Όταν ο δαίμονας απεβίωσε

Μια φορά ο Stello, ένας απλός καλλιτέχνης ή ποιητής, αποφάσισε να ζωγραφίσει το τέρας μέσα του, να  μεταμορφώσει τον δαίμονα, με σάρκα και οστά σε εικόνα αληθινή, μπας και όταν δει με τα μάτια του ό,τι έτρεμε από μικρός κάπως ηρεμήσει. Τον ζωγράφιζε ζώντας όλες τις στιγμές μαζί του, εστίαζε με μαεστρία πάνω του,  σε σημείο που όλα τα άλλα δεν τον ενδιέφεραν καθόλου. Ήθελε μόνο να δώσει με κάθε λεπτομέρεια, με αληθοφάνεια και πιστότητα, του δαίμονα την αληθινή μορφή και ας έτρεμε το μέγεθός της. Στο τέλος όμως, μόνο κάτι κομμάτια φιγούρες σε προφίλ με μαύρα και κόκκινα μάτια έμεναν, μπροστά από μια πράσινη βάση σε ένα φόντο αποτυχίας. Μια ειρωνεία κατέληγε που όλες τις φορές γέλαγε μαζί του. Την άλλη μέρα πείσμωνε όλο και πιο πολύ και άρχιζε τη μάχη. Ξεκίναγε πάντα από τον σκελετό με κόκαλα κίτρινα ογκώδη, τα σωθικά, το στήθος και την σάρκα του, τον έχτιζε σιγά-σιγά αναμειγνύοντας στα χρώματα όλες τις κατάρες του.  Στο τέλος, όντας αναγκασμένος να αναγνωρίσει τον εαυτό του στο τέρας που πάλευε, του έφτιαξε και μια καρδιά μεγάλη, μαύρη σαρκώδη και τόσο αληθινή που ηχούσαν οι χτύποι σαν καμπάνες μα πάλι ορατός δεν γίνονταν.

Έτσι τα χρόνια πέρναγαν και αυτός εκεί πεισμωμένος, έβλεπε και ξαναέβλεπε την κτηνωδία που καταραμένο ποιητή σε πρόωρο θάνατο τον οδηγούσε. Στο τέλος, σε κάποια στιγμή περισυλλογής θυμήθηκε ότι η τέχνη θα πρέπει να δίνει και μια λύση εναλλακτική που σίγουρα του διέφευγε. Το τρομερό και το όμορφο, το αφύσικο και το πραγματικό εναλλάσσονται μέσα της, συνυπάρχουν σε σύνθεση αδιάσπαστη όπως αυτός και ο δαίμονάς του. Κατάλαβε ότι τα κόκαλα τα σωθικά το στήθος και η καρδιά που τόσο ζωντάνεψαν στην τέχνη του ήταν χωρίς περίγραμμα. Του δαίμονά του το περίγραμμα για να γίνει ορατό χρειαζόταν όλη την θέα, που μέσα της ως άρχοντας κυριαρχούσε και μόνο έτσι ανάπνεε. Οι λόφοι, τα δένδρα, τα χωράφια, η θάλασσα και ο ουρανός, όλο το τοπίο με τα πολλά τα χρώματα που δεν ζωγράφιζε, ήταν αυτός ο ίδιος.