1.– Cecropiα

Α.

-Μελισσούλα.

Έτσι, λ έ ε ι, την έχω ντύσει.

Εγώ, με ένα λουλουδάτο φόρεμα και κόκκινες γόβες. Τόσο νέα και θελκτική. Στα χέρια μου κρατώ σερπαντίνες. Τα χείλη μου, τριανταφυλλί, αλλά τρέμουν.

-Είδε κανείς το μελισσάκι μου;.

 

Με κοιτούν με σκοτεινά, λοξά μάτια σε λευκές μάσκες που δεν απαντούν. Η μάγισσα, φορά μαύρα μεταξωτά και, το κωνικό καπέλο της φτάνει ψηλά, γέρνει σαν φουγάρο. O καπνός του είναι μαβής. Η σκούπα της, από ροζ, μαραμένα φτερά. παράξενη σκούπα, με ράμφος.

-Είδε κανείς το μελισσάκι μου;.

Συζητούν χαμηλόφωνα και με δείχνουν. Έχουν γαντοφορεμένα χέρια, που φέρνουν στο στόμα για να σκεπάσουν τα λόγια, παρόλο που μιλούν ψιθυριστά.

 

Ο χώρος υπαίθριος, με μία φωταγωγημένη ακρόπολη-παλάτι στο κέντρο. Στο βάθος, διακρίνεται ένα πυκνό, μαύρο δάσος, με τα δένδρα του συμπλεγμένα στον μοναδικό, γιγάντιο κορμό. Ο ουρανός υπεράνω, σε μπλε γιορτινό. νηφάλιος πατέρας εναγκαλίζεται την παράσταση. Η σελήνη χλωμή, εξορισμένο πρόσωπο φαλακρής γυναίκας-μητέρας, κοιτάζει. Όλα από χαρτί.

Η ψυχή μου στα δόντια.

-Ήταν τεσσάρων χρονών.

-Κανείς δεν την είδε;.

 

Ένας δράκος πλησιάζει. Κάτω από την μάσκα γελάει. Έχει στόμα κροκόδειλου.

 

Ξυπνώ, και διαπιστώνω πως, ναι, ε ί ν α ι  όνειρο.

Όμως ο τρόμος μου, συνεχίζει ανυποχώρητος. Μου συμβαίνει να βγαίνω από τον ύπνο, και, να επινοώ την συνέχεια.

 

-Η κόρη μου είναι τριάντα χρονών, εργάζεται, έχει δικά της παιδιά και σύζυγο.

Στο τηλέφωνο, σχηματίζω τον αριθμό της.

-Ο αριθμός αυτός δεν ανήκει σε συνδρομητή.

-Ο αριθμός αυτός δεν ανήκει σε συνδρομητή.

 

Ο αριθμός, φίδι κουλουριάζεται στην σκέψη μου. Η καρδιά, είναι μία άλλη φωλιά που, το εσωτερικό της φοβάται.

-ο αριθμός αυτός δεν ανήκει σε συνδρομητή.

 

Με δαγκώνω.

 

Β.

Κατευθύνομαι στο παράθυρο. Έχει κάγκελα. έρκος οδόντων. Είμαι πίσω και, μέσα στο στόμα.

Κοιτάζω, το φυλακισμένο έξωθεν, άγνωστο.

Μία μεγάλη αυλή, με έναν μικρό κήπο στο βάθος. Τα κατάλοιπα μίας πρόσφατης γιορτής, διάσπαρτα στα μαυρόασπρα πλακάκια που θυμίζουν σκάκι. Οι σερπαντίνες έχουν φιδίσια δοντάκια. Ο κατακαθισμένος χαρτοπόλεμος, συμπαγής βροχή ή, δάκρυα από πολύχρωμα μάτια που στρέφονται προς το παράθυρο.

 

Αίφνης, να, το πρώτο πιόνι. Η πράσινη βασίλισσα, με ρόμπα και φακιόλι σκουπίζει με το σάρωθρο της μάγισσας. Η άλλη, η άσπρη βασίλισσα, με δίκοχο καπελάκι και γαλάζια στολή, κάτι λέει για την μαρκησία των αγγέλων.

Εγώ, η μαύρη βασίλισσα, αιχμάλωτη στον Πύργο μου.

