Ω! Τεφάλ μου, που φροντίζεις για μένα[1]

Με μιαν ακριβή ταχυδακτυλουργική κίνηση ο Γιάγκφι, ο σπουδαίος πρωτευουσιάνος γλύπτης, αφαίρεσε το κάλυμμα από τον γυάλινο κύβο, αφήνοντας στο βλέμμα της επιτροπής των χορηγών το τελευταίο του έργο.

Μετά από μια μακριά, τουλάχιστον ενός λεπτού, παύση ο νομάρχης ρώτησε σουφρώνοντας τα αραιά, ασπριδερά φρύδια του:

-Τι ’ναι αυτό;

-Αυτό είναι -είπε κοκκινίζοντας λιγάκι ο Γιάγκφι- μια Αψίδα Θριάμβου σε ανάμνηση των 55 χρόνων από την Μεγάλη Ημέρα της Νίκης,[2] ωραία δεν είναι;

Ο εξοχότατος στην αρχή έγινε κατακόκκινος, μετά μπλε και τέλος μελάνιασε.

-Τι είπες; Ξεστόμισε αργά, με μεγάλη ανησυχία. –Με ποιούς είσαι; Αγαπητέ μου, εσύ, με έχεις για εντελώς ηλίθιο; Δεν μας φτάνει το άγαλμα της οδού Κριμαίας![3] Και θέλεις να βάλω πριν τις εκλογές στη θέση του Αγίου Βασίλη στην Κόκκινη Πλατεία… αυτό εδώ… αυτό το… Ο νομάρχης πνίγηκε μη βρίσκοντας την κατάλληλη λέξη για το έργο του προέδρου της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της αυτοκρατορίας.

Ο Γιάγκφι[4] σάρωσε με το βλέμμα του τους καθισμένους στο τραπέζι και κατάλαβε ότι η κατάσταση ήταν άσχημη. Τα πρόσωπα των χορηγών ήταν σαν χαμένα, ο δε αναπληρωτής νομάρχης που ήταν υπεύθυνος για τα δημοσία έργα, -άνθρωπος με φίνα ψυχή και θαυμαστής της Αρ Νουβό που στόλιζε όλη την παλιά βασιλική πρωτεύουσα με υπέροχα κτήρια σε στυλ Απόσχισης-[5] φαινόταν να βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.

 Μα τι μπορούσε να κάνει ο φτωχός! Στην πραγματικότητα η Αψίδα ήταν εντελώς αηδιαστική: ένα τεράστιο άσπρο στριφογυριστό κατασκεύασμα με το τέρας-ελευθερωτή πάνω του, που έχωνε στον ουρανό το φαλλόμορφο αυτόματο ΠΠΣ.[6] Σε αυτό το αυτόματο βρισκόταν όλο το νόημα της Κατασκευής, αλλά αυτό δεν γίνεται να το εξηγήσω στα μέλη της επιτροπής!

Άρα, όπως παλιότερα, τον καιρό της έγκρισης του μνημείου του Πατέρα του Ρωσικού Στόλου[7], έτσι και τώρα θα ξανακάνω πλύση εγκεφάλου, σκέφτηκε βαρύθυμα ο Γιάγκφι. Τι άλλο μπορώ να κάνω; -σκέφτηκε.

Κοίταξε τον μελανιασμένο νομάρχη στα μικρά, θαμπωμένα από θυμό ματάκια, άλλαξε με τον ειδικό μοχλό το ρετζίστρο[8] της φωνής του και άρχισε να λέει δυνατά και σοβαρά:

-Κατεδαφίζοντας το άνοστο κυκλικό εκλεκτικιστικό οικοδόμημα, που φράζει την κύρια πλατεία της δημοκρατικής Ρωσίας, μεταξύ του μαυσωλείου του μοναδικού ειδώλου και των αναμνήσεων από τα αιματηρά χρόνια του Ιβάν, εμείς καθαρίζουμε τα πνευμόνια της πρωτεύουσάς μας για να αναπνεύσει τον φρέσκο αέρα της νέας χιλιετίας[9] και μεταβάλλουμε ολόκληρο το ενεργητικό χρώμα του αιματοβαμμένου συστήματος της πρωτεύουσας από μελανό φλεβικό σε κατακόκκινο αρτηριακό, φωτεινό, που εδραιώνει τη ζωή…

Ένα λεπτό μετά, που είχε αρχίσει η επιρροή του λογίδριου, ο νομάρχης υπνωτισμένος άρχισε να κουνάει επιδοκιμαστικά το κεφάλι και να χτυπάει ελαφρά μεταξύ τους τα απαλά του χείλη στο ρυθμό της μεγαλόστομης ανοησίας.

-Ναι, -επιτέλους! –Να τη διαολοστείλουμε την εκκλησία του Βασίλη. Αυτή η σκύλα δεν αφήνει την πλατεία να αναπνεύσει. Μπορείς να το βάλεις εκεί το μαραφέτι σου.

Τον κακομοίρη τον γέρο! Όμως ο καιρός δεν ήταν για συναισθηματισμούς. Τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής ενέκριναν αμέσως ομόφωνα το σχέδιο, ενώ ο γραμματέας Τύπου της εξοχότητάς του πλησίασε και χαϊδεύοντας με τα βελούδινα ανατολίτικα μάτια του τον θριαμβευτή, ψιθύρισε: «Όλα με τις προσπάθειές μου, ψυχή μου, μου οφείλετε». Άλλος ένας άθλιος που λαδώνεται, σκέφτηκε. Αν ήξερε…

Όπως συνήθως, η πλύση εγκεφάλου πήρε πολλή εσωτερική ενέργεια από τον Γιάγκφι και γι’ αυτό κατέβηκε από τη μεγάλη λευκή σκάλα της έδρας του νομάρχη εντελώς αποκαμωμένος. Ο επικεφαλής της ασφάλειας που περίμενε στην είσοδο του ανέφερε λακωνικά, όπως στον στρατό:

-Μην βγείτε από την κυρία. Υπάρχουν διαδηλωτές. Ήδη το πήραν χαμπάρι. Θα σας κάνουν κομμάτια. Μάλλον να πάτε από την πίσω πόρτα.

 Αλλά και από την πίσω έξοδο δεν ήταν καλύτερα. Τεφάλ φυλάξοι!  Μόλις ο Γιάγκφι περπάτησε από τη δρύινη πόρτα στην παγωμένη νοεμβριάτικη βροχούλα, πίσω από τους στύλους πετάχτηκε ένας γυαλάκιας με γένια και ρίχτηκε στον γλύπτη μ’ ένα κουζινομάχαιρο. Όταν τον συνέλαβαν οι σωματοφύλακες που ήταν σε επιφυλακή και τον ξυλοκοπούσαν με τα βαριά τους χέρια, έλεγε ουρλιάζοντας σπαραξικάρδια και με δόντια που χτυπούσαν:

-Γιατί, γιατί μισείς τόσο τη Μόσχα, κτήνος! Τι σου έκανε η φτωχή;

Ο Γιάγκφι αφού διέταξε να αφήσουν αυτόν τον άτυχο άμυαλο, μπήκε περίλυπος στην «Πάκαρτ» και έδωσε εντολή για το σπίτι. Φτωχοί τω πνεύματι! Χαμένοι! Θα τους κρίνει ο Τεφάλ! Δεν ξέρουν τι κάνουν!

