Πολύ κρύο και φέτος μέρος γ’:  παπούτσι από τον τόπο… και με πολύ τζατζίκι

Είναι ακόμα Γενάρης και κάνει ακόμα κρύο. Πολύ κρύο

Είμαστε, εγώ κι ο Παναγιώτης Εμμανουήλ, στο καφενείο και πίνουμε τα τσίπουρα που μας κέρασε ο Μπάρμπα Μίμης, ο οποίος βλέπει Μπαρτσελόνα –  Ρεάλ Σοσιεδάδ στην κεντρική οθόνη του καφενείου

Ο  καφετζής χαζεύει κάτι στον υπολογιστή – προφανώς την εξέλιξη των αγώνων του κουπονιού του πάμε στοίχημα

Από το πικ απ ακούγεται η προσευχή του Σπύρου Ζαγοραίου

Είμαστε μόνο τέσσερα άτομα

Η ώρα είναι 22:22 κι όλα κυλούν ήρεμα κι ομαλά

Αλλά η δράση αρχίζει:  

Η πόρτα του καφενείου ανοίγει και στην σκηνή μπαίνει ντυμένος σαν Εσκιμώος  ο Γιάννης ο  Σιώκος, κρατώντας στα χέρια του μια μεγάλη πλαστική σακούλα

Είχε κουβαλήσει την πραμάτεια του…

[Πριν προχωρήσουμε στην αφήγησή μας, καλό είναι να σας δώσουμε, αγαπητοί αναγνώστες μας, λίγες πληροφορίες για τον Γιάννη τον Σιώκο, ο οποίος είναι κι ένα από τα βασικά στελέχη του καφενείου μας

Ο κυρ Γιάννης, το λοιπό, είναι 61 – ή 62, ή 63 –  χρονών, γεννήθηκε στο νομό Ιωαννίνων, είναι βετεράνος της εξέγερσης του πολυτεχνείου, στο οποίο και φοιτούσε απ το 1972 έως το 1979 – οπότε και το παράτησε, και πρώην βιοτέχνης υποδημάτων. Και λέμε πρώην, αφού η βιοτεχνία έκλεισε πριν από 7 ή 8 χρόνια – όπως έκλεισε κι ένα μαγαζί υποδημάτων που χε ανοίξει κάπου στο Παγκράτι…

Έκτοτε, ο κυρ Γιάννης έχει γίνει πλανόδιος πωλητής παπουτσιών, αφού του έμεινε ένα πολύ μεγάλο απόθεμα παπουτσιών, που τα χει βάλει στην αποθήκη – παρκινγκ του σπιτιού του στην Κηφισιά  – αν και ένα τμήμα του αποθέματος υπάρχει και στο υπόγειο του καφενείου του Λουκά, μιας και κάνει εκεί πωλήσεις παπουτσιών – κάθε Δευτέρα και Τρίτη

Δηλαδή δυο μέρες τη βδομάδα, το καφενείο του Λουκά – για την ακρίβεια το υπόγειο του καφενείου του Λουκά – μετατρέπεται σε υποδηματοπωλείο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κι άλλες μέρες δεν γίνονται (κατά παραγγελία του εκάστοτε πελάτη, ο οποίος, ο εκάστοτε πελάτης δηλαδή, είναι συνήθως κάποιο άλλο στέλεχος του καφενείου) αγοραπωλησίες δερμάτινων παπουτσιών στο καφενείο του Λουκά]

«Πέρασε ο Χοντρός;»

Ρωτά, ασθμαίνοντας ελαφρώς

 Πριν προλάβουμε ν’ απαντήσουμε στον μπάρμπα – Γιάννη, η πόρτα του καφενείου ξανάνοιξε. Κι αμέσως μετά ακούστηκε ένα ρέψιμο.

