Ο Κος Πενθήμερος, Β' μέρος, 67. Ημερολόγιο

Δεν ήξερε ποτέ τι θα κάνει αύριο. Αυτοσχεδίαζε. Δεν κυνηγούσε τη μέρα. Δεν την άδραχνε απ' τον λαιμό. Δεν έπεφτε μπρούμυτα να συρθεί πλάι της, να της πιάσει το πόδι. Η μέρα γι αυτόν--η κάθε μέρα-- ήταν terra ingognita-- από την κορυφή της κεφαλής της ως τα νύχια των ποδιών της.

Δεν άφηνε η μέρα το ίχνος της πάνω του. Αυτός όμως επιχειρούσε ν αφήσει πάνω της το δικό του ίχνος. Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Ίσως μάλιστα ακατόρθωτο. Αυτός πάντως ήταν ο λόγος που κρατούσε ημερολόγιο. Λέκιαζε τις μέρες με μελάνι. Ή τουλάχιστον όσες από αυτές είχαν γι αυτόν κάποια σημασία.

Έγραψα: η γη είναι σφαίρα. Η αγάπη είναι μια σφαίρα που στοχεύει στην καρδιά. Η αγάπη είναι ένας ευθύβολος μονόλογος.

Ο άνθρωπος είναι γυμνός και φοβάται. Είναι μικρός και θέλει ν' αγαπηθεί. Ν' αγαπήσει και να πεθάνει αγαπώντας. 

Ωστόσο 'Ουκ αποθανούμαι αλλά ζήσομαι και διηγήσομαι':

'Ένα κύμα που σκάει στο στηθαίο. Κι άλλο. Κι άλλο. 

το στηθαίο είναι πάντα ένα σταθερό σημείο. Εύκολος, όμως αντίπαλος για το κύμα. Το νερό αφρίζει. Γίνεται λευκό από γαλαζοπράσινο. Υπερβαίνει το στηθαίο. Πίσω του το τσιμεντένιο δάπεδο, δεν παραμένει στεγνό.

Αφασία. Βουβό το σύρμα.

- Τι έκανες;

-Τίποτα.

-Δηλαδή; Κοιτούσες τους τοίχους;

-Όχι. Τη νύχτα στο μπαλκόνι. 

-Γράφεις πάντα;

-Ναι.

-Τι;

-Ημερολόγιο. 

-Ναι, αλλά για ποιο πράγμα;

-Για τη νύχτα που κατεβαίνει ένα-ένα τα σκαλοπάτια της. Για σένα. Για μένα. Για όλα.

-Πες μου. Τι έγραψες για μας;

Της διάβασα. Άκουγε. Χωρίς ν' ανασαίνει. Ύστερα είπε τ' όνομά μου. Το τραγούδησε. Το πιπίλισε. Το έγλειψε με τη γλώσσα της.  Τη γλώσσα της γύρω απ' αυτό.

Να τι της διάβασα:

 

Εκτυφλωτικό πάτωμα. Βλοσυρό ύφος. Σιωπηλό στόμα. Κοντά καστανόξανθα μαλλιά. Κατάλευκοι μηροί. Σλιπάκι ίδιου χρώματος. Μια σκιά ανάμεσα στους μηρούς. Ένα μακρύ και χοντρό μέλος ρίχνει εκεί τη σκιά του. 

Χτυπά το τηλέφωνο. Πάντα απρόσμενοι, πάντα ενοχλητικοί οι φωνητικοί επισκέπτες. Ταράζουν την ησυχία ή την ευωχία σου. 

Τ' αφήνουμε να χτυπά. Δεν είμαστε εδώ για κανένα. 