Το δυσκολότερο από όλα ήταν να συνηθίσει αυτό το τυφλό μίσος, αν και τους μοσχοβίτες, φυσικά, μπορούσες να τους καταλάβεις. Οδηγημένος από την ασφυκτική πίεση του χρόνου, γέμισε βαθμιαία τη Μόσχα με αρκετά αηδιαστικά τερατουργήματα. Στην αρχή έφτιαξε ένα μνημείο με μπρούτζινα θηρία κοντά στα ιερά τείχη του Κρεμλίνου, μετά έναν τεμαχισμένο και τρυπημένο από ρομφαία δράκο στον λόφο του  Ναπολέοντα και τέλος το σημείο κλειδί της όλης Κατασκευής ήταν ένας εφιαλτικός ανδριάντας πάνω στον ρυτιδωμένο ποταμό Μόσχοβα. Αυτόν τον τελευταίο οι αστοιχείωτοι ιθαγενείς προσπάθησαν να τον ανατινάξουν, αλλά ο Ευσπλαχνικός Τεφάλ τον έσωσε.

Αλλά τώρα, με την έγκριση του σχεδίου της Αψίδας του Θριάμβου η αποστολή είχε σχεδόν εκτελεστεί. Για να ανατινάξουν τον κακότυχο ναό, με τους ξομπλιαστούς τρούλους που σε τίποτε δεν έχει φταίξει, θέλει μια βδομάδα∙ μια κι’ έξω να κατασκευάσουν (ή όπως λέει η εξοχότητά του, στο άρπα-κόλα) έναν άσπρο μπετονένιο σκελετό με έναν γύψινο στρατιώτη οπλισμένο με αυτόματο θέλει δυο βδομάδες∙ και ακόμα οκτώ μέρες για να συναρμολογήσουν το κρυμμένο στο αυτόματο διαστρικό όπλο. Μετά όλα θα είναι έτοιμα: σύμφωνα με τις οδηγίες το αόρατο τόξο θα απλώνεται από την κάνη του αυτόματου στο δασύτριχο κεφάλι του ανοιχτομάτη τσάρου και οι δύο ακτίνες που το ρυθμίζουν (μια δαχτυλιοειδής μικρο-κλιμακωτή από τον ναπολεόντειο λόφο και μια άλλη διασκορπισμένη από τα θηρία του μνημείου) θα κάνουν άηχο το σινιάλο. Η αποστολή της διαστρικής επιτροπής θα είναι εκτελεσμένη μέσα στην προθεσμία.

Ο πρόεδρος της Σχολής Καλών Τεχνών έκλεισε πίσω του την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, στάθηκε μπρος τον καθρέφτη και στραβομουτσουνιάζοντας, κοίταξε την αντανάκλασή του: κρεμασμένα μάγουλα, σαρκώδη χείλη, ένας χονδροειδής σβώλος η μύτη. Οι αγαθοί κάτοικοι της γης, οι αγνοί, τον συγκινούσαν και αυτοί με τον δικό τους τρόπο, μόνο που η εξωτερική τους εμφάνιση του ήταν ασυνήθιστα τρομαχτική. Συνηθίζεις όμως το άσχημο και έτσι ξεχνάς πως είναι τα φυσιολογικά πρόσωπα.

Λοξοκοίταζε, καταπολεμώντας τον πειρασμό. Ε, και λοιπόν; Αφού δεν είναι κανείς και η δουλειά έγινε, σχεδόν τελείωσε, μπορώ και να με κανακεύω.

Ξεκούμπωσε αποφασιστικά το κουμπί, κρυμμένο μέσα στις δίπλες του λαιμού, έπιασε με το χέρι τα κρεμασμένα μάγουλα, τα τράβηξε προσεκτικά προς τα πάνω και η μάσκα σαν κουκούλα έπεσε στην πλάτη.

Όμορφος, αχ πόσο όμορφος ήταν ο Γιάγκφι Ερτέιλετς[10] (έτσι ονόμαζαν πραγματικά το ον που ήταν γνωστό στους κατοίκους της πρωτεύουσας με εντελώς αλλιώτικο όνομα) –αυτή η σπανιότητα, η πολύτιμη ομορφιά που συναντάς μόνο στους μακρινούς γαλαξίες: η λαξευμένη γραμμή των γναθοσειρών, τα ανδρειωμένα στριφτοπήγουνα,  τα βλέφαρα των ματιών με την φωσφορίζουσα ακτινοβολία… (ιδιαίτερα το κάτω αριστερά, καλυμμένο μ’ ένα τρεμάμενο ημιδιαφανές στροφοβλέφαρο…).

