Πολύ κρύο και φέτος

Μεταφερόμαστε, με τη χρονομηχανή του στροβίλου, από τις ζέστες του Αυγούστου –  στα κρύα του Γενάρη. Αλλά αν κι έχουμε κάνει ένα μεγάλο χρονικό άλμα, 5 μήνες και 1 μέρα – για την ακρίβεια, δεν έχουμε απομακρυνθεί και πολύ, από άποψης χώρου: Είμαστε, εγώ κι ο Παναγιώτης ο Εμμανουήλ στο  γνωστό μας/ σας καφενείο, καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά, δηλαδή, από το μπαράκι στο οποίο είχαμε υπογράψει, πριν από 5 μήνες και 1 μέρα,  μνημόνιο συνεργασίας με τα κορίτσια…

Είναι 26 Γενάρη, του Οσίου Ξενοφώντος ανήμερα δηλαδή, και ώρα 9μ.μ.    

Κάνει πολύ κρύο. Πάρα πολύ κρύο. Κι επειδή ο μαλάκας ο Εμμανουήλ δεν μπορεί να στριμώχνεται, όπως ο ίδιος λέει, σε κλειστούς χώρους, είμαστε στο πεζόδρομο έξω από το καφενείο, σε συνθήκες πολικού ψύχους – πρέπει να 'χε κάτω από 5 βαθμούς κελσίου εκείνη την ώρα!

Για να δείτε τι κύριος και τι φίλος είμαι! Προτιμώ να με δέρνει το κρύο και τ’ αγιάζι, παρά ν’ αφήσω μόνο τον φίλο κι αδερφό Παναγιώτη Εμμανουήλ

Βέβαια – κι εδώ που τα λέμε - , μέσα στο καφενείο ήταν στοιβαγμένοι καμιά πενηνταριά μαινόμενοι, ωρυόμενοι κι αγανακτισμένοι βάζελοι, για να δουν το ματς καλαθοσφαίρισης  Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίου – Παναθηναϊκός, οπότε η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ηλεκτρισμένη… Αφήστε που δεν υπήρχε και χώρος να κάτσουμε, αφού όλες οι καρέκλες ήταν πιασμένες από βάζελους – συν ένα γαύρο, τον Μπάρμπα – Μίμη, ο οποίος όμως βλέπει όλα τα ματς όλων των ομάδων, όλων των σπορ, προφανώς για να αποφύγει την γκρίνια της γυναίκας του, της Κυρά -  Σούλας, όποτε ήταν αδύνατο να κάτσουμε μέσα στο καφενείο – και να έπειθα τον Εμμανουήλ…

Αλλά αυτές οι αντικειμενικές δυσκολίες διόλου δεν μειώνουνε το μέγεθος της αλληλεγγύης μου προς τον Παναγιώτη

Α, όλα κι όλα: για μένα πάνω απ’ όλα είναι ο άνθρωπος, πάνω απ’ όλα είναι η φιλία, η προσφορά στον συνάνθρωπο!

Γι αυτό κι εγώ, αφού γύρισα και κοίταξα τον Εμμανουήλ – είχαμε κάτσει παράλληλα, και με πλάτη στον τοίχο – του πέταξα:   

«Ρε συ, παλιό –  μαλάκα, πάμε μέσα στο καφενείο, μην αρρωστήσουμε εδώ έξω, την Παναχαϊκή μου!»

