25. - Η γυναίκα, η μάσκα και, ο θάνατος.

Νιώθει την ακινησία της, ενώ, δεν είναι δεμένη. Ο ύπνος, ακάλεστος, σε ένα κάποτε της ιδίας νυκτός, ευελπιστεί πως θα έλθει.

-Θέλω να σε κατέχω, όπως κι ο Έρωτας τα σώματα, για πάντα. Περίεργος ύπνος, ζηλόφθονος, ανταγωνιστικός.

Κατόπιν φιλί. Κι άλλο φιλί.

Κι άλλα φιλιά από μικροσκοπικά στόματα.

Δεν φορά, παρά, τα μαλλιά της. Στα εντόσθια της, τρισεκατομμύρια βακτήρια, περιμένουν την νύκτα της Βαλπουργίας. Το διοξείδιο του άνθρακα, θα οργανώσει μία σώρευση περί την εορτή. Θα επιμεληθεί όργιο φαγοποσίας.

Ένα φόρεμα από λιλά βαμβακερό, κοιμάται στην πολυθρόνα σαν σε ανοικτό τάφο. Δεν ανασταίνεται απ τα λευκά της χέρια.

Τα ένζυμα του παγκρέατος εκκινούν, όλο χάρη και χαρά, την αγενή αφομοίωση της εδώδιμης.

-Που είσαι κ. Έρωτα;.

Βλέπει το καπέλο της. λιλιπούτεια άνθιση, ένας ανάποδος κάλυκας μενεξέ. Το ρολόι, στρογγυλό σκαθάρι. Ο καθρέφτης μικροσκοπικό παιδικό παιγχνίδι. Ο λαγός, μεγάλος σαν άνθρωπος, υποκλίνεται, πετώντας το ημίψηλο του στον αέρα.

-Η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων, αυτό είμαι, λέει το βιβλίο στο κομοδίνο του μυαλού της. Αυτοάνοσο είναι, στο σώμα της τυπικής λογικής.

Καδαβερίνη και πουτρεσκίνη απελευθερώνουν μοχθηρά αρώματα - Φωνάζει την μυροφόρα elixir, αλλά δεν ακούγεται.

Τα ξύλινα έπιπλα, δεν ξέρουν να κλαίνε. Μόνο, οι φωτογραφίες δακρύζουν πίσω από τους οφθαλμούς, ελέω παραφυσικής και παραλόγου.

Τα φορέματα, ολοφύρονται κλειδωμένα, όρθια στο μελλοντικό νεκροταφείο τους, τιμωρημένα για ματαιοδοξία και εισπραττόμενα χάδια.

Τα βαριά αιμοσφαίρια, βἀφουν το χρώμα της σάρκας μωβ, όπου αναπαύονται τα μέλη. Μωβ, διάσπαρτο σαν λουλουδόκηπος στο δέρμα. Αυτό το μωβ που, επιλέγει και της ταιριάζει.

Μόνο, την μάσκα από κερί δεινοπαθεί να αφομοιώσει η σήψη. Μπαινοβγαίνει από τα μάτια, το στόμα, τα ρουθούνια. Επιμένει. Ο αδικόκηρος, προβαίνει με τραγικές, απέλπιδες προσπάθειες, και, ο πτωματόκηρος, αμφισβητεί τις καταστρεπτικές επιρροές του.

Η μάσκα ευλογεί την σύσταση της. Δεν θα πεθάνει ποτέ. Εκτός, κι αν την ποθήσει φωτιά από έρωτα ή τσιγάρο. Καπνίζει το στόμα. Η μάσκα ευλογεί το πεπρωμένο της.

-Δεν είναι άνθρωπος.

 

Β.

Αυτή η πρόβα, είναι προσομοιωτής θανάτου.

Η μάσκα γελἀ. Βγάζει μία ροζ υποθετική γλωσσούλα, αλλά, ως πάντα νιώθει μοναξιά, αναζητώντας, πάλλον, το πρόσωπο οπίσω.

Τα φιλιά από μικροσκοπικά στόματα, γίνονται δαγκώματα. Νόστιμη, η βρώση και πόση της.

Τα παπούτσια, υπό στατική φυγή, το ένα ανάποδα, το άλλο στο δρόμο. Το έριξε ο εραστής απ το παράθυρο, μην και του φύγει. Ξέρει, πως, και ξυπόλητη αποδρά, πατώντας καρφιά και σκουπίδια. Ο στηθόδεσμος στο πάτωμα, απαρηγόρητος, που τον πέταξε η σάρκα. Λέει, πως είναι ψυχη-πεταλούδα, πλην νυκεδαίμων όσο, δεν κρατά στις χούφτες του ωραία, μεγάλα βυζιά.

Η θερμοκρασία που επικρατεί, είναι 1,5 βαθμοί Κελσίου. Ποια φλόγα αναπτήρα να ανάψει τα κεριά της;. Εκατομμύρια  σκουλήκια, ευτυχισμένα, την απαλλοτριώνουν από μέσα προς τα έξω. 

O Θάνατος, λείχει τον εγκρεμνό-στόμα του. Ο Έρωτας, προβληματίζεται με το άνοιγμα των φτερών του. Τα αυταπόδεικτα, γελούν με αυταπάτες και άγνοιες, την τάση να τα αμφισβητούν. Ο χρόνος-άχρονος γελά. Οι εποχές γελούν. Ο Θεός γελά, του πέφτουν λάμποντα δόντια. Οι αναγνώστες, γελούν, με επιφύλαξη.

Και όλοι, θα ζούνε καλά. Και υμείς, καλύτερα!(;).