ο γείτονας

Από τα αφηγήματα ΤΡΟΜΟΥ, ΑΓΩΝΙΑΣ & ΔΕΟΥΣ

ο γείτονας Α στέκεται εμπρός στο παράθυρο. κοιτάζει απέναντι το παράθυρο του γείτονα Β. η μελιά κουρτίνα είναι ανοικτή. η κουνιστή πολυθρόνα από μπαμπού πάει και έρχεται ελαφρά.

η γυναίκα πάνω στην πολυθρόνα φοράει ένα νεγκλιζέ σε ανοικτό πράσινο χρώμα. τα μαλλιά της είναι ξέπλεχα στο χρώμα της άμμου. φαίνεται κάπως το μεγάλο στήθος της.

ο γείτονας Α φαντάζεται πως τα μάτια της είναι γκρίζα.

ο γείτονας Α φαντάζεται πως του χαμογελά.

ο γείτονας Α της δίνει ένα όνομα: Ισαβέλλα.

από νωρίς μέχρι που να βραδιάσει, κοιτούν το ίδιο ηλιοβασίλεμα.

 

περνάνε ημέρες, εβδομάδες, μπαίνει ο χειμώνας.

 

ο γείτονας A κτυπάει το κουδούνι του γείτονα Β. τον καλησπερίζει και του ζητά, πολύ ευγενικά, να δει την γυναίκα του πάνω πατώματος.

ο γείτονας Β, γίνεται έξω φρενών. απαντά πως δεν υπάρχει γυναίκα στο σπίτι. κλείνει την πόρτα βιαστικά στο πρόσωπο του γείτονα Α, που μένει εμβρόντητος.

και.

πρώτον : μετά ανεβαίνει στην σάλα και κλείνει τις κουρτίνες θυμωμένος.

δεύτερον : βγάζει μία κραυγή. σα να σπάει πορσελάνη.

τρίτον : κατεβαίνει στο υπόγειο και με πολύ τρυφερότητα μιλά στο σώμα της...

-έλα Ισαβέλλα να σε πλύνω, να σε μυρώσω, να σου βάλω κηραλοιφές.

και η νεκρή αργά σηκώνεται από το φέρετρο.

ζητά το νεγκλιζέ της.