Μόλις είχε μπει στο καφενείο Κλεομένης ο Συγγενόπουλος. Ο Χοντρός δηλαδή

[Υπενθυμίζουμε ότι ο Κλεομένης ο Συγγενόπουλος είναι παθολόγος, διακεκριμένο μέλος της Πανελλήνιας Επιτροπής Διεκδίκησης των Ελγινείων Μαρμάρων, φίλος του Εμμανουήλ, και ζυγίζει 135 κιλά]

Κρατούσε στα χέρια του δύο πιτόγυρα και έτρωγε απ’ αυτό που κρατούσε στο αριστερό του χέρι

Απευθύνθηκε δίχως  να μας δει στον Καφετζή

Μίλαγε και έτρωγε μαζί

«Εμφ … γραπ – γραπ … αν… χρατς – χρουτς … ίστη… κριτς – κριτς… κε γραπ – γκραπ… … ο… μτσα – μτσα … Σιώκος;»

Είπε, καταπίνοντας την τελευταία μπουκιά του αριστερού πυτόγυρου – δηλαδή του πιτόγυρου που κρατούσε στ’ αριστερό του χέρι – πάνω στην λέξη «Σιώκος»;

Ο Λουκάς κοίταξε τον Κλεομένη μ’ ένα βλέμμα που συνδύαζε έκπληξη, απορία, απόγνωση και αγανάκτηση

Ύστερα κούνησε περιπαικτικά το χέρι του κι απάντησε στο Κλεομένη

«Να ’χαμε να λέγαμε αμπέλια να κουρεύαμε!»

 Ήρθε η σειρά του Κλεομένη να δείξει απορημένος

Και της βαριεστημένης φωνής του μπάρμπα Γιάννη, να βγάλει την κατάσταση από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει…

«Εδώ είμαι, ρε συ Κλεομένη!»

Ο έκπληκτος Κλεομένης γύρισε άμεσα προς την κατεύθυνση από την οποία ακούστηκε η φωνή

Μόλις μας αντίκρισε, η έκπληξη μετατράπηκε σε ικανοποίηση ανάμεικτη με αμηχανία κι ενοχή

[Πάντως κι εγώ ευχαριστήθηκα που είδα τον Κλεομένη μας γιατί τον αγαπώ πολύ. Κυρίως γιατί είναι πολύ καλό παιδί, αλλά και γιατί με κερνάει άφθονα τσίπουρα…

Εντάξει…, κυρίως γιατί με κερνάει άφθονα τσίπουρα…]   

«Έλα, ρε μαλάκες μου, δεν σας είδα!»

Μας είπε ο Κλεομένης, με χαρούμενο – πια – ύφος

«Που να τους δεις… Αφού είχες χώσει τη μούρη σου μέσα στο πιτόγυρο»

Ακούστηκε η σιγανή, όσο και κακεντρεχής, φωνή του καφετζή μέσα από την μπάρα

Ο Κλεομένης δεν απάντησε στην πρόκληση. Άφησε απλά το τσαλακωμένο απομεινάρι του αριστερού πιτόγυρου στην μπάρα και κατευθύνθηκε προς το μέρος μας, κρατώντας πάντα το δεξί πιτόγυρο με το δεξί του χέρι  

Αφού χαιρέτισε τον Εμμανουήλ και μένα, απευθύνθηκε χαμογελαστός στον κυρ Γιάννη

«Έλα ρε Γιάνναρε, έφερες τα παπούτσια;»

«Βεβαίως, βεβαίως! Δε βλέπεις την πραμάτεια μου»

Απάντησε ο μπάρμπα –  Γιάννης δείχνοντας με το χέρι του την πλαστική σακούλα που είχε εντωμεταξύ αφήσει δίπλα από την καρέκλα του

Η Δοκιμή παπουτσιών

Ο Κλεομένης κάθεται σε μια καρέκλα στα δεξιά του Σιώκου , διαγώνια από εμάς, από εμένα και τον Εμμανουήλ, που έχουμε κάτσει σ’ ένα τραπέζι απέναντι από την μεγάλη κεντρική οθόνη τηλεόραση (το καφενείο του Λουκά είναι εξοπλισμένο μ’ άπειρες τηλεοράσεις. Για να καταλάβετε, ο Λουκάς έχει βάλει τι βι ακόμα και στο βεσέ, για να μη χάνει ο φίλαθλος – πελάτης ούτε στιγμή αγωνιστικής δράσης, ακόμα κι όταν κατουριέται)  δίπλα από το  τραπέζι του  Μπάρμπα – Μίμη, ο όποιος έχει αποκλειστικό τραπέζι – και καρέκλα  