Για να προσθέσω, μετά από μια μικρή παύση:

«Ή πάμε στο Ρεντ Φλαγκ, να κάτσουμε για λίγο, μέχρι να λήξει η μαλακία, και φύγουν από μέσα οι βλάκες οι μπασκετικοί»  

[Ξέχασα να σας πω ότι μ’ εκνευρίζει ανυπόφορα το συγκεκριμένο σπορ…]

Ο Εμμανουήλ, ο οποίος έδειχνε να απολαμβάνει το δριμύ ψύχος – αλλά και το βασανιστήριο στο οποίο με είχε υποβάλει, με κοίταξε απαξιωτικά, και μου είπε, δείχνοντας με το χέρι του προς την κατεύθυνση του καφενείου:

Αν πάμε μέσα θα αρρωστήσουμε, ηλίθιε  Χριστοδούλου… Δεν ακούς που βήχουν όλοι; Αν πάμε μέσα, σίγουρα θα κολλήσουμε γρίπη… Με τόσα μικρόβια, και χωρίς εξαερισμό

Ύστερα από μια μικρή παύση, συνέχισε την αγνώμονα επίθεση του στο πρόσωπό μου:

«Και που είδες το κρύο; Ζήτημα να χει 6 βαθμούς. Κι έχει κοπάσει κι ο αέρας…»

Αγανάκτησα από την αγνωμοσύνη και πέρασα στην αντεπίθεση:

«Έξι βαθμούς… υπό το μηδέν, θέλεις να πεις, παλιό – βλάκα»

Ο Εμμανουήλ θορυβήθηκε από την αποφασιστικότητα μου, αλλά κι από το εύλογο των επιχειρημάτων μου, και δεν απάντησε αμέσως

Ύστερα από μερικά δεύτερα ένοχης σιωπής, έσκυψε προς τον ηλίθιο σάκο που κουβαλάει συνεχώς μαζί του, κι οποίος περιέχει ό, τι μπορεί κανείς φανταστεί – από βιβλία μέχρι ζαμπονοτυρόπιτες και πλαστικά μπουκαλάκια γεμάτα ρακί, κι έβγαλε από μέσα ένα αντικείμενο

Ήτανε ένα παραλληλόγραμμο ηλεκτρονικό θερμόμετρο χώρου!

Μετά, κι αφού με κοίταξε αυστηρά, άφησε το θερμόμετρο στο στρογγυλό τραπέζι… Ύστερα από κάμποσες στιγμές αναμονής, κατά την διάρκεια των οποίων ο Εμμανουήλ είχε σκύψει και κοίταγε επίμονα το αναλογικό θερμόμετρο, χτυπώντας νευρικά τα δάκτυλά του στο τραπέζι, ένα χαμόγελο θριάμβου σχηματίστηκε στο πρόσωπο του

Πήρε το  θερμόμετρο και μου το έφερε μπροστά στη μούρη μου, λέγοντας μου:

«Ορίστε, γράφει 7 βαθμούς κελσίου»

Όντως έγραφε 7 βαθμούς… Αλλά εγώ κρύωνα πολύ:

«Ναι αλλά εγώ κρυώνω πολύ, ρε συ Πάνο… Και 7 βαθμοί δεν είναι και πολλοί», απάντησα, αγανακτισμένα, στον γελοίο τύπο, με τον οποίο αναγκάζομαι να κάνω παρέα επειδή η πρώην μου είναι κολλητή της πρώην του

Αλλά ο Εμμανουήλ ήταν αμείλικτος:

«Ξέρεις γιατί κρυώνεις;»

Απάντησε ο ίδιος:

«Γιατί είσαι ντυμένος, βαριά ντυμένος, ανόητε Χριστοδούλου»

Βαριά ντυμένος; Βαριά ντυμένος;; Εγώ, βαριά ντυμένος;;;   Ακούτε τι  μαλακίες μου έλεγε ο άνθρωπος; Εγώ φορούσα μόνο πουκάμισο – πουλόβερ – μπουφάν, από πάνω, δυο παντελόνια και δυο ζευγάρια κάλτσες! Ενώ είχα ξεχάσει, ο μαλάκας, να πάρω γάντια και σκουφάκι, κι έτσι είχα αναγκαστεί να κατεβάσω την άβολη κουκούλα του μπουφάν μου και να βάλω τα χέρια στις τσέπες

