10.-O ψυχίατρος

Ο ψυχίατρος, ανοίγει το σημειωματάριο  και διαβάζει ό,τι έχει καταγράψει για τον ασθενή Α.

-Θήλαζε την μητέρα του ως τα επτά. και μετά, ως τα είκοσι.

-Του λείπει ο μαστός της μητέρας και, κλαίει. Πιπιλάει το δάκτυλό του και τον ονειρεύεται, πολλές φορές δημοσίως.

-Κρατά τα αναμνηστικά της βρεφικής  κούνιας του: μία προσωπίδα νεογέννητου και, ένα πουγκάκι με αποξηραμένα φύλλα μανδραγόρα. λέει, τάχα, για να έχει καλή μοίρα. Για να μην έχει αμφίδρομες βουλές το πεπρωμένο του, και αντίξοες.

-Θυμάται τον πατέρα, γυμνό στο μπαλκόνι να φωνάζει: δεν θα με βρείτε πια, δεν θα μπορείτε πια. Και, να πέφτει στο κενό, χωρίς φτερά και σώμα αίλουρου - με σώμα αγίου.

-Ομολογεί, πως, τα πουλιά ενός ζωγραφικού πίνακα φάγανε το στήθος της μητέρας.

-Εξομολογείται πως, ερωτεύτηκε μία ουτιδανή γυναίκα,  επί χρήμασι. Δεν συνευρίσκονταν, μόνο την θήλαζε, αλλά, διαπίστωνε τότε κάτι απίστευτο και ανομολόγητο. Δεν το καταμαρτύρησε ποτέ.

Ο ψυχίατρος, επισκέπτεται το καμπαρέ never more. Η ουτιδανή γυναίκα,  απαγγέλει ποίηση του Πόε και ταυτόχρονα, αφαιρεί τα φωσφορίζοντα ενδύματά της, ενώ, ένας μικρός πίθηκος πετά ροδοπέταλα στα πόδια της. Κρουστά ηχούν και, ένα θλιμμένο ντουντούκ στο βάθος.

Ο Ψυχίατρος, μετά το πέρας της παράστασης, την ακολουθεί στα ενδότερα και, της π ρ ο τ ε ί ν ε ι. Είναι επιτρεπτό, εντός των μυστικών κανόνων του καταστήματος.

Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, η ουτιδανή, ακουμπά τον μικρό πίθηκο στην πολυθρόνα και, ζητά να υπάρχει ημίφως.

Του γυρίζει γυμνή την πλάτη της, όπου, μία κλειδαρότρυπα επιθυμεί το κλειδί της. Είναι τατουάζ. Το κλειδί, είναι ζωγραφισμένο στον αστράγαλο της. Θα το πάρει με το στόμα του.

Αυτός, ζητά μόνο να την θηλάσει. Οι μαστοί λείπουν. Τους έχουν φάει, τα ζωγραφιστά πουλιά ενός πίνακα.

– Ω, μητέρα, λέει.

Το σώμα της γυναίκας μυρίζει χώμα.

Βλέπει στις φλέβες των χεριών της, κοτσάνια από πολυκαιρισμένα άνθη νεκροταφείου.

Αγγίζει τις τομές των κομμένων μαστών. Κάνει λάθος, δεν είναι τομές. Είναι τατουάζ αράχνη. Βυζαίνει ένα ανύπαρκτο στήθος, όμορφο.

Ο Αυτό ψυχ αναλυόμενος, λέει, πως είναι που, κάπνισε εκείνα τα περίεργα τσιγάρα.