β’:  Ένας καφετζής ξύνει πληγές

Η ώρα έχει πάει δέκα και 4 πρώτα λεπτά κι έχουμε μπει πια, εγώ κι ο  Παναγιώτης ο Εμμανουήλ, στο εσωτερικό χώρο του καφενείου του Λουκά. Μέσα έχουν απομείνει, μετά την αποχώρηση των μπασκετικών, ο Κυριάκος ο Κουτρουμπέλης κι ο Μπάρμπα Μίμης. Και βέβαια ο Λουκάς ο καφετζής 

Κάτσαμε σε διαφορετικά τραπέζια, για να ’μαστε πιο άνετα: Εγώ έκατσα στο διπλανό τραπέζι απ’ αυτό που είχε κάτσει ο Μπάρμπα Μίμης, κι ο Παναγιώτης έκατσε απέναντι μας, σε απόσταση δυο μέτρων, δίπλα από την οθόνη της τηλεόρασης και με την πλάτη στον τοίχο. Έτσι, ο Παναγιώτης είχε φάτσα την είσοδο του καφενείου, κι εγώ με τον  Μπάρμπα Μίμη,  την τηλεόραση και τον Παναγιώτη τον Εμμανουήλ

Ο καφετζής ήτανε μέσα από την μπάρα κι έπλενε ποτήρια, ενώ έξω από την μπάρα ο Κυριάκος κελαηδούσε παίζοντας ανέμελα με το κινητό του

Με το που κάτσαμε, ο Εμμανουήλ άρχισε να δείχνει σημάδια δυσφορίας. Σα να τον ενοχλούσε, σα να τον φούντωνε κάτι

Ύστερα, σηκώθηκε από την καρέκλα του κι άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο του

Ο μπάρμπα Μίμης κοιτάζοντας έντρομος αυτό το περίεργο θέαμα, έκανε στον Εμμανουήλ μια ρητορική ερώτηση:   

«Είσαι τρελός, άνθρωπέ μου;»

Ο Εμμανουήλ, ο οποίος είχε πια βγάλει το πουκάμισο του κι είχε μείνει με την φανέλα του, απάντησε κι αυτός με ερώτηση:

«Μα πως αντέχετε με τόση ζέστη εδώ μέσα;»

Είπε, αγανακτισμένος στον μπάρμπα Μίμη

Μετά, κι αφού κοίταξε για λίγο το αιρκοντίσιον, απευθύνθηκε στον καφετζή:

«Ρε συ Λουκά, φούρνος είναι εδώ μέσα. Στους 27 βαθμούς το χεις το αιρκοντίσιον!»

Ο μπάρμπα –  Μίμης διαμαρτυρήθηκε, άμεσα

«Ακούς τι λέει ο μουρλός, Λουκά μου;»

Στο πλάνο μπαίνει ο διακτινισμένος  Λουκάς κρατώντας στα χέρια ένα τηλεχειριστήριο κλιματιστικού

Απάντησε, κοιτώντας προς το αιρκοντίσιον

«Έχει δίκιο ο Πάνος, μπάρμπα – Μίμη. Μ’ έχετε καταστρέψει εδώ μέσα. Βάλε το αιρκοντίσιον, και βάλε το αιρκοντίσιον…»

Ύστερα, κι αφού είχε κλείσει το αιρκοντίσιον, γύρισε προς τον μπάρμπα Μίμη και συνέχισε, κουνώντας του διδακτικά το δάκτυλο:

«Μου κατσικώνεστε δω από τις 5 το απόγευμα – ως τις 12 τα μεσάνυχτα…, μ’ ένα καφέ…, και θέλετε και συνθήκες καλοκαιριού»    

Και συνέχισε, κουνώντας διδακτικά το τηλεχειριστήριο

«Επειδή η κυρά Σούλα θέλει να κάνει οικονομία στο ηλεκτρικό πρέπει να πληρώσω εγώ το μάρμαρο;»

Ένας καφετζής αποφασισμένος να ξύσει πληγές:

«Και να πω ότι δεν έχετε λεφτά… Έχετε… Γι’ αυτό ψηφίσατε και ναι στο δημοψήφισμα… Έτσι δεν είναι;»

Είπε στον μπάρμπα Μίμη ο καφετζής, κλείνοντας μου το μάτι

Η απάντηση του προσβεβλημένου μπάρμπα Μίμη ήταν άμεση:

«Όχι…, όχι…, στο ναι δε ψηφίσαμε όχι, δη… δη… δηλαδή ψηφίσαμε νόχι»

Η σιωπή που απλώθηκε στο καφενείο έσπασε απ’ έναν περίεργο  θόρυβο:

«Μτζου, μτζου, τσίου, τσίου, μζου»

Ήτανε ο Κυριάκος, ο οποίος κοίταγε αποσβολωμένος προς τη μεριά μας

Ο καφετζής αγνόησε το κελάηδισμα, και ρώτησε τον μπάρμπα - Μίμη με ύφος διδασκάλου:

«Νόχι; Τι σημαίνει νόχι;»

Ο μπάρμπα Μίμης, αφού μου έριξε ένα ένοχο βλέμμα, αποκρίθηκε στον καφετζή, δήθεν αδιάφορα:

«Εεε, Λουκά παιδί μου, βάλε μου ένα ουίσκι, σε παρακαλώ πολύ»

Ο καφετζής είχε ήδη διακτινιστεί πίσω από την μπάρα, όταν ο μπάρμπα Μίμης συμπλήρωνε, χαμογελώντας:

«Και που σαι, Λουκά! Βάλε και στα παιδιά μια γύρα!»

Μόνο μια γύρα, για το όχι που ’γινε ναι, μπάρμπα Μίμη μας; Μονάχα ένα τσίπουρο; Θέλουμε πολλά τσιπ’ρα, για να σε συγχωρέσουμε, μπάρμπα Μίμη μας! Πολλά τσιπ’ρα!!