2.- Το σαρκοφάγο σπίτι

Α.

Κατευθύνονται στο πρόσφατα αγορασμένο σπίτι.Ο δρόμος, απάτητος.Ολόγυρα μαύρα πεύκα και φοινικόδενρα. 

Νιώθουν ευτυχισμένοι με το απόκτημα.

Αειθαλές, στηρίζεται στο πόδια του με βαθύ ροζ πρόσωπο και, μπλε μάτια τα κλειστά του παράθυρα. Οι ιστορίες του, κρύβονται καλά, αλλά θορυβούνται με τους νέους ιδιοκτήτες.

Σοφό σπίτι, πλην ανεξιχνίαστο, όπως όλα που κατοικήθηκαν από το ανερμήνευτο της ύπαρξης. Και της μη.

 

Το εσωτερικό, γεμάτο διαβρώσεις. εκλιπαρεί ανακαίνιση προς αυτούς που «ακούνε» το άηχο. Μόνο που, η μυρωδιά του προκαλεί αποστροφή. Σαν κάποιος να είχε πεθάνει εντός, και, να έχει επί πολύ παραμείνει άταφος. Ίσως, και η μυρωδιά, ως μήνυμα να παρακαλεί για την ταφή του.

 

Ανάγκες ανωτέρας βίας, τους είχαν ωθήσει στην τάχιστη αγορά.

Επέσπευσαν την μετακόμιση.

 

Βρίσκουν ένα μικρό ημερολόγιο με φαγωμένα φύλλα. Στο εξώφυλλο κολλημένοι μενεξέδες. μάτια και χείλη σβηστά, κοιτάζουν, και, ορέγονται. Ω, τι χαρά, θα κατασκοπεύσουν νέες ζωές - το ένα ιώδες μισότυφλο, βλέπει και με οξυμένη ακοή.

-με κοιτούσε και.. το είδα όταν.. λέει, το ημερολόγιο.

Ανακαλύπτουν το κελάρι. Το θεωρούν αποθηκευτικό χώρο. Κάνουν λάθος.

Το κατεβαίνουν. Σκοτάδι τους λούζει με θλιμμένο γαλάζιο, σαν, να στοιβάζονταν για χρόνια οι πέπλοι των χειμώνων, φιλόξενοι για όμορφους ιστούς αραχνών. Αν  παρατηρήσεις, θα δεις στις ασημένιες κλωστές τους, επικρεμάμενους, μισοφαγωμένους μνηστήρες.

Κάτι μεγάλο, σαν σκιά τεράστιας πεταλούδας, αναρριπίζει ιδιαίτερα φτερά. Μία αθώα νυχτερίδα, που, μπαινοβγαίνει ίσως  από μυστικό άνοιγμα.

 

Έξω, πίσω από θροίζουσες φυλλωσιές, απαστράπτοντα λοξά μάτια, κοιτάζουν τα φωτισμένα παράθυρα. Η διεσταλμένη κόρη, κρύβει κίτρινη ταραχή. Μικρά, άγρια φεγγάρια-περισκόπια ανιχνεύουν με αδημονούσα σύγχυση. Ρώθωνες από τραχύ μαβί, μυρίζουν αγάπες, αγωνίες και πάθη. Η σελήνη, παίζει με τα γκρίζα τούλια των νεφών σαν κορίτσι. Ο κοντινός κεραυνός, κτυπά ένα στιγμιαίο κρουστό.

Ε κ ε ί ν ο, γλύφει τα οξύρυγχα χείλη του.

Στην πραγματικότητα, δεν πεινά με το στομάχι.

 

Β.

Η γυναίκα, ακούει για πρώτη φορά την φωνή, όταν ο άντρας λείπει. Ταράζεται, ενοχοποιεί τον εαυτό της για ακουστική αυταπάτη. Με τον καιρό, θα εξοικειωθεί, θα της αρέσει.

Α υ τ ή, όταν έν-συναισθάνεται το πότε η γυναίκα την καλεί και την αφουγκράζεται, της μιλά.

-Να φυτέψεις στον κήπο φιστικιές, ροδιές και μυστικά.. ακούς..

 

12 Φεβρουαρίου 2007.

Η γυναίκα κατεβαίνει στο υπόγειο. Δεν φοβάται.

Άκούει την αναπνοή, ρυθμική και βράζουσα. Η φωνή, ζει.

Κ ά τ ι, πρόκειται να γίνει δικό της. ένα σαγηνευτικό, βάναυσο μυστικό ή κρίμα.

