35. – Το πανηγύρι

Στο πανηγύρι, πωλούν βάζα με μέλι ακακίας έως και χειροποίητες κούκλες. μεταχειρισμένα ρούχα και μουσικά όργανα, έως παλαιά βιβλία και μαγειρικά σκεύη. Ένας  ζογκλέρ, ανάβει πολύχρωμες φωτιές με τα δάκτυλά του και, μία κίτρινη γυναίκα διαβάζει την μοίρα σε τραπουλόχαρτα. Ένα ημίγυμνο κορίτσι, καβάλα σε  μαύρο άλογο, παίζει ντέφι και ο οδηγός της, διαλαλεί το είδος του σε μεγάλο πανέρι.  μαγικά δακτυλίδια για ελεύθερες. Αγοράζω ένα. Έχει το σχήμα φιδιού, που, αντί για κεφαλή ερπετού, καταλήγει σε μικροσκοπικό  περιστέρι. ολόκληρο από ατσάλι.

Εκτυφλωτικά ροζ, το μαλλί της γριάς, προκαλεί τον ουρανίσκο μου. Παίρνω αυτό το σύννεφο από καμένη ζάχαρι και, τα χείλη μου ρίχνονται πάνω του σαν σε πεινασμένο, ξεδιάντροπο φιλί. Πλησιάζω την γυναίκα που εξομολογεί την τύχη. Με κοιτάζει με άσπρα μάτια και, μου κάνει νόημα να φύγω με απεχθή μορφασμό. Δεν της αρέσω.. ή.. τι;.

Τότε τον βλέπω. Είναι πίσω μου. ξεχωρίζει, γιατί είναι ψηλότερος, ανάμεσα σε αθρόους περιπατητές, μάλλον κακοφτιαγμένους και βλοσυρούς. Ντυμένος στα μαύρα και με πρόσωπο που λάμπει, λευκό, μακιγιαρισμένο όπως των κλόουν, έχει υπερμέγεθες στόμα άτσαλα βαμμένο, που στάζει βαθυκόκκινα σάλια. Κρατά ένα ξύλινο μπαστούνι από χοντρό κλαρί και, φορά στραπατσαρισμένο, βελούδινο καπέλο. Ανησυχώ, μόνο όταν διαπιστώνω πως, με ακολουθεί καθ όλη την διάρκεια του περιπάτου μου, σταθερά, περίπου τα επτά μέτρα μακριά μου. Στο συνωστισμό, τα σώματα των ανθρώπων εγγίζονται, σα νάναι θεμιτά, εθελούσιοι εφαψίες. Ενοχλούμαι από την επαφή. Ο διώκτης μου, μου θυμίζει κάτι, που, δεν μπορώ να συγκεκριμενοποιήσω. Κάποιον, που βλέπω στα όνειρά μου και, δεν θυμάμαι κατόπιν. Δεν θέλω να θυμηθώ. Α υ τ όν, που, είναι λέει μαζί μου σε ένα δωμάτιο, χωρίς πόρτα και παράθυρα, και, κάτι γράφει σε έναν σχολικό μαυροπίνακα του τοίχου, με σιέλ κιμωλία.

Με πλησιάζει ένας άντρας που εμπορεύεται το σώμα του. Βγάζει την γλώσσα του και, την ακουμπά αναιδώς με το δάκτυλο. Ανοίγει προσεχτικά το παλτό του, να δω μόνον εγώ, το απογυμνωμένο, όρθιο όργανό του. Καθυστερώ επίτηδες. Αγοράζω ένα ζευγάρι ξύλινα χειροκρόταλα, ένα μικρό μαχαίρι, μία μαντήλα, ένα ζευγάρι γόβες σε τριανταφυλλί χρώμα, ένα γλειφιτζούρι σε σχήμα φαλλού, έναν αντιανεμικό αναπτήρα.

Ο ουρανός, χαρακώνεται από πυροτεχνήματα. Οι καμπάνες μίας μακρινής εκκλησίας χτυπούν δαιμονισμέναπαραμονή των Αγίων Όλων και απόβραδο. Αρχίζει να φυσάει. Ο αέρας, παίρνει το καπέλο μου από γούνα. Το αφήνω στην τύχη του. Έχω κουραστεί. Είναι πάντα πίσω μου. Θέλω να φωνάξω β ο ή θ ε ι α, μα, συγκρατούμαι. Αποφεύγω τους έρημους δρόμους, ώστε να γυρίσω στο διαμέρισμά μου, υποτίθεται, «ασφαλής». Όταν μπαίνω στο μικρό μου σπίτι, διπλοκλειδώνω και, ο γάτος έρχεται να  τριφτεί στα πόδια μου. φύλακας κι έρωτάς μου. Ξαπλώνω όπως είμαι ντυμένη και, περνώ στα δάκτυλά μου τις καστανιέτες, χτυπώντας τις ελαφρά. Έξω βρέχει ραγδαία. ωστόσο, ακούω το κλειδί που ανοίγει μαλακά την εξώπορτα. Ακούω επίσης, τον θόρυβο που κάνει το μπαστούνι από δενδρίσιο κλαδί στα πλακάκια.  Δεν θέλω να τον σκοτώσω απόψε, αν και, κρατώ την λεπίδα του μαχαιριού με τα δόντια μου, όπως πάντα εξάλλου. Έχω ερωτευθεί τα κακοβαμμένα μπλε, τεράστια φρύδια του. Είναι,  σαν τις ξεκρέμαστες γέφυρες μίας μεταφυσικής του πουθενά, που, αποσκοπώ να βαδίσω.  Αυτό το προσυνεννοημένο παιχνίδι μας, τελείται καθ’ επανάληψη, εδώ και καιρό. Κάποτε, ή ποτέ, ο ένας θα σκοτώσει τον άλλο.