Ο Κος Πενθήμερος, Β' μέρος, 56.Το γράμμα

Αυτά που έμαθα τα ξέχασα. Αυτά που έψαξα δεν τα βρήκα. Κι όσα βρήκα δεν ήξερα κανέναν για να του τα δώσω. Τα ξέχασα κι αυτά. Όλα, εκτός από εκείνα που με διαπότισαν. Μερικά ονόματα. Κάποιους σκόρπιους στίχους.

Τι ήμουν όταν γεννήθηκα; Ούτε την ημερομηνία της γέννησής μου δεν ξέρω. Ένα όνομα θυμάμαι: Πενθήμερος.

Είμαι ένας μυθιστορηματικός ήρωας. Ως τέτοιος υπάρχω μόνο. Τώρα πρέπει κάποιος πάλι να με αναστήσει. Χωρίς να έχω πεθάνει. Κάποιος πρέπει να με γνωρίσει. Κι αυτός ο κάποιος μπορεί να μην είναι κάποιος αλλά κάποια. Κι αυτή η κάποια θα έχει δύο ονόματα: Ελεονόρα-Δάφνη. Θα της στείλω λοιπόν μια επιστολή. 

Αλλά για στάσου Τηλέμαχε –είπα στον εαυτό μου– τι ώρα είναι; Είσαι ένας γελοίος. Είναι χαρακτηριστικό  αυτό που μπορεί να έχει ένας ερωτευμένος. Αν φυσικά ήμουν κάτι τέτοιο. Πώς να ξέρω πώς είναι να είσαι ερωτευμένος αφού δεν έχω ερωτευθεί ποτέ ως τώρα. Θέλω να γράψω μια επιστολή, λες και βρίσκομαι στο 1920. Κανείς δεν γράφει, ούτε διαβάζει πια επιστολές. Και εν πάσει περιπτώσει δεν είναι καλός τρόπος να εκδηλώσω τα συναισθήματά μου στην Ελεονώρα με μια επιστολή. Είναι προτιμότερο να την κοιτάζω και να της λέω τα λόγια της επιστολής.

Την κοιτάζω. Ελεονόρα είμαι ένας γελοίος, όπως θα έχετε καταλάβει. Εκείνη μένει βουβή. 

Καλύτερα, λέω, Τηλέμαχε να μην κάνεις πρόβα. Συνάντησέ την και πες της ό,τι σου έρθει, εκείνη τη στιγμή. Ό,τι και να σκεφθείς, ό,τι και να γράψεις πρέπει να της το πεις κατά πρόσωπο: Σ' αγκάλιασα με το βλέμμα. Είδα πρώτα την πλάτη σου. Δεν ξέρω αν είναι πρέπον να χρησιμοποιήσω ενικό. Αφού έχει δύο ονόματα και το πρώτο διπλό, κι εγώ είμαι ένας που κατακτά  από απόσταση. Μακρινή μάλιστα. Συντονίζω την άκρη της γλώσσας μου στη χθεσινή νύχτα. Ή την προχθεσινή, τότε που την συνάντησα. Φαντάζομαι τη σκηνή. Και ο πίνακας με μπερδεύει. Οι εραστές αυτού του θεοπάλαβου Μαγκρίτ.

Είδα το μισό πίνακα. Κι εκείνη αριστερά. Να κρύβει το ένα από τα δύο καλυμμένα πρόσωπα. Μια σκοτεινή φιγούρα. Ήταν θεατής, όπως κι εγώ.

 

Αυτό που αισθάνομαι είναι ανεξήγητο. Βρίσκομαι σ' ένα μονοπάτι και δεν ξέρω πού θα με βγάλει. Γύρω μου δέντρα. Ξερακιανά, με λιγνούς κορμούς. Το μονοπάτι έχει όλο στροφές. Το δάσος δεν έχει ξέφωτα. Ο ήλιος παίζει με τα φύλλα των δέντρων. Αυτό θα συμβαίνει την Άνοιξη. Τώρα είναι Φθινόπωρο. Τα φύλλα μου στρώνουν το δρόμο σαν να βαδίζω σ' ένα χαλί από φύλλα. Αλλά τα φύλλα έχουν κρύψει την αριστερή και δεξιά όχθη του μονοπατιού. Οι διασταυρώσεις του είναι κλειστές κι εγώ έχω χάσει την κατεύθυνση. Βρίσκομαι σ' ένα ξέφωτο. Προσπαθώ να καταλάβω πού βρίσκομαι. Πού είναι η Ανατολή; Προς τα πού πρέπει να βαδίσω; Χάθηκα. Φαίνεται πως χάνεσαι σ' ένα δάσος με αχαμνά δέντρα, όταν είναι Φθινόπωρο και το μονοπάτι είναι σκεπασμένο με κίτρινα και κόκκινα φύλλα. Ο ουρανός γκρίζος και ετοιμάζεται να βρέξει.

Έπρεπε να είναι Άνοιξη. Να έχει φως. Τα φύλλα να είναι πάνω στα κλαδιά τους. Ο ήλιος να παίζει με τα φύλλα και το μονοπάτι να είναι ξέστρωτο. Τα πουλιά να κελαηδούν. Να αργεί να σκοτεινιάσει. Κι εγώ να έχω κάποια να συναντήσω στην έξοδο από το δάσος και να σφυρίζω αδιάφορα, ή να τραγουδάω με τη φωνή μου, χωρίς να νοιάζομαι αν μ' ακούει κανείς.

"Η ζωή είναι σφαλιστή και είμαστε σπίτι. Ας κλείσουμε έξω από τα παράθυρα τον καιρό που πέρασε πριν σε συναντήσω." Το έγραψα! Ένα SMS! Τράβηξα τα χέρια μου από το πληκτρολόγιο και περίμενα.

"Η ζωή, λέω εγώ, είναι ανοιχτή και μου είσθε άγνωστος". ''Καλύτερα έτσι'', είπα και την κοίταζα κατά πρόσωπο και έβλεπα το πρόσωπό της. Ήταν κάπως διαφορετικό είχε άλλο φως. Κάθε πρόσωπο όταν φωτίζεται από κάποια πηγή δείχνει διαφορετικό. "Έτσι είναι όπως το λέτε'', είπα. ''Είμαστε άγνωστοι πριν γνωριστούμε."

"Το βρίσκεις εύκολο αυτό;" Είπε και με κοίταξε κατευθείαν. Εγώ δεν τα έχασα και χωρίς να υπολογίσω το κόστος της απάντησης, είπα: 'όχι'. Έτσι μονολεκτικά και αμέσως συνειδητοποίησα πως ήταν το πρώτο όχι που της έλεγα, συμφωνώντας μαζί της. Άρα δεν ήταν όχι,αλλά ναι. Όσο γι' αυτό που της είχα πει πως η ζωή είναι σφαλιστή και καλά θα κάνουμε να είμαστε σπίτι ήταν γιατί δεν μπορούσα περάσω άλλη νύχτα άγρυπνος, μ' εκείνο το σταυρουδάκι να κινείται σαν εκκρεμές, ανάμεσα στα στήθη της απέναντι ξανθιάς που δεν είχε καμία σχέση με την Ελεονώρα που δεν φορούσε σταυρουδάκι. Τα  στήθη της Ελεονόρας με σκανδάλιζαν. Δεν ήταν μεγάλα ούτε μεσαίου μεγέθους. Ήταν μικρά. Έμοιαζαν σαν δύο μικροί λοφίσκοι σχεδόν ισομεγέθεις με μια ρηχή κοιλάδα ανάμεσά τους.