 

Το πτώμα της νυχτερίδας, βρίσκεται στα πόδια της  σαν ανοικτή βεντάλια – εξαχνωμένο.

Στον τοίχο, διακρίνει, στερεωμένη χοντρή και μακριά αλυσίδα που, καταλήγει σε λαιμοδέτη μεγάλης περιμέτρου. Η κουνιστή πολυθρόνα από σαπισμένη ψάθα, τρίζει κάτω από άφαντο βάρος.

Ο καθρέφτης σε εβενόξυλο, δεν αποκαλύπτει πως είναι πόρτα κλειστή. Από την άλλη μεριά, χεράκια την κτυπούν επί ματαίω. Το κλειδί κρατά ο αρχάγγελος.

Η παλαιά κούκλα, βρώμικη και γυμνή, χωρίς μαλλιά, μάτια και μύτη... σαν ζωντανό παιδί που, κάποιος έχει προσπαθήσει να φάει.. κάτι προσπαθεί να πει. Είναι, από τις πρώτες ομιλούσες, από μπισκουί πορσελάνη. Την παίρνει στην αγκαλιά της και, θέλει να γυμνώσει τον μαστό της να την ταΐσει ζωή.

Κι ενώ δεν φοβάται, όλα τα φόβητρα, μόλις που αναδύονται από τα παιδικά της χρόνια.

 

Κρυμμένο ανάμεσα σε λόφους κουρελιών, δεν κάνει καμμία κίνηση. Του αρέσουν τα μεγάλα βυζιά και τα χοντρά της οπίσθια. Φαντάζεται το όργανο της καρδιάς της, όλο μέλι και αλάτι.

Υπολογίζει το χάδι της στο λαιμό του. Δεν ενδείκνυται χάδι σε μέτωπο και κεφάλι. Το ένστικτο επιβίωσης, απαγορεύει το χάδι εκεί, γιατί, το ανθρώπινο χέρι δεν ελέγχεται από τις προσλαμβάνουσες άμυνες του ανεξημέρωτου.

Λουφάζει και την ονειρεύεται.

Εκείνη επιστρέφει στο ισόγειο. Θα ράψει ένα φόρεμα για την κούκλα.

Ε κ ε ί ν ο κοιμάται.

Γ.

Η δέσμη του φακού της, αγκαλιάζει πλήθος από φαγωμένα σάρωθρα, λόφους από μαυρισμένα πετσετόπανα και κουρελιασμένα σεντόνια, σειρές από μαδημένα φτερά ξεσκονίσματος.

Μία σκούπα τοίχου, με το κόκκινο, φθαρμένο κεφάλι της ορθό, της φαίνεται πως έχει μάτια και στόμα, αλλά ραμμένα.

Ένα νεκροταφείο αχρείαστων πραγμάτων.

Γιατί άραγε, π ρ έ π ε ι, να είναι αποθηκευμένα στο υπόγειο;. ποιο παρελθόν εξυπηρετούν;.

Από πάντα της, μισούσε τις οικιακές εργασίες.

 

-Το έ ρ μ α του σπιτιού, για να μην καταποντιστεί  το σπίτι, λέει. Αυτό το σπίτι, δεν είναι ότι δείχνει. Είναι ένα πλοίο - ναυάγιο, που ξέρασε το νερό, και, που ακόμη φοβάται τις πλεύσεις.

Τότε, και ταράζεται.

 

Ονειρεύεται, πως αδειάζει το σπίτι από έπιπλα, αντικείμενα και σκεύη. Πως βγάζει τις πόρτες και τα παράθυρά του. Πως γκρεμίζει τους τοίχους του.

Πως, μένει δίχως σπίτι εκείνη, και, το ζώο της χωρίς φωλιά. Στο όνειρο, κατέχει έναν μεγάλο λύκο που, λέει, κοιμάται στο κρεβάτι της.

Δ.

Δεν βλέπει τον ίσκιο της γυναίκας, πίσω της.

Τα μαλλιά της νεοφερμένης, σέρνονται. Δεν έχει χέρια. Το σώμα της, γυμνό, είναι διάφανο και φέγγει. Τα μάτια της, λευκά, αναστρέφονται. Μπορεί, να είναι και παιγνίδι του φωτός που χύνεται από το άνοιγμα της πόρτας, εμφιλοχωρώντας στο σκοτάδι του υπογείου.

Η σκιά, κάνει μία κίνηση, σαν για να την προστατέψει.

Η ζωντανή γυναίκα, δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την σκέψη της, για το πώς θα οργανώσει το χώρο του κελαριού.

Ε κ ε ί ν ο της επιτίθεται.

