Η υπόσχεση και το"γαμώτο"

Τον Ιούλιο του 1992 βρέθηκα στη Βαρκελώνη. Ταξίδεψα ως εκεί  με μια νταλίκα που ερχόταν από τη Γαλλία, φορτωμένη τσιμεντένια μπλόκα. Είχα μαζί μου μόνο μια ταξιδιωτική τσάντα. Πριν από κάμποσες μέρες είχα ξεμπαρκάρει στη Μασσαλία από το υπό λιβεριανή σημαία φορτηγό με το παράξενο όνομα «Ζαρατούστρας». Στην τσάντα υπήρχαν μόνο τα στοιχειώδη: ξυριστικά, μια αλλαξιά εσώρουχα, το ναυτικό φυλλάδιο, το διαβατήριο, ένα σημειωματάριο γεμάτο ταξιδιωτικές εντυπώσεις κι η Βάρδια του Νίκου Καββαδία. Στην πόλη έφτασα ταξιδεύοντας με οτοστόπ. Δεν είχα ξαναπάει κι έτσι δεν γνώριζα τα κατατόπια. Ο οδηγός της νταλίκας, πριν με κατεβάσει στον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων, μου συνέστησε να πάω στην πανσιόν «Νόγια», ένα φτηνό ξενοδοχείο πίσω από τον πεζόδρομο Λας Ράμπλας,

Ως πρώην αθλητής του Κερκυραϊκού Γυμναστικού Συλλόγου, ενδιαφερόμουν για τους αγώνες στίβου, ιδιαίτερα για τους δρόμους ταχύτητας. Παλιά έτρεχα σε μαθητικούς αγώνες. Θυμίζω πως από τον σύλλογο αυτό είχε ξεκινήσει την καριέρα του ο Σπύρος Κοντοσώρος, ο οποίος είχε πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς του Μονάχου, καταλαμβάνοντας μια από τις τελευταίες θέσεις στα 3.000 μέτρα στιπλ.

Όπως ίσως θα έχετε καταλάβει, πήγα στη  Βαρκελώνη επειδή διεξάγονταν εκεί οι 25οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Η αγάπη μου για τον αθλητισμό ήταν το ισχυρό κίνητρο γι’ αυτό το ταξίδι (μολονότι υπήρχε και άλλος λόγος, όπως θα εξηγήσω παρακάτω): είχα φτάσει στην πόλη για να δω τρία ιερά τέρατα του στίβου, τον Αμερικανό Καρλ Λιούις στο μήκος, τον Ουκρανό Σεργκέι Μπούμπκα στο επί κοντώ και τον Κουβανό Χαβιέρ Σοτομαγιόρ στο μήκος. Οδηγημένος από το θράσος μου, πήγα στις εγκαταστάσεις του ολυμπιακού χωριού, κι αφού πέρασα από τους ένοπλους φρουρούς που προστάτευαν τους αθλητές, πλησίασα τον Σοτομαγιόρ. Μιλώντας του για τον Ερνέστο Γκεβάρα και την επανάσταση στην Κούβα, κατάφερα να γίνουμε φίλοι. Εκεί γνώρισα μια μαύρη αμερικανίδα αθλήτρια, την GeilDevers-Ρόμπερτς, φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες, που θα έτρεχε στους δρόμους ταχύτητας. Ήταν όμορφη και ευγενική. Ως ένδειξη καλής θέλησης, της χάρισα ένα κομπολόι με πράσινες χάντρες κι αυτή μου πρόσφερε ένα κόκκινο κοκαλάκι που έβγαλε από τα μαλλιά της. Μετά συζητήσαμε για ένα σωρό πράγματα, για τα ταξίδια και τη λογοτεχνία, κυρίως, βάζοντας έτσι τα θεμέλια για μια γερή φιλία.

Το βράδυ της 6ης Αυγούστου, μέσα στο κατάμεστο ολυμπιακό στάδιο της Βαρκελώνης, έζησα υπέροχες στιγμές. Την ίδια ώρα η Geil, νικήτρια στο δρόμο των 100 μέτρων, έζησε μια τραγωδία. Ήταν το φαβορί για ένα δεύτερο χρυσό μετάλλιο. Οι αντίπαλές της, οι συμπατριώτισσές της Μάρτιν και Τόλμπερτ, η κάτοχος του παγκόσμιου ρεκόρ Βουλγάρα Ντόνκοβα, οι Κουβανές Λόπες και Άδαμς, η Ρωσίδα Κολοζάκοβα και η Ελληνίδα Βούλα Πατουλίδου είχαν κάνει χειρότερους χρόνους εκείνη τη χρονιά. Κι όμως το ’χασε το μετάλλιο.

Είχα πάρει θέση στα κάγκελα, πολύ κοντά στο σημείο από όπου θα περνούσαν οι αθλήτριες, ώστε μετά το τέλος της κούρσας να βγω με κάποιο τρόπο στον αγωνιστικό χώρο και να τρέξω να αγκαλιάσω την Geil και να πανηγυρίσω μαζί της. Πράγματι, ο αφέτης πυροβόλησε, οι κοπέλες ξεκίνησαν και η Geil ξεχώρισε από τις υπόλοιπες, τρέχοντας σαν ζαρκάδι. Ξαφνικά, κι ενώ περνούσε από μπροστά μου, σε απόσταση λίγων μέτρων, ακολουθούμενη από την Πατουλίδου, μ’ έπιασε ενθουσιασμός, έβαλα τα χέρια μπροστά στο στόμα μου εν είδει χωνιού και φώναξα με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου:

«Έλα! Έμπαινε, Geil!»

