Ο Κος Πενθήμερος, Β' μέρος, 57. Γενναίος εραστής

Λοιπόν, Τηλέμαχε, άκου: Χάϊδεψε τον ένα λόφο στάσου στην κορυφή του πιάσε με το δείκτη και το μέσο τη θηλή, πήδα μαλακά στην κοιλάδα και κάνε ακριβώς το ίδιο στο άλλο στήθος. Αλλά μη μείνεις εκεί προχώρησε. Γράψε μια ευθεία με το δείκτη ως τον αφαλό, χάϊδεψε τους γοφούς της με τις δυό σου παλάμες ανοιχτές, φρόντισε να είναι πυρωμένες και κόκκινες ύστερα ατένισε την πιο βαθιά κοιλάδα ανάμεσα στα σκέλη της. Αυτήν που οι Κινέζοι τη λένε κοιλάδα με τους ροδώνες. Αλλά μη μείνεις εκεί χάσκοντας γιατί κινδυνεύεις να πνιγείς μέσα στην υγρασία.

Κάνε αυτό που κάνουν όλοι οι γενναίοι Τηλέμαχοι. Όσοι μάχονται από μακρυά μπορούν να κάνουν το ίδιο εκ του σύνεγγυς. Πρέπει να εισβάλεις στους ροδώνες. Επιθετικά χωρίς δισταγμούς. Μεμιάς σαν να χώνεις το σπαθί σου στην κοιλιά του εχθρού. Διαπέρασε τον κόλπο μην το ατενίζεις μόνο. Από θεατής γίνε εραστής. Εξάλλου θα μπεις στον ίδιο κόλπο από τον οποίο βγήκες. Την ίδια στιγμή σφράγισε την ομιλητική της σχισμή που λέει πως μάχεσαι από μακρυά και δάγκωσέ της τη γλώσσα.

Ήταν πολύ απλό.

Κοίταξες μια μουτζούρα στο ταβάνι και αγρύπνησες, προηγουμένως είδες τη φιγούρα της μπροστά σ’ εκείνον τον πίνακα του θεοπάλαβου Μαγκρίτ. Πρώτα είδες μια γυναίκα που δε γνώριζες μπροστά σε δυό εραστές με καλυμμένα κεφάλια να πρόκειται να φιληθούν. Ένας αέρας, από τη Σερβία φερμένος, φύσηξε πίσω από το σώμα σου. Κοίταξες την οπίσθια όψη της. Εκείνη το κατάλαβε και γύρισε να σε κοιτάξει. Έπειτα ένας αέρας θρόϊσε το φόρεμά της. Χρώματα, μυρωδιές συστάσεις, ονόματα, βιβλία, πίνακες, επιστολές, γελοιότητες, μάχες, μονοπάτια, δίδυμοι λοφίσκοι, τι δεν καταλαβαίνεις πια. Ήταν απλό.

Χάϊδεψες δυό λόφους πήδηξες απαλά στην κοιλάδα, είδες ροδώνες, υγρασία. Βυθίστηκες μέσα, παλινδρόμησες αρκετά, εκείνη στέναξε, σπαρτάρισε, μουρμούρισε, ψιθύρισε, σ' ένιωσε μέσα της, εσύ έβγαλες μια κραυγή, μια ιαχή κι από γενναίος έγινες εραστής.

Είσαι πια ο ερωτευμένος Τηλέμαχος. Κι εκείνη, η Ελεονώρα με το δίδυμο όνομα. Πρόφερε το διπλό της όνομα. Άκου την να προφέρει το δικό σου. Θ’ ανέβεις και θα ξανακατέβεις στους λόφους πολλές φορές θα κατέβεις ξανά στην κοιλάδα θα μάθεις να αγαπάς το κορμί της.

Θα το χαϊδεύεις, θα το φιλάς, θα μπαίνεις μέσα του. Κι αυτό θα γίνεται ξανά και ξανά και θα νιώθεις όλο και καλύτερα, όλο και πιο όμορφα ανάμεσα στους λόφους της όταν θα ακουμπάς το προφίλ σου σαν πολεμιστής που αναπαύεται και δεν θα είσαι πια μακρυά της.

Αλλά εκείνη θα ξέρει πάντα περισσότερα από σένα θάναι πιο δυνατή, πιο όμορφη, πιο έξυπνη, πιο σπουδαία και δεν θα παραδίδεται εντελώς όπως όλοι οι κατακτημένοι.

Μην απομακρύνεσαι!

Που πας; Μη γυρίσεις τα νώτα σου στο κατακτημένο σώμα. Σήκωσέ το και στροβιλιστείτε σ’ ένα βαλς.

Συντόνισε τα βήματά σου με τα δικά της  τα βήματα. Πρόσεχε μόνο μην την πατήσεις. Έχεις καιρό να χορέψεις με μια τέτοια ντάμα. Είσαι ένας βαλές, κάποτε θα γίνεις ρήγας. Βάλε μια κούπα ανάμεσά σας κι ένα σπαθί.

Άκουσε τους ήχους του βαλς.