Γλυκιά μου, γλυκιά μου έλεγε ο Γιάγκφι, φέρνοντας στη μνήμη του τα πιο πολύτιμα στην καρδιά του χαρακτηριστικά της. Κάνε υπομονή, δεν έμεινε πολύ πια.

Χάρη στο σύστημα κοπροσήμανσης[11] που είναι τοποθετημένο σε στρατηγικό σημείου του πλανήτη Γη, ο τρίτος στόλος πυραύλων, με τη βοήθεια του Τεφάλ, θα καλύψει με επιτυχία το διαστρικό ταξίδι των 363645485900000000 αιώνων ταχύτητας μεταξύ των πλανητών, για να κατεβάσει στον λόφο του Λένιν τους σωτήρες του Υπουργείου εκτάκτων καταστάσεων.

Τον καιρό της αποστολής του, ο Γιάγκφι, πρόλαβε να συνδεθεί ολόψυχα με τους δοξασμένους αγνωστικιστές, κάτοικους του γαλάζιου πλανήτη. Κακομοίρηδες, απληροφόρητοι, δεν ξέρουν ότι από τις αόρατες κλεψύδρες πέφτουν οι τελευταίοι κόκκοι της άμμου. Οι γήινοι χαίρονται σαν παιδιά, μετρώντας πόσες μέρες έχουν μείνει μέχρι τον αριθμό με τα τρία μηδενικά[12]. Όμως τη στιγμή που το ρολόι στον πύργο του Σπάσκι[13] (ανεγέρθηκε ειδικά γι’ αυτό το σκοπό από τον προκάτοχο του Γιάγκφι, τον έμπειρο πρόσκοπο με το όνομα Οντιφόρ Ονκ[14]), θα χτυπήσει άγρια μεσάνυχτα, τότε θα έρθει ο περιβόητος Αρμαγεδδών για τον οποίο προειδοποιούσε τους ανθρώπους ο Ωνησνία Ογοσλοθέ[15]. Έλεγε ότι θα πέσει ένα αστέρι στη γη και θα ανοίξει μια απύθμενη άβυσσος, θα σκοτεινιάσει ο ήλιος και θα τρελαθούν τα κομπιούτερ και με λίγα λόγια θα προξενήσουν μια διαπλανητική μικροκαταστροφή, που την προείπε το Διαστρικό πληροφορικό κέντρο πριν από δύο εβδομάδες φωτός.

  Οι γήινοι δεν αντιλαμβανόντουσαν τις προειδοποιήσεις, και τώρα πια φαίνεται καθαρά ότι αυτό ήταν για το καλό τους γιατί είναι τρομαχτικό να φανταστείς τι πανικός θα ξεσπούσε. Αλλά δεν θα υπάρξει: η μαγική φόρμουλα της σωτήριας προσευχής που ηχούσε κάποιες στιγμές στην τηλεόραση, είχε σχεδιαστεί για να ηρεμήσει τους ιθαγενείς, να εισάγει στο υποσυνείδητό τους αισιοδοξία και πίστη για το μέλλον.

Δόξα στον Τεφάλ! Τώρα όλα πραγματικά θα διορθωθούν. Θα φτάσουν με ανορθωμένες τις κεραίας τα καράβια των σωτήρων (οι ανίδεοι μεταφραστές της «Αποκάλυψης» φαντάστηκαν ότι επρόκειτο για ακρίδες: «και είχαν ουρές όμοιες με σκορπιούς που έφεραν κεντρί»[16]), τα καράβια θα τοποθετήσουν στα τετραδιάστατα έγκατά τους όλους τους κατοίκους της Γης, καταστέλλοντάς τους προκαταβολικά και ξυπνώντας τους πια στον πλανήτη Γούφερ,[17] που είναι σαν δύο σταγόνες νερού η ομοιότητά του με τη Γη, μόνο τα χόρτα δεν είναι πράσινα αλλά ροζ και το νερό είναι άσπρο. Στον Γούφερ ήδη έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες για την υποδοχή.