Πλενόμαστε στη θάλασσα. Αλατισμένοι ξαπλώνουμε στην άμμο. Ένας άνεμος φύσηξε κι έφυγε χωρίς να μας πάρει μαζί του. Κλείστηκε σπίτι του. Τον παίρνουμε από πίσω. αλλά είναι πιο γρήγορος, πιο αυτόνομος. Ισχυρός. Ασυνεπής. Σχεδόν χλευαστικός. Ένα φυσικό φαινόμενο. Παραμένουμε όμηροι της ανθρώπινης κατάστασης. Παραμένουμε στη σκιά. Αλλά αυτήν την κυνηγά ο ήλιος. Αμείλικτος. Ανελέητος. Έκαψε τη φωτογραφία. Ξεθώριασαν πρόσωπα και κορμιά. Και μέλη. Δεν μπορώ ν' απομνημονεύσω τη σκιά. Το βλέμμα κοιτά αλλού. Εκεί βρέχει. Καθένας στη φυλακή του με το κλειδί ανάμεσα στα δόντια. Ελεύθεροι τώρα στο έλεος του ήλιου. Η σκιά μετατοπίζεται διαρκώς. Λόξιγκας ταράζει το λαρύγγι, το στέρνο, τους βουβώνες. Όλα αόριστα, ασαφή, όπως η ματιά της. Από τότε που τον κοίταξε πρώτη φορά. Δεν τον είχε ξαναδεί. Η αφή του ανάμεσα στους μηρούς. Στο φουντωτό σημείο. Αλκοόλ. Πρέπει να πηγαίνω. Με περιμένω. Η φωνή του ξαπλωμένη ανάσκελα. 

- Τι κάνεις; είπε. Μ' εκείνο τον παιδιάστικο τόνο, που φορά τα καλά του την Κυριακή. 

Το βλέμμα διατρέχει τις αράδες. Χωρίς γυαλιά. Σωπαίνεις κι όταν μιλάς. Δολιχοδρομείς. Έχωσε τη γλώσσα βαθιά μέσα στο στόμα. Διείσδυση στην κοιλότητα. Σφηνωμένος στην άκρη. Ένα ρήμα. Ύστερα ένα συνώνυμο. Επίσης ρήμα. 

Γελάνε προς στιγμήν μ' έναν ανεπαίσθητο θόρυβο που απειλεί την ορμή τους. Μπαίνει κι άλλο στη σκοτεινή σπηλιά. Πορθμός. Ήμερη θάλασσα. Θηλυκή. 

Μέρωσε μέρα μου. Εβδομάδα μου. Χαρά μου. Μάτια μου. Φρόνιμα κορμί μου. Εισχώρησε βαθύτερα. Υπολειπόταν κι άλλο. Ακούστηκε το πρώτο αχ! ανασηκώθηκε. Χαμήλωσε τη μέση. Αυτός παλινδρομούσε. Εκείνη σώπαινε. Συγκεντρωνόταν. Σε λίγο θα ' λεγε ένα ρήμα, που θυμίζει εκβολή ποταμού στη θάλασσα. Σε θέλω τόσο. Τον θέλω πολύ. Θα φούντωναν κι άλλο. Θα ξαπλώνονταν αποκαρωμένοι, σε λίγο. Καμιά ανοσία σ' αυτήν την αρχέγονη πράξη. Έκανε ζέστη. Μεγάλη ζέστη. Σε μια λόχμη παραμόνευε ένα βλέμμα που κοιτούσε επίμονα. Τα στόματα ξεράθηκαν. Αγκαλιάστηκαν βουβά. Ήταν στεγνοί. Κάτι είπαν ταυτόχρονα. Γι αυτό δεν ακούστηκε. Είπαν να πιάσουν κόκκινο. Να μη μαλώσουν πάλι. Όπως πριν από ώρα. Αλλά δεν το θυμούνται πια. Έπιασαν το πιο κόκκινο σημείο του σώματός του. Στην άκρη του, μια στάλα υδαρές υγρό. Με μια ικανοποίηση ως τ' αυτιά την πήρε ο ύπνος μακριά από την πραγματικότητα αυτού του καυτού Καλοκαιριού. Κανείς δεν ήξερε γιατί ήρθε, εγκαταστάθηκε και τους πήρε τις φρένες, χωρίς ν' αφήσει το κλειδί. 

Μια στιγμή ηδονής. Το αποκάρωμα. Γρίλιες κλειστές. Σκίαστρα. Σκοτάδι το μεσημέρι. Η πραγματικότητα των ονείρων. Η Δάφνη χαμένη σ' αυτά. Κι αυτός από μακριά βρέθηκε σιμά της.