-Η ζωή μου, με ταξειδεύει στην «Σικελική άμυνα».

 

Είμαι υπάλληλος του Υπουργείου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος. Παντρεμένη με αρχιτέκτονα. Έχουμε μία μικρή κόρη, ένα λυκόσκυλο, και μία χελώνα για το παιδί που την φωνάζουμε Amor. Το σπίτι, βλέπει σε ένα καπελάδικο του παλαιού καιρού, και, σε ένα εργαστήριο ταριχεύσεων, με το μεγάλο, μπλε κοράκι του Πόε στην βιτρίνα, να λιμπίζεται όρθια πτώματα στον αέρα. Αριστερά, δεσπόζει η Εκκλησία από κόκκινο τούβλο. Οι καμπάνες της, είναι τύμπανα ή τραγούδια χάλκινων στομάτων που τρώνε τους πιστούς.

Κάνω πίσω. Αυτό το δωμάτιο, σχεδόν γυμνό, δεν είναι η κρεβατοκάμαρα μου.

Στον τοίχο, κρεμασμένη η φωτογραφία του γάμου μου;.. όχι. Είναι, η χάρτινη εικόνα της Παρθένου με τον Αρχάγγελο να της προσφέρει τον άμωμο κρίνο. 

 

Πηγαίνω στην πόρτα. Είναι κλειδωμένη. Θυμάμαι, τον εφευρέτη που, διαφήμιζε ένα κλειδί για ό,τι είναι κλειδωμένο. Τα χέρια του, ήσαν κέρινες δαγκάνες.

-Ψάχνω για το κλειδί.

-Δεν το βρίσκω.

 

-Εξαπολύστε φάρμακα για τον ιό του φόβου. Εξαπολύστε φάρμακα, για την αρρώστεια της προσμονής - ευτυχίας που δεν υπάρχει.

 

Είμαι φυλακισμένη για το κανένα άγος μου.

-Έγκλημα είναι το κανένα έγκλημα, λέει η φωνή, και, ο αρχάγγελος κατεβαίνει από την εικόνα δίνοντάς μου το κλειδί.

Δεν είναι κλειδί, είναι κρίνος. Πάνω στον κρίνο μία κίτρινη μέλισσα.

-Μήπως είδατε το μελισσάκι μου;

Κάποιοι δηλώνουν πως, είναι ξυράφι παλαιού κουρείου από έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, - αλλά, και για άλλες κοπές. Τα ξυράφια, λέγεται, πως ερωτεύονται το δέρμα.

Ο λαιμός μου φοβάται τους Λαιστρυγόνες έρωτες.

Γ.

Φορώ, μακρύ νυχτικό με ξεθωριασμένα ανθάκια. Τα πέταλα μυρίζουν άπλυτο σώμα.

Καθρέφτης πουθενά. Χαιδεύω το κεφάλι μου. Που είναι τα κόκκινα, μακριά μαλλιά μου;. Σχεδίαζα, να τα δωρίσω στον σύλλογο καρκινοπαθών γυναικών – ζητούσαν φυσικές τούφες για περούκες.

Είμαι ξυπόλυτη. Ένα ζευγάρι πάνινες παντόφλες, βαλμένες δίπλα δίπλα, σαν μουσούδες μικρών ζώων που φόβος τα ενώνει, δεν περπατούν προς τα γυμνά μου πόδια. Εκείνα πάλι, δεν κινούνται προς αυτές. Κοιτάζονται, σαν από απέναντι όχθες. Το ποτάμι των καταθλίψεων, ανάμεσα.

 

Στην πολυθρόνα, εξουθενωμένη, η στολή του ντόμινο - επιτομή ενδυματολογικής αθλιότητας - και το χάρτινο καπέλο με τα κόκκινα, μαδημένα φτερά. Η μάσκα από μαύρο βινύλιο, με μύτη καμπουρωτή και μακριά, ως να θέλει να ακουμπήσει μοχθηρά το στήθος, γελά παιχνιδιάρικα και, σαλεύει σαν ράμφος.

–Δεν ἐχεις πρόσωπο, φόρεσέ με.