Θα πάρει ο Γιάγκφι τρεις μέρες φωτός άδεια και μαζί με την γλυκιά του θα χαθεί κάπου στο Ουίγκελ Ρεγκσκ, μακριά απ’ όλους. Όπως λέει και το τραγούδι: «Εσιντους! Ζουκφου ες κρουφ!»

Μα τον Τεφάλ! τίποτε καλύτερο δεν μπορείς να πεις.

 

[1] Από το διαφημιστικό σποτ: «Η τεφάλ πάντα σε νοιάζεται», εδώ ένας φανταστικός Θεός.

[2] 9/5/1945, η ημέρα της νίκης στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

[3] Ένα καράβι με τον Μεγάλο Πέτρο του Τσερετέλι.

[4] Το στερεότυπο του Εξωγήινου.

[5] Απόσχιση της Βιέννης.

[6] Ρωσικό αυτόματο με την ονομασία «πυροβόλο όπλο Σπάγκιν».

[7] Το άγαλμα του Πέτρου που ήδη αναφέραμε.

[8] Μοχλός αλλαγής ηχοχρώματος στο εκκλησιαστικό όργανο και στα ηλεκτρονικά πληκτροφόρα.

[9] Μιλάει για το 2000.

[10] (Ζουράμπ) Τσερετέλι: Αναγραμματισμός του ονόματός του. Γεωργιανός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Μόσχας.

[11] Παρακολούθηση της παρουσίας ανθρώπων από τη θερμοκρασία που εκπέμπουν τα κόπρανά τους.

[12] Το 2000.

[13] Πύργος του Κρεμλίνου στην κόκκινη πλατεία.

[14] Κατασκευάστηκε επί Μπορίς Γκοντουνόφ από τον Φιόντορ Κον.

[15] Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης Θεολόγος.

[16] Αποκάλυψη: κεφ. 9ο, 10 Και είχον ουράς ομοίας με σκορπιούς και ήσαν κέντρα είς τας ουράς αυτών και η εξουσία αυτών ήταν να βλάψωσι…»

[17] Ηχείο.

 

 

Μπαρίς Ακούνιν είναι το ψευδώνυμο του γεωργιανής καταγωγής Γκριγκόρι Σάλφοβιτς Τσχαρτισβίλι (1956-). Το διήγημα που ακολουθεί είναι από τη συλλογή: «Παραμύθια για ηλίθιους», εκδόσεις «Όλμα Πρες», Μόσχα, 2000. Η οικογένειά του μετακινήθηκε στη Μόσχα το 1958. Σπούδασε στο τμήμα Ασιατικών σπουδών και έμαθε την ιαπωνική γλώσσα από την οποία μετέφρασε πολλούς λογοτέχνες. Ακούνιν σημαίνει στα ιαπωνικά «κακός άνθρωπος», ενώ στα ρωσικά με το αρχικό του ονόματός του Μπ. θυμίζει τον Μπακούνιν.

Ο Ακούνιν παρωδεί γεγονότα, σύγχρονους αστέρες του κινηματογράφου και του θεάτρου, πολιτικές προσωπικότητες. Αναγραμματίζει υπαρκτά ονόματα και χρησιμοποιεί στοιχεία από τη διαφήμιση. Στο διήγημα αυτό εξωγήινοι προπομποί αλλάζουν την εξωτερική όψη της Μόσχας για να προετοιμάσουν εισβολή.

 

Μετάφραση από τα ρωσικά: Ελένη Κατσιώλη.