Ο Γιάννης ο Σιώκος  σκύβει και βγάζει από τη μεγάλη πλαστική σακούλα ένα χάρτινο παραλληλόγραμμο κουτί και το προσφέρει, χαμογελώντας, στον Κλεομένη  

Όλοι καταλάβαμε ότι μέσα στο κουτί ήταν τα δερμάτινα παπούτσια που είχε παραγγείλει ο Κλεομένης στον Σιώκο

Κι ο μπάρμπα Γιάννης μας το επιβεβαίωσε άμεσα

«Ορίστε τα παπούτσια σας, Κύριε Κλεομένη»

Ένα πλατύ χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Κλεομένη μόλις άκουσε την ευχάριστη είδηση

 Και μόλις άνοιξε το κουτί που του έδωσε ο μπάρμπα Γιάννης κι έβγαλε το αριστερό παπούτσι, η φάτσα του έλαμψε

«Πω, πω, πω, παπουτσάρες, μεγάλε! Πω, πω, πω, παπουτσάρες!»  

Αναφώνησε με θαυμασμό ο πάντα πρόσχαρης Κλεομένης

Ύστερα, κι αφού πήρε στο χέρι του το δεύτερο πιτόγυρο που του το χε σερβίρει – εντωμεταξύ – ο Λουκάς σ’ ένα πιατάκι, ρώτησε τον Μπάρμπα –  Γιάννη, ο οποίος, όλο καμάρι, είχε ακουμπήσει τα δάκτυλα του στον κόμπο της γραβάτας του

«Πόσο;»

Η έκφραση του προσώπου του Μπάρμπα Γιάννη άλλαξε αμέσως

Έδειξε προσβεβλημένος

Ένας επαγγελματίας, ένας καλλιτέχνης, ένας δημιουργός δεν ενδιαφέρεται για υλικές απολαβές. Όχι, έναν αυθεντικό δημιουργό, όπως είναι ο Μπάρμπα Γιάννης, δεν τον νοιάζει το χρήμα! Μονάχα η αναγνώριση…

Εντάξει…, τον νοιάζει και το χρήμα…, ιδίως αν χρωστά άφθονες δεκάδες χιλιάδες ευρώπουλα σε τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, δημόσιο κοκ… Αφήστε που από τα 4 σπίτια που χει στην Αγία Παρασκευή και στο Μαρούσι τα 2 παραμένουν χωρίς νοικιάρη εδώ και 4 χρόνια… Και ο ΕΜΦΙΑ τρέχει…  Κι η κυρά Θεανώ – η γυναίκα του – τον τρέχει…

«Δοκίμασε τα πρώτα, ρε συ Κλεομένη, κι ύστερα τα βρίσκουμε»

Και καπάκι

«Δες πρώτα απ’ όλα αν σου κάνουν!»

«Ναι, ναι, έχεις δίκιο»

Απάντησε, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. Κι αφού άφησε το πιτόγυρο στο πιατάκι και το αριστερό δερμάτινο μοκασίνι δίπλα από το πιτόγυρο, έσκυψε για να βγάλει το αριστερό του παπούτσι     

Οι συνεχόμενες, όμως, κι αγωνιώδεις προσπάθειες του Κλεομένη να βγάλει το αριστερό παπούτσι  στο αριστερό του πόδι αποτυχαίνουν διαρκώς

Η αυτοκρατορική του κοιλιά φαντάζει ανυπέρβλητο εμπόδιο…

Ο Μένης, λαχανιασμένος – αλλά κι απεγνωσμένος – από την υπερπροσπάθεια –  απευθύνεται στον Εμμανουήλ:

«Ρε συ Πάνο γίγαντα, δε βοηθάς λίγο την κατάσταση;»

Δίχως δεύτερη – ούτε καν πρώτη –  κουβέντα ο υπάκουος Εμμανουήλ σηκώνεται από την καρέκλα και γονατίζει μπροστά από το Κλεομένη