 

Η ξεθωριασμένη φωτογραφία, ενός μικρού κοριτσιού με ξανθά μαλλιά, καθηλωμένη στον χρόνο, με κοιτά. Δείχνει το παιδάκι ντυμένο μέλισσα. Τα μάτια του είναι χρυσοπράσινα κι αναβοσβήνουν σαν λαμπάκια.

Γελάω στο παιδί. θέλω να το ζωντανέψω. Ή, να φιλήσω τα γυάλινα μάγουλα του.

-Άχ, η μελισσούλα μου, ας ήταν δυνατόν, να ζήσει πάνω από τα 15.000 εκατομμύρια χρόνια, όπως όλες οι όμοιες της.

Πρέπει να ανασύρω ή να επινοήσω ανάμνηση. Όμως, οι μάνες-μέλισσες δεν έχουν μνήμη, ούτε νοητικές ικανότητες. Αδιάλειπτα γεννούν και, ξεχνούν τα άπειρα παιδιά τους. Είναι αμαζόνες αναπαραγωγής. χωρίς μετέπειτα μητρικά αισθήματα αναγνώρισης και λοιπών υποχρεώσεων.

 

Τεντώνω το κεντρί μου προς το κανένα λουλούδι ή, προς εκείνο της φαντασίας. Το άνθος δεν φοβάται την εισβολή. Τι να φοβηθεί, αυτό που δεν υπάρχει;.

Εγώ όμως υπάρχω, και, φοβάμαι μία άλλη, ύπουλη εισβολή εκ τον έσω. Το δικό μου κεντρί.

 

-Υπήρξε;

Το λουλούδι – παιδί υπήρξε, και απήχθηκε από τις μέλισσες, είπε η μάσκα.. τώρα κατασκευάζει πικρό μέλι.

 

-Μήπως είδε κανείς το μελισσάκι μου;

-Ναι.

-Ναι;.

Δ.

Αφουγκράζομαι.

Πίσω από την πόρτα, ο ανώνυμος θόρυβος θριαμβεύει. Στην αρχή ανεπαίσθητος, σαν μουρμουρητό Βουδιστικού εκκλησιάσματος μμμμ…  βαθμιαία δυναμώνει. Δεν ακούω, παρά, ένα συνεχές, νευρικό και απαιτητικό βουητό, εκκωφαντικό όσο εξελίσσεται. Κλείνω τα αυτιά μου.

Στο μυαλό μου, χιλιάδες μέλισσες γιορτάζουνε το carnevale.

-Κρέας περνάει, κρέας περνάει, κρέας περνάει.

 

Αγκαλιάζω το σώμα μου. Φέρνω τα γόνατα στο στήθος. Καθιστή στο πάτωμα, κινούμαι εμπρός πίσω. Είμαι, το εκκρεμές ενός αυτόβουλου φόβου. Το εκκρεμές είναι μία μικρή κυψέλη.

 

Από την χαραμάδα εισχωρεί η πρώτη. Είναι υπερμεγέθης και κινεί ανήσυχα τις κεραίες της. Μυρίζεται γύρη. ή αίμα;.

Οι επόμενες, οι πολλές επόμενες, εισβάλλουν από τα πλάγια, το ανώφλι και την κλειδαρότρυπα.

-Μήπως είδατε το μελισσάκι μου;.

 

Δεν απαντούν. Αλλά έρχονται, όλο έρχονται, μόνο έρχονται. Δεν θα φτάσουν Π ο τ έ;.

Θα φτάσουν και, θα καλύψουν τους τοίχους, τα έπιπλα, εμένα..

Το άνθος του Τίποτα, ευωδιά και οργιάζει. Το σώμα μυρίζει φόβο.

Μέλι του τίποτα, κατά του φόβου, παραισθησιογόνο.

Φοβάμαι την Πραγματικότητα. Και, την ζωή εκτός ύπνου.

 

Οι μέλισσες ανεβαίνουν στο σώμα μου. Προς ώρας, είναι ευγενικές.

 

Όταν θα εισβάλλουν στο στόμα, τα μάτια, τα αυτιά, τα ρουθούνια, τον πρωκτό, το αιδοίο μου, εγώ, θα τις καλοπιάσω.

Σκοπός μου, είναι να μπούνε στην μήτρα μου.

Για να κυοφορήσω Ε κ ε ί ν ο, και πάλι. Χωρίς αρσενική συνέργια.