20.- Η έγκλειστη

Ζούνε στο βουνό. Η θάλασσα φαίνεται κοντινή, αλλά χαμηλότερα - καθρέφτης που καλλωπίζεται το ουράνιο. Το σπίτι μοναχικό, χωρίς γείτονες. Το κατοικεί ένα περίεργο αντρόγυνο, που δεν μιλά με λόγια, παρά, με νοήματα και επιφωνήματα. Κώδικες δικοί τους.

Στον στάβλο, συνυπάρχουν ένας ημίονος λευκός και ένα κανελί άλογο. Στην αυλή, πουλερικά και γάτες. Η γυναίκα, όταν βραδιάζει, κεντά πίσω από το παράθυρο. Ο άντρας καπνίζει στην βεράντα. Το αιώνιο φεγγάρι, τους κοιτά κατηφές – όπως πάντα ανεξιχνίαστο.

Σαν να κρύβει κάποιο μυστικό η ανέκφραστη ζωή τους.

Δεν πηγαίνουν πουθενά. Ούτε στην εκκλησία. Οι συντοπίτες, τους βλέπουν με κακό μάτι, όταν τύχει και  κατέβουν στην πολίχνη για προμήθειες και συναλλαγές. Τα πρόσωπά τους, δείχνουν μισανθρωπία και φόβο για επαφή.

Κάποτε, λέγεται, πως είχαν μία μικρή κόρη. Κανείς δεν έχει δει το κορίτσι να μεγαλώνει. Μόνο παλιά που, είχε επισκεφτεί πλανόδιο τσίρκο τον τόπο, και το παιδί, πασίχαρο, είχε με τους γονείς πάει στην παράσταση. Όμως, δεν είναι και σίγουροι για την ύπαρξή του. Θα είναι, αν υπάρχει, μεγάλη κοπέλα πια.

Η γυναίκα, έχει μία μεγαλύτερη αδελφή σε γειτονικό χωριό, που για χρόνους δεν μιλάνε. Αυτή ήταν που τους κατέδωσε τότε.

Λέει, πως τότε, είχαν φυλακίσει το παιδί στο υπόγειο από τα δέκα τρία του. Πως τάχα, ανακάλυψαν την έφηβη να συνουσιάζεται με τον ημίονο. Πως την θεώρησαν αμαρτωλή, μαγαρισμένη, τέκνο διαβόλου. Πως, είχαν επιχειρήσει να την σκοτώσουν, αλλά, δεν άντεξαν να το πράξουν ως το τέλος.

Οι αρχές, δεν εξακριβώνουν κάτι. Ούτε οι κοινωνικοί λειτουργοί.

Όμως, οι κάτοικοι της πολίχνης, λένε πως, βλέπουν τις νύχτες μία αλαφροΐσκιωτη σερπετή, να μπαίνει στις αυλές τους και να κοιτά απ τα παράθυρα. Κάποιος μάλιστα, δηλώνει πως, μία κοπέλα τον ακολούθησε ξημέρωμα, όπως γύριζε από την νυχτερινή του εργασία, ντυμένη με κουρέλια και μαλλιά ως την γη, και, πως του φώναξε να μην γυρίσει να κοιτάξει, γιατί είχε την δύναμη να του κλέψει την φωνή και να τον μαρμαρώσει.

 

Μία νέα γυναίκα, ζει σε καλύβα με την κατσίκα της, ώρες δρόμο από την κατοικημένη περιοχή. Κλειδώνεται, ακόμα και, όταν η μάνα της φέρνει φαγώσιμα στην πόρτα. Αδελφές της είναι οι αλεπούδες, και οι μέλισσες. Πλένεται με πηγαδίσιο νερό. Γνωρίζει την μιλιά των πουλιών, των δένδρων και των αγριμιών. Κάποτε, γέννησε μόνη της ένα παράξενο μωρό - μισό άνθρωπο, μισό γάιδαρο. Το μωρό πέθανε σε τρεις ημέρες και, το έθαψε στην ρίζα μίας άγριας δαμασκηνιάς. Επισκέπτεται τον τάφο κάθε ημέρα και, του τραγουδά. Πιστεύει πως, με την επιφοίτησή της από προστάτη εωσφόρο, θα πει κάποτε τα πρέποντα μαγικά λόγια, ώστε να ζωντανέψει το νεκρό.

Τα ξωτικά, της συμπαρίστανται και, πιστεύουν στο θαύμα.