Η μονόφθαλμη κοπέλα

Άφηνε πάντα ένα υπόλειμμα στο πιάτο του. Όπως δεν μπορούσε να ολοκληρώσει ένα γεύμα, έτσι δεν μπορούσε να τελειοποιήσει κανένα πράγμα. Ό,τι έκανε, με ό,τι καταπιανόταν παρέμενε ημιτελές. Δεν ήταν ότι δεν προσπαθούσε, δεν έκανε ό,τι χρειαζόταν για να καταλήξει σε κάποια μορφή όσο το δυνατό πιο ακέραια. Όμως κάθε φορά αποτύγχανε. Κάθε έργο του τελείωνε ένα στάδιο πριν το τέλος.

Ήταν όμως μανιακός του ονείρου. Κατέγραφε τα δικά του και τα όνειρα των άλλων. Έρχονταν από άλλο κόσμο τα όνειρα. Οπτασίες αλλόκοτες, υπολείμματα επιθυμιών, ορέξεις που δεν ικανοποιήθηκαν τη μέρα, συμβάντα καθημερινά μεταγλωττισμένα, ονειρώξεις, ανεκτέλεστα έργα.

Μια νύχτα είδε μια πελιδνή κοπέλα σε μια γωνία. Είχε ένα μάτι βαθουλωμένο. Ο αριθμός μιας κατοικίας ακριβώς πίσω από το κεφάλι της ήταν ο αριθμός των οστών των προπατόρων. Δεν της μίλησε. Φαντάστηκε πως η κοπέλα δεν είχε φωνή. Είχε γραμμένο ένα όνομα στο χέρι της. Αρκετά ευανάγνωστο: Νατζά. Η μονόφθαλμη κοπέλα κατάλαβε πως εκείνος το διάβασε κοιτώντας τα χείλη του που ανοιγόκλεισαν τονίζοντας τη δεύτερη συλλαβή. Τότε σήκωσε το άλλο της χέρι μπροστά στο πρόσωπό της. Εκείνος διάβασε κι αυτό: Αυρηλία και πρόφερε τα δυο ονόματα με τη σειρά που τα διάβασε στα τατού της μονόφθαλμης κοπέλας. Τα ζύγισε εκείνη στις παλάμες της, αλλά δεν αποφάσισε ποιο ήταν τ' όνομά της-- αν ήταν κάποιο από τα δύο-- το όνομα που την ονόμαζε.Ύστερα άνοιξε πρώτα τη μια παλάμη της, ύστερα την άλλη -- άλλο ένα ζευγάρι ονομάτων. Αυτά όμως δεν τα διάβασε, τα άκουσε: Δάφνη- Καικιλία. Του τα ψιθύρισαν τα δέντρα. Τα κατάπιε το σκοτάδι. Τα μούσκεψε η βροχή. Τα σκέπασαν τα φύλλα. Τα σώματά τους κάτω από τα φύλλα ήταν πια ένα με το χώμα.

Αυτός κυκλοφορούσε μες στο όνειρό του. Περιπλανιόταν χωρίς σκοπό. Τριγύριζε πάντα έτοιμος για το αναπάντεχο. Τώρα πίσω απ το κεφάλι της μονόφθαλμης γυναίκας που είχε στο μεταξύ γεράσει, βρισκόταν μια άλλη κατοικία πιο χαμηλή, πιο ταπεινή από την προηγούμενη, σχεδόν ερειπωμένη και ο αριθμός της ήταν η μέρα των γενεθλίων του. Δεν μπόρεσε ούτε τις νεκρές γυναίκες να κλάψει ούτε τον εαυτό του να λυπηθεί. Αυτός πενθούσε μόνο για την Ήβη των ονείρων του. Αλλά αυτή ήταν ζωντανή.