Ήταν μια άγρια κραυγή, ήθελα να την εμψυχώσω. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν κατ’ ευχήν. Ο ήχος της φωνής μου της απέσπασε την προσοχή, την έκανε να τρομάξει, να στρέψει ελαφρά το κεφάλι της προς το μέρος μου. Αποτέλεσμα; Έπεσε πάνω στο 10ο και τελευταίο εμπόδιο, οπότε πρώτη έκοψε το νήμα η Βούλα Πατουλίδου, ακολουθούμενη από την Μάρτιν και την Ντόνκοβα. Ήταν ένας θρίαμβος των ελληνικών χρωμάτων. Χαμένη στις σκέψεις της, αιφνιδιασμένη από το αναπάντεχο δώρο που της έκανε η Αμερικανίδα αθλήτρια, η νικήτρια πήρε μια ελληνική σημαία που της έδωσε κάποιος από τους θεατές, τυλίχτηκε μ’ αυτήν, κι έκανε το γύρο του θριάμβου.

Τη στιγμή που η Ελληνίδα αναφώνησε μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα τη φράση «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!» η Geil, η καλή μου Geil, χτυπιόταν στο έδαφος, τραβώντας τα μαλλιά της.

Ήταν φανερό πως έπρεπε ν’ αλλάξω θέση, αν ήθελα να διατηρήσω τη σωματική μου ακεραιότητα. Ήδη άρχισαν να με κοιτάζουν με απειλητικές διαθέσεις oι μαύροι μπράβοι που προστάτευαν τα μέλη της αμερικανικής αθλητικής αποστολής.

*

Η Πατουλίδου επέστρεψε στην πατρίδα θριαμβεύτρια και μαζί με τους άλλους ολυμπιονίκες έφτασε δαφνοστεφανωμένη στο κέντρο της Αθήνας, καθώς πλήθη κόσμου την έραιναν με άνθη την ώρα που η πομπή περνούσε από τη λεωφόρο Συγγρού. Ο δήμαρχος της Αθήνας την τίμησε με το χρυσό κλειδί της πόλης και η κυβέρνηση της απένειμε το βαθμό του σημαιοφόρου του Πολεμικού Ναυτικού. Διάβασα τα τεκταινόμενα στις ελληνικές εφημερίδες της επόμενης μέρας, ενώ παρέμεινα στη Βαρκελώνη: θα έψαχνα να βρω καράβι να ξαναμπαρκάρω.

Το ίδιο βράδυ που η Πατουλίδου βρισκόταν ευτυχισμένη στο κρεβάτι του ολυμπιακού χωριού, έξι χιλιόμετρα μακριά από το στάδιο, αγκαλιά με τον άντρα της, γιορτάζοντας τα επινίκια, εγώ παρέμενα ξάγρυπνος σ’ ένα δωμάτιο της πανσιόν «Νόγια». Τη σκεφτόμουν. Θυμόμουν το θερμό φιλί που μου είχε δώσει πολλά χρόνια πριν στην πόλη VaneAkel, σε μια γωνιά του γυμνάσιου της πόλης, όταν ονειρευόταν να γίνει αθλήτρια του μπάσκετ. Ήταν πάντα μια φιλόδοξη κοπέλα που ήθελε να ξεφύγει από τη φτώχεια. Ο πατέρας της είχε εργαστεί επί χρόνια στα ανθρακωρυχεία της Βεστφαλίας-Ρηνανίας και στα καρβουνιάρικα πλοιάρια που διέσχιζαν το Ρήνο, ενώ ο δικός μου που είχε αποκτήσει την ειδικότητα του τορναδόρου, δούλευε σκληρά στο τοπικό εργοστάσιο της Siemens.

«Θα γυρίσω στην Ελλάδα», μου είχε πει.

«Θα γυρίσουμε μαζί, Βούλα», της είπα.

«Έχω όνειρα».

«Θα σε βοηθήσω να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου», της υποσχέθηκα.

«Μα γιατί θα το κάνεις;» απόρησε.

«Τι γιατί; Για σένα, ρε γαμώτο!»

Κάποια στιγμή η οικογένεια Πατουλίδη επέστρεψε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ η δική μου γύρισε στην Κέρκυρα, όπου ο πατέρας μου άνοιξε καφενείο. Με τη Βούλα ανταλλάξαμε μερικές καρτ-ποστάλ κι ύστερα –όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις–, χαθήκαμε. Όταν αυτή φοιτούσε στη Γυμναστική Ακαδημία, εγώ αλώνιζα τους ωκεανούς.

*

Δεν με πείραξε που η Βούλα δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί μου μετά από τη νίκη της. Πιστέψτε με. Για ποιο λόγο άλλωστε; Δεν ζήτησα από κανέναν ευχαριστίες, ούτε επιβράβευση για ό,τι έγινε στο ολυμπιακό στάδιο της Βαρκελώνης. Η πράξη μου έμεινε στην αφάνεια, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Το μόνο που ήθελα ήταν να υλοποιήσω την υπόσχεση που της είχα δώσει εκείνη τη χιονισμένη μέρα στη VaneAkel, κάτι που πιθανότατα μέσα στις τόσες σκοτούρες της είχε ξεχάσει· άλλωστε από τότε μέχρι τη στιγμή του θριάμβου της είχαν μεσολαβήσει τόσα χρόνια.