Ύστερα, πιάνει το αριστερό πόδι του Κλεομένη κι αρχίζει να ξεδένει τα κορδόνια του παπουτσιού του

Σπεύδω να βοηθήσω κι εγώ – κι όχι για να με κεράσει μετά ο Κλεομένης τσίπουρα…

[Α, όλα κι όλα…

Εντάξει…, γι’ αυτό το ’κανα…]

Αρχίζουμε, λοιπόν, να τραβάμε το παπούτσι

Ο Κλεομένης βοηθάει κι αυτός, μασουλώντας ευτυχισμένος το δεξιό πιτόγυρο

Αλλά το ρημάδι το παπούτσι δεν βγαίνει εύκολα  

Μπρος – πίσω, μπρος πίσω…, αλλά κανένα αποτέλεσμα

Ύστερα, ο Εμμανουήλ κάνει μια δυναμική ενέργεια και καταφέρνει να βγάλει το παπούτσι!

Μα το τίμημα είναι μεγάλο, γιατί ο Εμμανουήλ, καταφέρνοντας να βγάλει το αριστερό παπούτσι του Κλεομένη, χάνει την ισορροπία του και πέφτει προς τα πίσω, συμπαρασέρνοντας στην πτώση του κι εμένα

Εν μέσω γέλιων, προσπαθούμε να σηκωθούμε από το πάτωμα του καφενείου

Αλλά ο μισοσηκωμένος Πάνος χάνει την ξανά την ισορροπία του ξαναπέφτει προς τα εμπρός – αυτή τη φορά –  και προσγειώνεται στην μαλακή κοιλιά του Κλεομένη

Ύστερα, αμέσως μετά δηλαδή, μπουρδουκλώνομαι κι εγώ κι πέφτω πάνω στον, ήδη ξαπλωμένο, Εμμανουήλ… Από πίσω του…

Η πανωλεθρία συνεχίζεται όταν το πιτόγυρο γλιστρά από το δεξί χέρι του Κλεομένη και χύνεται στη μούρη μου

Αλλά υπάρχει και συνέχεια:

Η πόρτα ανοίγει κι ακούγεται μια γνώριμη γυναικεία φωνή:

«Γουάουου…, τι ενδιαφέρον σύμπλεγμα!»

Κοιτώ, έτσι μπρούμυτα όπως είμαι και με τα γεμάτα με τζατζίκι μάτια μου, το Κλεομένη να λέει, κοιτώντας προς την πόρτα

«Χρύσα μου, τι ευχάριστη έκπληξη!»

Σηκωνόμαστε, εγώ κι ο Εμμανουήλ, άρον – άρον, και γυρνάμε και μεις το βλέμμα μας προς την πόρτα

Ναι, στην πόρτα στέκονται η Χρύσα και Ρούλα και μας κοιτάνε

Η Ρούλα κοιτάει τον Παναγιώτη συνοφρυωμένη

Κι η Χρύσα κοιτάει εμένα, μειδιώντας πονηρά

Ύστερα, κι αφού τραβάει μια αισθησιακή τζούρα από το τσιγάρο της, συμπληρώνει, κοιτώντας με:

«Δεν ήξερα ότι όταν δεν έχει μπάλα ή όταν δεν πίνετε τσίπουρα, κάνετε τρελίτσες μεταξύ σας…, πονηρά αγόρια!»

Εξοργισμένος από την αδικία και την συκοφαντία, αποφάσισα να περάσω στην αντεπίθεση…, αλλά το αισχρό γύναιο με πρόλαβε ξανά:

«Αυτό το άσπρο πράγμα που έχεις στο πρόσωπό σου, Μανόλη μου, τι είναι;»

Με ρώτησε, με πολύ λάγνα φωνή, κι ύστερα με πλησίασε, λικνιζόμενη

Αφού πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής, απλώνει το αριστερό της χέρι προς το πρόσωπο μου και με το μεσαίο δάκτυλο της αφαιρεί από το μάγουλο μου μια όχι ασήμαντη ποσότητα τζατζικιού…

