Ο Κος Πενθήμερος, Β' μέρος, 58.Ένα χαμένο κεφάλαιο

Μπήκε μέσα στην αποθήκη. Άναψε το φως. Ράφια γεμάτα εφημερίδες. Κι αυτός όρθιος ανάμεσά τους. Στους τέσσερις τοίχους της αποθήκης- ακόμα και πίσω από την πόρτα σε καλάθια συρμάτινα. Εφημερίδες. Καλά τακτοποιημένες. Με καθαρά γραμμένες ταμπελίτσες. Είχε φυλάξει όλα τα φύλλα των εφημερίδων που συνόδευαν την ιστορία του σουρεαλισμού. Διάβασε άπληστα όλα τα βιβλία από τις εφημερίδες, αγόρασε κι άλλα. Τώρα είχε μια σπάνια βιβλιογραφία για την ιστορία του σουρεαλισμού, την ιστορία του 20ου αιώνα.Αλλά είχε σταματήσει να διαβάζει εφημερίδες. Όλα τα χρόνια που δούλευε διάβαζε μόνο εφημερίδες. Έτσι όλο αυτό διάστημα, μετά την απόλυσή του, που σταμάτησε να τις διαβάζει, δεν γνώριζε τι είχε συμβεί στη Μνημονιακή εποχή. 

Σε τι τον βοήθησε όλη αυτή η πληροφόρηση που συσσώρευσε; Στην πρώτη εποχή την πενθήμερη δε ζούσε, δούλευε. Τώρα έχανε τον καιρό του διαβάζοντας, προσπαθώντας ν' αναπληρώσει τον χαμένο καιρό. Τον καιρό του βιοπορισμού τον διαδέχθηκε ο καιρός της συνειδητοποίησης. Έχασε ευτυχώς τις μέρες της Μνημονιακής εποχής. 

Αλλά τι σημαίνει να χάνεις, τι σημαίνει να κερδίζεις; Σε τελευταία ανάλυση τι σημαίνει να ζεις; Ήξερε να του πει κανείς; Αυτό ο καθένας οφείλει να το μάθει μόνος του- αν το μάθει. Ίσως σημασία δεν έχει να μάθεις το νόημα της ζωής που μπορεί και να μην υπάρχει. Σημασία έχει να ζήσεις τη ζωή. Πως; Αυτό είναι μια ατέλειωτη βαρετή ιστορία. 

Μια  σχοινοτενής αφήγηση που αυτοεπαναλαμβάνεται μέχρις ασφυξίας. Σαν να βρίσκεσαι σ' ένα δωμάτιο γεμάτο καπνό, που έχεις βγάλει απ τα πνευμόνια σου και τα παράθυρα είναι σφιχτά μανταλωμένα. Προσπαθείς να τ' ανοίξεις και δε μπορείς. Στο πενθήμερο παρελθόν του, ούτε μια στιγμή δεν είχε νιώσει έτσι. Τώρα όμως  μέσα σ' εκείνη την ασφυκτικά γεμάτη με τυπωμένη ύλη αποθήκη, έπιασε τον εαυτό του να κοιτά την έξοδο, που ευτυχώς ήταν μισάνοιχτη. Είχε ξεχάσει το λόγο που τον είχε οδηγήσει εκεί μέσα. Τα σώματα των εφημερίδων ξαπλωμένα το ένα πάνω στ' άλλο χωρίς να μεσολαβεί μια ανάσα. Το μυαλό του γέμισε φλόγες και καπνό. Πυκνό μαύρο καπνό κι αποκαϊδια. Είδε τη βιβλιοθήκη του Κην να καίγεται. Την ''Τύφλωση'' του Κανέτι ολοζώντανη. Κι αυτός μέσα της, σαν ένας ασήμαντος ήρωάς της. Ανώνυμος αλλά τυφλός. Ένιωσε τη μυρωδιά της Κόλασης. Της ανθρώπινης ηλιθιότητας. Της ανθρώπινης αγριότητας. Του κανιβαλισμού. Της απώλειας του κέντρου που χάθηκε. Της λογικής που ευτελίστηκε. Της ανθρώπινης φαντασίας που λεηλατήθηκε. Ένιωσε σαν μέλος ενός κόσμου που πέθανε. Ένιωσε το ρεύμα του ανέμου που τον σάρωνε. 

Κάτι όμως τον έσωσε κάτι τον πήρε παράμερα. Μια σκέψη. 

Αυτά τα σώματα των εφημερίδων να ήταν τουλάχιστον παπλώματα. Να σκέπαζαν σώματα, ζευγάρια σωμάτων. Θα είχαν έτσι αφουγκραστεί όνειρα, ερωτικές συνευρέσεις. Θα είχαν ακούσει παραμιλητά- προδοτικά καμιά φορά αν ένας από τους δυο σκεπασμένους ήταν ξύπνιος την ώρα του αποκαλυπτικού παραμιλητού του άλλου. Το πάπλωμα είναι μια στέγη. Στεγάζει την ωραιότερη στιγμή μιας μέρας. Τις ώρες του ύπνου. Τις ανησυχίες και τους εφιάλτες. Τον έρωτα και τη χαρά και το βάσανό του, Τις οσμές και τη δυσοσμία.Τον ιδρώτα, τον κόρο, την αίγλη του μέλλοντος, τον Αρτεμίδωρο, τον Καζαμία και τον Φρόυντ, τον ''ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών'', την αρρώστια, τον θάνατο, την εγκαρτέρηση, την απόλαυση, την ακράτεια, την παύση, την ανάπαυση. Τα παπλώματα στεγάζουν το νόημα της ζωής. τον ύμνο της, το εγκώμιό της, τον πυρήνα της, την ομορφιά της, την αναγέννησή της.

Ο Τηλέμαχος κοιμήθηκε βαθιά και ηδονικά εκείνη την νύχτα. Κοιμήθηκε ολόκληρη τη διάρκεια της νύχτας και είδε ευφρόσυνα όνειρα. Δεν είχε κανένα λόγο να κατέβει στην αποθήκη. Κι αφού δεν μπορούσε ακόμα να ξαπλώσει μ' ένα άλλο σώμα κάτω απ το πάπλωμα ήθελε να βοηθήσει τον αφηγητή  να προχωρήσει την ιστορία. Αναλάμβανε αυτός την αφήγηση της συνέχειας. Έτσι θα ξεκούραζε τον δημιουργό του υποκαθιστώντας τον.