Μεταμεσονύχτιες Ειδήσεις

Με ποδήλατο εναντίον της τεράστιας μπάλας του φεγγαριού. Αιχμηρό Καλοκαίρι κι ο άνθρωπος δεν είναι μόνος του μια σκάλα. Ο άνθρωπος δεν διαλέγεται με τον εαυτό του, δεν γοητεύεται από την ίδια του τη φωνή, δεν ερωτεύεται το ίδιο του το πρόσωπο. Δεν υπάρχει καν μοναχός του. Δεν τηλεφωνεί στον εαυτό του. Κάποιος άλλος είναι στην άλλη άκρη της γραμμής. Μια άλλη γνώμη, άλλη δόξα. Ένας άλλος. Με μια άλλη κάποτε διαφορετική ιδιοσυγκρασία ή, ακόμα, την ίδια. Που κι αυτός μόνος είναι. Σαν όλους. Αλλά ολόμονος κανένας δεν είναι. Γιατί έτσι διαλέγεται με το κενό, με την απουσία, με το σκότος ή την τρέλα.

Το σήμερα είναι κακό, το αύριο δικό μου, λέει ο Αραγκόν. Κι ο ερωτευμένος στην αγαπημένη του απευθύνεται.

Μ' άφησες απ' τα μάτια σου. Είμαι τώρα μια φράση που δεν τέλειωσε. Μια ρίμα που απέτυχε. ένα παιχνίδι που έσπασε. Μ' άφησες παρόντα. Λυπήθηκες τόσο το σκύλο που έχασα. αλλά αυτός ήταν τυφλός. Ένας παπαγάλος πέταξε. Ένας κότσυφας τραγούδησε. Μια τουφεκιά ακούστηκε. Μια Πρέβεζα βούλιαξε. Μια λογική διασαλεύθηκε Μια ικανοποίηση δεν ικανοποιήθηκε.Μια ηδονή περιμένει. Οι μέρες απόστασαν. Οι νύχτες χωμένες στην αιώρα τους ανήσυχες. Ο σκύλος αλύχτησε. Κάτι σαν οίστρος αναπτερώθηκε. Ένα ρήμα διαμαρτυρήθηκε. Το στόμα δυσαρεστήθηκε. Μια γαζία ευωδίασε. Η βοή δυνάμωσε. Η νύχτα έκλαψε. Το βάραθρο σκεπάστηκε. Τα χέρια ξεσκίσανε την αορτή. Η νύχτα πανικοβλήθηκε. Μια πρώιμη ψύχρα απλώθηκε σαν ρούχο στο μπαλκόνι της. Η αιθρία μαχαιρώθηκε χτες το πρωί ύπουλα με μια μπαμπεσιά ανομολόγητη. Το τσιγάρο κάηκε ολόκληρο.

Η νύχτα χυθηκε στο ποτήρι σου. Την ήπιες και ξεδίψασες. Το όνειρο επαναλήφθηκε. Ο ιδρώτας έκανε το κορμί σου να γλιστρά στην παλάμη μου. Ένα κύπελλο  ευχήθηκε καλημέρα. Η κλίνη έτριξε, το προσκέφαλο μούσκεψε.

Μικροί λόφοι διάσπαρτοι σερπαντίνες το μεσοκαλόκαιρο. Ο Ορφέας στρογγύλεψε σαν όμικρον. Μπροστά του συνάντησε ένα ωμέγα.Κανένα βιβλίο δεν διαβάστηκε. Κανένα αριστούργημα δεν γράφτηκε. 

Όλα στον αόριστο βρίσκονται. Η αορτή ξαναμπαλώθηκε. Αλλά η καρδιά απορρυθμίστηκε. 

Μια γροθιά αναρωτήθηκε πού χτύπησε. Ένας αιώνας σπαταλήθηκε. Ένας άνθρωπος κρεμάστηκε. Μια αφήγηση σώπασε. ένα κορίτσι τανύστηκε. Ένας άντρας έμεινε χωρίς τη σκιά του.Ένα παιδί κλώτσησε αέρα. Η σκηνοθεσία πέτυχε. Το έργο κινδύνεψε.

Το λάδι στο καντήλι σώθηκε. Μια βλαστήμια αναπέμφθηκε. Ένα φύλλο κουράστηκε να χορεύει και σώπασε. Μια τάξη σχόλασε. Μια αχτίδα σκοτίστηκε. Οι τράπεζες διασώθηκαν. Κάποιος μετανάστευσε. Ένα παιδί δεν ταϊστηκε. Μια φλόγα έσβησε. ένα πουλί δεν πέταξε. Μια παρτίδα δεν άρχισε. Τότε ένας άντρας εξοντώθηκε κι η λειτουργία σχόλασε. Η τάξη καταλύθηκε. Η ουσία προδόθηκε. Η Μικρή Άρκτος δεν ανέτειλε.Η αλήθεια δεν ειπώθηκε. Ο κόκορας δε λάλησε την αυγή. Ήπιε πολύ και δεν ξύπνησε. Μια σκέψη ακυρώθηκε.  Μια άλλη αντιστάθηκε και αντικαταστάθηκε. Μια επιθυμία σκίστηκε όπως ένα πανό σε διαδήλωση. Μια σημαία υπεστάλη.

Μια ντουζίνα χρόνια και το ευρώ χτυπιέται σαν κάργια στους τοίχους της κάμαρής μας. Χάθηκε ο ορίζοντας. Η κρίση δεν ανεστάλη. Η θεραπεία δεν έπιασε. Το νερό δεν αντλήθηκε. Η φρίκη τσιτσιρίστηκε στο τηγάνι μαζί με δυο αυγά μάτια. Κάποιος την κατάπιε μαζί με τ' αυγά. Τη σκέπασα μ' ένα παρδαλό σεντόνι. Το ελικόπτερο σταμάτησε στον αέρα. Το φεγγάρι ψήλωσε. Τότε ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της η απορία. 

Ο πρόξενος μαχαιρώθηκε πίσω από την μπάρα του μπαρ που έπινε κάθε βράδυ. Ο Λόουρυ διψούσε ατέλειωτα. Όταν του έκρυβαν το πιοτό έπινε κολόνια. Το χέρι του έτρεμε και δε μπορούσε πια να πιάσει το μολύβι. Έχασε τα χειρόγραφα του 'Κάτω απ' το ηφαίστειο' και το ξανάγραψε. Λίγο πριν το τέλος ήπιε ακόμη και το κάτουρό του. Κάτι που δεν έκανε ο Πεσόα, ο οποίος ωστόσο πέθανε από κίρρωση του ήπατος στα 47 του, μαζί με τους άπειρους ετερώνυμούς του. 

Τότε αποδείχτηκε πως ο χρόνος δεν είναι παρά κομπογιανίτης κι όχι γιατρός. 

Ένας έρωτας πνίγηκε. Η κρίση εδραιώθηκε. Η Υβόν έμεινε μονάχη της.