Ο Κος Πενθήμερος, Β΄μέρος, 54. Η συνάντηση

Τη συνάντησα. Την είδα. Είδα πρώτα την πλάτη της. Τα μαλλιά της στους ώμους. Μπροστά από τον πίνακα του Μαγκρίτ. Αυτόν, όπου ένας άντρας και μια γυναίκα-τους βλέπουμε μόνο από το λαιμό και πάνω- έχουν καλυμμένα τα κεφάλια τους με μαντήλια‎. Τα μαντήλια έχουν πτυχές. Σαν να τα φύσηξε  ένας άνεμος. Ο άνεμος είχε κατεύθυνση το πίσω μέρος του κεφαλιού της γυναίκας. Περιγράφω τον πίνακα από μνήμης. Μπορεί να κάνω λάθος. Αλλά διατηρώ αυτή την αίσθηση. Είμαστε εκείνη κι εγώ δυο κεφάλια ακάλυπτα, απέναντι σε δυο καλυμμένα κεφάλια που τα φύσηξε ένας άνεμος.  Δεν είμαι σίγουρος αν εμείς οι δύο, εκείνη κι εγώ, είμαστε ακάλυπτοι. Πάντως είμαστε ανώνυμοι. Είδα πρώτα την πλάτη της κι ύστερα, όταν γύρισε είδα το πρόσωπό της. Είδα τα μάτια της. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά μου. Δεν είδα το χρώμα τους αμέσως. Αλλά το βλέμμα της, το δικό της βλέμμα. Ήταν εκείνη. Με είχε κοιτάξει. Είχαμε, κατά κάποιο τρόπο, συναντηθεί. 

  Από εκείνη τη στιγμή μέχρι που την ξαναείδα- γιατί την ξαναείδα- ήξερα πως ήταν αυτή, από το βλέμμα της. Αλλά μπορούσα να την αναγνωρίσω εύκολα και από τα νώτα της. 

  Γνώριζα δύο όψεις της, την οπίσθια και την μπροστινή. Τα μαλλιά της, τους ώμους. Τη στάση του σώματος, τους βραχίονες της που σχημάτιζαν τρίγωνο αφού ακουμπούσε την παλάμη της στη μέση της. Το δεξί πόδι προτεταμένο. Θαρρώ πως το φουστάνι της θρόιζε ένα αεράκι. Ένιωσα πως το σώμα της έβγαζε ήχους. Ήξερα, βέβαια, πως δεν ήταν έκθεμα. Δεν ήταν αίνιγμα, όπως το ζευγάρι του πίνακα του Μαγκρίτ. Δεν ήταν εικόνα από μια έκθεση. 

    Ήταν ζωντανή. Είχε όμορφη πλάτη. Μαλλιά καστανά σκούρα που στο φως του προβολέα φαίνονταν πιο ανοιχτόχρωμα. Τη φώτιζε ένας προβολέας.  Ήταν στο φως. Το φως ήταν ωστόσο χαμηλόφωνο. Η σκιά της έπεφτε πάνω στους εραστές του Μαγκρίτ. Την είδα ολόκληρη. Την είχα κατακτήσει πριν δω το πρόσωπό της.Την είχα ολόκληρη μέσα στα μάτια μου, και δεν ήταν οπτασία. 

  Δεν ήταν φάντασμα, αερικό, σκιά,δημιούργημα της φαντασίας μου.Ήταν ολοζώντανη.  Κι εγώ ήμουν επιτέλους ζωντανός και εφτά πόντους ψηλότερος. Ήταν γυναίκα κι ήμουν άντρας. Είμαστε κι οι δύο ζωντανοί κι είχαμε ήδη γνωριστεί μπροστά στους εραστές με τα καλυμμένα πρόσωπα που τους φύσηξε μια πνοή αέρα. Ήμουν εγώ κι εκείνη. Ή μάλλον, εκείνη κι εγώ. Βλέπαμε τα πρόσωπά μας σε καθρέφτη και το είδωλο που ο καθρέφτης μας επέστρεφε ήσαν δύο εραστές που πλησιάζουν τα χείλη τους.

  Εκείνη κατάλαβε πως κάρφωνα με τη ματιά μου τα νώτα της –όπως συμβαίνει πάντα όταν σε κοιτούν επίμονα, ενώ εσύ έχεις γυρισμένη την πλάτη. Γύρισε και με κοίταξε. Τότε συναντηθήκαμε.  