 

 

Ε.

Έχω κληρονομήσει το σπίτι.

Καθώς το επισκέπτομαι, διαπιστώνω πως, δεν είναι παρά ένα μεγάλο πηγάδι σε απλωσιά.

Με υπερφυσικές δυνάμεις, το καταβαίνω κατακόρυφα. Ακούω απ τους βυθούς του, μουσικές, ομιλίες και γέλια.

Λέω πως, το φιλιατρό είναι η είσοδος, και ο λαιμός του πηγαδιού, το δρομάκι που θα με οδηγήσει στο πραγματικό οίκημα. Αλλά, όσο γλιστρώ προς τα έγκατα, τόσο οι ήχοι βαθαίνουν.

 

Πίσω μου, ακολουθεί ένας τεράστιος, μαύρος λύκος με χαίτη λιονταριού. Απ τα σαγόνια του, κρέμονται τα κόκκινα μαλλιά μου.

 

Όταν ξημερώνει, είμαι ερωτευμένη μαζί του.

 

Ζ.

Ο κήπος του σπιτιού, γέμισε αγριοτριανταφυλλιές.

 

Η κοκκινότριχη γάτα, κοιμάται στο κατώφλι της πόρτας, αλλά επαγρυπνεί. Ως νυχτόβιο πλάσμα, ως της φαντασίας παιδί, έχει τα αθόρυβα, βελούδινα πέλματα ενός κυνηγού και, δέρμα από τριχωτό, άγριο μετάξι. Η πείνα της είναι ανεξάντλητη. και η ανάγκη της για θωπείες.

Φαίνεται ακίνδυνη. Αλλά, αν κάνεις κακό στο σπίτι, και δοκιμάσεις να τρέξεις, θα σε προλάβει. Με γνώση χειρουργού θα βρει την καρωτίδα σου, και, θα σε ακινητοποιήσει - αν δεν σε σκοτώσει άμεσα. Της αρέσει να παίζει με τα θύματα. Κάνει πως τα αφήνει, αλλά επανέρχεται. Το μαρτύριο του θύματος είναι το άθλημά της.

Μιλάει μία ακατανόητη γλώσσα, γι αυτό, εκτός από φρουρός, είναι και φύλακας των μυστικών τους. 

 

Τα απαγορευμένα μυστικά την φοβούνται.

Δεν δραπετεύουν.

Η κοκκινότριχη γάτα, δεν είναι γάτα.

 

Η.

Στον κήπο του σπιτιού, φυτέψαμε φιστικιές και μανταρινόδενδρα.

Δύο γυναίκες-σκιές, δούλες και κυρίες, ακάματα φροντίζουν το σπίτι.

Ευτυχισμένες φωνές το τραγουδούν.

Θα υπάρξει και μία τρίτη γυναίκα. και άλλες μετέπειτα.

Καταλάβαμε, πως το σπίτι είναι ο εχθρός. αφού, το συγυρίζουμε, και, μετά ένα χέρι αόρατο το αναστατώνει. Το σπίτι έχει εύθραυστη ισορροπία.  Το υπηρετούμε πιστά και, αυτό μας περιπαίζει, τρώγοντας αργά τις σάρκες μας. Ξανά και ξανά. Εκείνο καμώνεται το ανήξερο. Πολύ μετέπειτα καταλάβαμε πως, το σπίτι είναι υποχείριο της δικής μας σαρκοφαγίας. πως το θηρίο του, είμαστε ε μ ε ί ς.

Όταν πεθαίνουμε, ο άρχων του σπιτιού, κτίζει τους τάφους μας στα θεμέλια. Ή πάλι, απλά, εγκαθιστά τα φέρετρά μας στο υπόγειο, όπως έκανε ο ερωτευμένος ευγενής, κ. Ρόντερικ Άσερ, για την πολυαγαπημένη αδελφή του Μαγδαληνή.

Κάθε σπίτι, επιστεγάζει έναν οίκο των Άσερ.

Έναν Πύργο-οχυρό. Ένα ψυχιατρείο. Μία φυλακή. Ένα πορνείο. Μία εκκλησία της σάρκας. Ένα μυθιστόρημα. Ένα… ιδού η Ταορμίνα, ιδού και η πτώση από τον έκτο όροφο.

Επίσης, τον σαρκοφάγο Κύριό Του, λάτρη των στοματικών ηδονών. Και βέβαια, την αρχιτέκτονα που, το εμπνέομαι και το κτίζω.

Το σαρκοφάγο ζώο του, λέει..

-Είμαι το σπίτι, είμαι ε σ ε ί ς.