Αντίθετα, ο Εμμανουήλ ήταν ντυμένος πιο ελαφριά: πουκάμισο, που φαινόταν, όμως, αρκετά χοντρό, χειμωνιάτικο παντελόνι και μποτάκια. Ένα μπουφάν που κουβάλαγε μαζί του, το είχε κρεμάσει στην καρέκλα του, ενώ είχε ακουμπήσει ένα ζευγάρι γάντια στο τραπέζι

Η προκλητικότητα και το θράσος κι του συγκεκριμένου κυρίου δεν είχαν όρια:

«Δε βλέπεις εμένα πως είμαι ντυμένος; Γιατί εγώ δεν κρυώνω;»

[Να σου πω εγώ γιατί δεν κρυώνεις, μαλάκα Εμμανουήλ: Γιατί είσαι ανώμαλος! Γιατί είσαι σαδομαζοχιστής!! Γιατί είσαι ψυχοπαθής!!! Γιατί είσαι χοντρό – πατσαβούρας, παλιομαλάκα Εμμανουηλ!!!! Γι’ αυτό δεν κρυώνεις]

Δεν του απάντησα, μόνο και μόνο επειδή είχα περιέργεια να δω σε ποιο σημείο θα φτάσει η αναισθησία του. Απλά τον κοίταζα. Με βλέμμα οργής κι αγανάκτησης…

Αλλά βλέποντας την έκφραση του προσώπου μου, ο Εμμανουήλ άλλαξε ύφος και γραμμή:

«Έλα, ρε συ Μάνο, κάνε λιγάκι υπομονή. Σε κάνα τέταρτο θα χει φύγει ο πολύς κόσμος από μέσα. Όπου να ναι τελειώνει το ματσάκι»

[Άρχισαν τα παρακάλια! Άρχισαν τα παρακάλια!! Λαμόγιο, Εμμανουήλ!!!! Λαμόγιο, Εμμανουήλ!!!!]

Ύστερα, κι αφού έβλεπε ότι δεν του απαντούσα, ο Εμμανουήλ πήρε τα γάντια του από το τραπέζι και μου τα πρόσφερε

Έπρεπε να απορρίψω την ελεεινή πρόταση δωροδοκίας, που μου έκανε, αλλά κρύωνα πολύ. Και κρύωνα πολύ, εξαιτίας της δικιάς του εμμονής, οπότε πήρα τα γάντια και τα φόρεσα

Μετά, άνοιξε ξανά το σάκο του κι έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο μπουκάλι γεμάτο με ένα διαφανές υγρό και δυο πλαστικά ποτηράκια. Κι αφού τα γέμισε με το διαφανές υγρό, μου έδωσε, χαμογελώντας πονηρά, μου έδωσε το ένα

«Πιες να ζεσταθείς», μου είπε

Πήρα, επιφυλακτικά – αλλά με αναπτερωμένο το ηθικό μου, το ποτηράκι και μύρισα το περιεχόμενο του: Ήταν τσίπουρο! Ήταν τσίπουρο!!

Βλέπετε τι άνθρωπος είναι ο Παναγιώτης ο Εμμανουήλ; Αυτός είναι φίλος, ρε! Αυτή είναι καρδιά!! Μάλαμα!!! Μάλαμα!!!!

Και μου τόνε βρίζουνε οι άλλοι, και μου τόνε κριτικάρουν!

Αίσχος!!

Ντροπή!!!

Όποιος κακολογεί τον Πάνο τον Εμμανουήλ είναι κακόβουλος και συκοφάντης! Μ’ έχετε ακούσει εμένανε να κακολογώ τον Πάνο, τον αδερφό μου; Ποτέ! Ποτέ!!

Πριν καν πιω όλο το ποτηράκι, το ματς είχε λήξει. Μόλις οι πολλοί φύγανε, ο Εμμανουήλ κι εγώ πήραμε τα συμπράγκαλα μας και περάσαμε μέσα στο καφενείο… και στη ζέστη