Άουρα, Δάφνη, Ελεονόρα, Μάγα, Καικιλία, Πωλίνα, Έλσα, Γκαλά, Νατζά, Αντιγόνη, Ισμήνη, Μπλανς, Υβόν, Σάρα;

-Θάρθω απόψε να σε δω. Άργησε ο Ιούνιος, αλλά ήρθε.

Είναι φεγγίτες τα σώματα που σμίγουν. Ακούς;

Η φυλακή με έκανε να καταλάβω πόσο στενάχωρος είναι ο κόσμος. Πόσο μικρός και ασήμαντος όταν  βρίσκεσαι έξω από αυτήν. Όταν είσαι ελεύθερος στον παγωμένο αέρα που σε ξυπνάει από την λήθη και σε επαναφέρει κάτω από τον ήλιο, που όταν εμφανίζεται  πολύ πρωί πάνω από το καθαρό τοπίο φωτίζει δύο σώματα που σμίγουν, ενώ τα περιεστώτα πλήθη βουβαίνονται σκύβοντας το κεφάλι.

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

*ο πίνακας της Τζόρτζια Ο' Κηφ 

# Εἴπατε τῷ βασιλεῖ, χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά,
οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην,
οὐ παγὰν λαλέουσαν, ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.