Και μετά βάζει το δάκτυλο στο στόμα της κι αρχίζει να το πιπιλάει, μισοκλείνοντας τα μάτια και αναστενάζοντας βαθιά

Αφού η δοκιμή του τζατζικιού ολοκληρώθηκε, η απογοητευμένη Χρυσαφένια με κοίταξε λάγνα και μου είπε, με αργή, σιγανή κι αισθησιακή φωνή

«Κρίμα…, είναι τζατζίκι…»

Μετά ακούγεται η φωνή της Ρούλας:

«Να δοκιμάσω κι εγώ, μωρό μου;»

Η Χρυσαφένια ικανοποιεί άμεσα την επιθυμία της αγαπημένης της:

Ξαναπλώνει το  χέρι της στο πρόσωπο μου κι αφαιρεί από το μάγουλο μου μια  ακόμη ποσότητα τζατζικιού…

Και μετά βάζει το δάκτυλο της στο στόμα της Ρούλας, η οποία επίσης  αρχίζει να το πιπιλάει, μισοκλείνοντας τα μάτια και αναστενάζοντας βαθιά

Σαστισμένος, γυρνάω το βλέμμα μου στα άλλα πρόσωπα του δράματος

 Όλα τα λεφτά, η έκφραση του προσώπου του Κλεομένη:

Στόμα ορθάνοιχτο, μάτια γουρλωμένα, μάγουλα κοκκινισμένα

Ο Πάνος κοιτάει σαν χάνος, ο Λουκάς απουσιάζει, ο Μπάρμπα – Μίμης έχει λιποθυμήσει, κι ο Γιάννης ο Σιώκος έχει μείνει με το δεξί δερμάτινο παπούτσι στο χέρι

Αλλά η πανωλεθρία είχε κι άλλη συνέχεια:

Η αδίστακτη Χρύσα με πλησιάζει ακόμη περισσότερο και μου ψιθυρίζει στο αυτί:      

«Εμείς πάμε τώρα… Ένα γεια περάσαμε να πούμε…»

Μετά κάνει μεταβολή και κατευθύνεται προς την πόρτα όπου την περίμενε η φιλενάδα της

Αλλά είχε ακόμα μια μαχαιριά να δώσει  

Ξαναγυρνάει προς το μέρος μου και με σιγανή κι αισθησιακή φωνή συμπληρώνει:

«Όπως βλέπετε άλλωστε, συνοδευόμαστε»

Κι έδειξε προς την πόρτα

Ακολουθώντας το δεξί της χέρι, ανασηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και κοίταξα προς τα έξω…

Και είδα δύο νάνους να τουρτουρίζουν στο πεζοδρόμιο, ακριβώς έξω από την είσοδο του καφενείου

«Α – μαν, …, α – μαν, α – μαν»

 Ακούστηκε μια φωνή απ’ το πατάρι του καφενείου

Οι γυναίκες αποχωρούν από την σκηνή, παίρνουν αγκαζέ τους νάνους και κατηφορίζουν – προφανώς – προς το ρεντ φλαγκ…

Σαστισμένος γυρνάω προς την μπάρα

Ο καφετζής πλένει κάτι ποτήρια, σφυρίζοντας αδιάφορα

Ύστερα γυρνάω να δω τους υπόλοιπους

Ο Εμμανουήλ καταπίνει, μονοκοπανιά, ένα νεροπότηρο τσίπουρο… Ο Σιώκος περιεργάζεται, δήθεν αδιάφορα, το δεξιό δερμάτινο μοκασίνι… κι ο Κλεομένης περιεργάζεται το αριστερό…

Ύστερα , ακούστηκε η φωνή του Σιώκου

«Με τα παπούτσια, τι θα γίνει;»

Δεν άντεξα. Γύρισα οργισμένος προς τον Σιώκο και του απάντησα:

«Δε μας χέζεις, ρε μπάρμπα – Γιάννη με τα παπούτσια σου κι εσύ! Δε μας χέζεις!»

 Κι ύστερα πήγα στην τουαλέτα για να ξεπλύνω τα τζατζίκια από το πρόσωπο

Αλλά και την ντροπή μου