Το στόμα

 Βράδυ στο λεωφορείο για Πάτρα. Ανάβω το φως

για να διαβάσω. Ένα στόμα:

 -Στο Υγεία…αναίμακτη χειρουργική…και λες… πριν χρόνια δεν θα το       

  πιστέψετε…αυτό αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας…

   που στραφτάλιζε πάνω στην πέτρα .Δεν είχε δύσει ο ήλιος και το είδε

   ένας και βγήκαν όλοι στα παράθυρα .Δεν το πιστεύετε ε;…πήρα τη

   μηχανή και το φωτογράφισα και θέλετε να σας πω τι βγήκε; Το φιλμ

   ήταν καμένο…

Ούτε δυο λέξεις απ’ ότι διαβάζω δεν φτάνουν στο μυαλό μου. Ανάμεσά τους έχουν χυθεί τα νερά των λέξεών της.

-εγώ πιστεύω…γυρίζει γυρίζει, γύρω γύρω,…αυτό ήταν πολύ

 χαμηλά σας λέω την άλλη μέρα το έγραψε η εφημερίδα…το έχω δει

 Ναι εγώ ναι ναι… όχι πανικός!! Κάτι λάμψεις και το αυτοκίνητο        ακινητοποιήθηκε...λέκτορας μα εγώ πιστεύω, πιστεύω βαθειά… συνέδριο….. η ύπαρξη ζωής…πήγε στο Γαλαξίδι …δηλαδή η φυσική θεωρεία…

Ένας ακατάσχετος οχετός κυλούν οι λέξεις από το στόμα.

 …Στις παρυφές του ηλιακού συστήματος…οι εκλείψεις…δε με πειράζει  να ταξιδεύω ανάποδα.

Σε αδιάκοπη ροή τα νερά  κυλούν από  το στόμα, έχουν γλιστρήσει  παντού. Στην αρχή τα ένοιωσα κάτω στα παπούτσια μου. Σιγά σιγά άρχισαν ν’ ανεβαίνουν ως τον αστράγαλο. Aνάμεσα   σ’ όλα τα καθίσματα, σ’ όλο το λεωφορείο.

 …Και είσαστε σ’αυτή την ηλικία;…τι; τον έχετε τώρα σπίτι; α..α..α

 ε… να φτάσετε στα χρόνια του… στη Γαλλία τελείωσε; α α…

 ναι …έπιασε τα μόρια και πέρασε… ε αφού του αρέσει! Πως;

 Μαρία. Μαρία Παπαδοπούλου…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το στόμα έχει σκύψει μπροστά και μονοπωλεί το ηλικιωμένο ζευγάρι που μου πήρε τη θέση και εγώ υποχώρησα. Τα νερά τους έφτασαν στη μέση.

Κι αυτό δεν σταματά να τρέχει. Όλα εδώ πληρώνονται!

 Είχαν έρθει στο Πανεπιστήμιο …μια ομιλία…γιατί;  έρχεται  από

  παντού αέρας...

Έχουν θαμπώσει τα μάτια μου, δεν αναγνωρίζω τις λέξεις, ιδρώνω, υποφέρω, θέλω να συγκεντρωθώ. Τρέμω. Φοβάμαι.

 Τα νερά όλο ανεβαίνουν.

 …δεν ήταν ισχυροί οι δεσμοί της οικογένειας…μπορεί ,μπορεί…

 Ξέρεται… ήθελε να σχολιάζει την πεθερά της…, τις άλλες νύφες…

  … σα να ήταν βαλιτσάκι… την καημένη…

 Οι λέξεις μου τρυπούν το κρανίο σαν καρφιά μία μία...

 …η αλήθεια είναι πως ήταν χήρα από πολύ νέα…

Μια ώρα διαβάζω  τις ίδιες τρεις  γραμμές με το βιβλίο ανοιχτό. Τα γράμματα όλο αλλάζουν θέση. Κυνηγιούνται και σπρώχνονται. Σαν άτακτα παιδιά σε τάξη χωρίς δάσκαλο. Βρήκαν την ευκαιρία κι  αυτά και κάνουν ότι θέλουν. Θα προσπαθήσω να τ’ αποστηθίσω μήπως ηρεμήσουν και κάτσουν ακίνητα. Όμως τα νερά όλο και ανεβαίνουν. Κουράστηκα να κρατώ το βιβλίο στον αέρα για να μη βραχεί.

…οι καλύτεροι  άνθρωποι…από εκεί προέρχονται… …αχ κύριέ μου δεν ξέρεται…

Θέλω να διαβάσω δυνατά. Θέλω, επιθυμώ, διακατέχομαι, με κυριεύει η  άμεση  κατεπείγουσα  ανάγκη  να ακούσω τη δική μου φωνή, να φτάνει στ’ αυτιά μου.

Μια τρελή υποψία μ’ έχει καταλάβει. Έχω ακόμα φωνή;

 …ντε και καλά όλοι παντρεύονται… αν δε θέλεις να κάνεις

 παιδί …ναι διδάσκω…Πανεπιστήμιο…

Οι λέξεις του βιβλίου μου ξεθάρρεψαν.

 

 

 

 

 

 

 

 Έβαλαν σε τάξη τα γράμματα αφού τα απείλησαν κι αυτά υπάκουσαν γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι χωρίς τις λέξεις δεν είναι τίποτε. Κατάλαβαν  ότι έχω χάσει τον έλεγχο της κατά-  στασης και άρχισαν να παίζουν κι αυτές, να τρέχουν δίπλα δίπλα παράλληλα νοήματα, παράλληλα ποδήλατα, με τις λέξεις που έτρεχαν από το στόμα. Θέλω να αρπάξω το στόμα να το πνίξω στα νερά του. Κι αν ορμίσουν οι άλλοι να το πάρουν απ’ τα χέρια μου;

Τους αρέσει να πλατσουρίζουν στα νερά του;

Δεν βλέπουν πως θα πνιγούν;

 ήταν περίεργος … παράξενος σα γέρος…ευγενικός όπως

 στη φωτογραφία του…μοντελάκι…μοντελάκι…φτου! φτου!…

Τότε η φωνή μου ξεπήδησε με τόση δύναμη από μέσα μου που τρόμαξα! Φοβήθηκα που την άκουσα γιατί νόμισα πως δεν είναι η δική μου αλλά αυτή του στόματος. Μου έχει μαγέψει τη φωνή μου ; Όμως συνεχίζω, συνεχίζω. Όλοι με κοιτάζουν και εγώ επιτέλους διαβάζω. Διαβάζω  δυνατά, δυνατά σαν κλάμα μωρού που έχει κρατηθεί για  πολύ, την παράγραφο που τόσες ώρες έχω αποστηθίσει, έχω τρελαθεί ν’ αλλάζω τις λέξεις, για να τις καταλάβω.

Τα μάτια μου στέλνουν τα μηνύματα των λέξεων στο μυαλό μου κι η καρδιά μου κι η ανάσα μου ξαναβρίσκουν το  ρυθμό τους. Η τάξη επανέρχεται .Τα νερά σταμάτησαν να τρέχουν, τραβήχτηκαν, σιγά σιγά. Το στόμα είχε βουλιάξει απ’ την τρομάρα του μόλις άκουσε τη φωνή μου, στα νερά του.

Γλίστρησε, έτσι όπως ήταν κλειστό, μαζί μ’ αυτά έξω από την πόρτα του λεωφορείου έξω στο δρόμο. Φτηνά τη γλιτώσαμε.

Θα μπορούσαμε να είχαμε όλοι πνίγει από στόμα

Πανεπιστημιακό.