Η αίθουσα άδειασε από κόσμο. Τα φώτα έσβησαν. Συγγνώμη, είπε, έκρυβα από το βλέμμα σας τον πίνακα.Κι εγώ κοίταζα μόνο τη γυναίκα και τα νώτα σας, είπα. Χαμογέλασε. Χαμογέλασα. Και το χαμόγελό της δεν ήταν μισό.Το δικό μου δεν ξέρω πως ήταν. Εκείνη μου είπε αργότερα πως ήταν μαγεμένο. Το δικό μου, ρώτησε με τη σειρά της. Το δικό σου είπα ήταν έκπληκτο κι ευθύ. Ύστερα γλύκανε. Γέμισε αυταρέσκεια. Έγινε πλατύτερο. Τότε σ' ερωτεύθηκα, είπα. Πριν μάθω τ' όνομά σου. Και δεν της είπα για την έκσταση που ένιωσα όταν είδα τα νώτα της μπροστά στον πίνακα. Ότι την κατέκτησα εκείνη τη στιγμή. 

  Εκείνη ή τον πίνακα; Τι απ τα δύο είχα, άραγε, κατακτήσει;

   Και τα δύο απάντησα περιπαικτικά ενώ περιεργαζόμουν το στήθος της, τ' αυτιά της, τη γραμμή του στόματος, τα χείλη που αργότερα θα φιλούσα. Τη μύτη της. Εκείνη τη στιγμή τα ρουθούνια της ανοιγόκλεισαν. Εισέπνευσε και το στήθος της πλησίασε μερικά χιλιοστά το δικό μου. Ένιωσα πως απορρόφησε την ορμή της ματιάς μου. Ήταν σαν να απορρόφησε την ενέργεια που εξέπεμπα. Πρέπει να φύγουμε είπε. Πρέπει να κλειδώσω. Η γκαλερί είναι δική μου. Έμαθα πρώτα τ' όνομα της γκαλερί κι ύστερα το δικό της.  

Φλόρα Μιράμπιλις η γκαλερί. Ελεονώρα-Δάφνη εκείνη. 

Ώστε Τηλέμαχος;

Ξέρετε να μάχεστε αλλά από μακρυά! είπε. Η παρατήρηση έκανε πιο φωτεινό το πρόσωπό της. Εγώ δέχθηκα σιωπηλά το διφορούμενο. Εσείς όμως είστε δύο, όχι μία. Τα ονόματα δεν μπορούμε να τ' αλλάξουμε. Δεν τα διαλέγουμε εμείς. Δε μας ρωτάνε. Αλλά είμαστε αναγκασμένοι να τα φέρουμε. Έχουν σημασία; -έχουν. Μεγάλη. Τα κουβαλάμε. Γίνονται ένα με μας. Άμα τα ξεχάσουμε εξαιτίας ενός ξαφνικού σοκ χάνουμε την ταυτότητά μας. Όταν μιλάμε για κάποιον που έχουμε ξεχάσει τ' όνομά του, ψάχνουμε πρώτα να το βρούμε κι ύστερα λέμε αυτό που θέλουμε να πούμε γι' αυτόν. Όλοι έχουμε ένα όνομα. Κανείς δεν είναι ανώνυμος σ' αυτόν τον κόσμο. Αλλά πώς να μιλήσεις για ένα πρόσωπο χωρίς να θυμάσαι τ' όνομά του. Κι εγώ είχα ένα πρόβλημα να λύσω. Τα δυο ονόματα.  Και πως θα σας φωνάζω, ρώτησα. Με ποιο από τα δύο, εννοούσα. Μα φυσικά με το πρώτο, απάντησε.

Ελεωνόρα. Πρόφερα τ' όνομά της. Ολόκληρο  σαν να την περιλάμβανε ολόκληρη, από την κορυφή ως τα νύχια. Ξαναπέστο, είπε και πέρασε στον ενικό. Ελεονώρα, ξαναείπα, ακριβώς όπως την πρώτη φορά. Και με άκουσε ν' ανεβαίνω σε μια κορυφή με λιόδεντρα τονίζοντας το όμικρον κι ύστερα κατηφόρισα γλιστρώντας προς το άλφα.

Τρία σύμφωνα. Το λάμδα το νι και το ρ. 

Τρεις φορές με τη γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο. Κράτησα τον ήχο της προφοράς σας, είπε. Ξαναγύρισε στον πληθυντικό.

Περίμενα να προφέρει το δικό μου. Όταν το πρόφερε, από μακρυά που ήμουν, βρέθηκα κοντά της.