7. Η ανάθεση

Α.

Ο παρατηρητής-επιτετραμμένος εκκαθαριστής, πατά το πλήκτρο ακρόασης.

ΜΑΡΤΥΣ 1ος- Ο Α. ήταν ένας ονειροπαρμένος Κύριος. Κατοικούσε στον τρίτο. Έβγαινε στο μπαλκόνι και μονολογούσε στραμμένος στον ουρανό. Όλοι οι ένοικοι τον φοβόμαστε.

ΜΑΡΤΥΣ 2ος- Ο Α. τελευταία έψαχνε τον τέλειο άνθρωπο, τον τέλειο έρωτα, το άριστον των πραγμάτων. Είχε εμμονές, παράλογες ελπίδες και αναζητήσεις. Δεν επισκεπτόταν πια την λέσχη μας.

ΜΑΡΤΗΣ 3ος - Ο Α. είχε απομακρυνθεί από όλους, έλεγε πως του έχει ανατεθεί ένα σημαντικό έργο. Χωρίσαμε σαν ανδρόγυνο. Δεν το είδα έκτοτε. 

Η καρδιά της γεννήτριας, είναι προς ώρας νεκρή. Το στούντιο στο σκοτάδι. Βρέχει. Οι μπουκεμβίλιες ευωδιάζουν πένθος.

Ο Παρατηρητής-επιτετραμμένος εκκαθαριστής, ξυπνάει από το εξής όνειρο:

Κάποιος, ή κάτι, τον κυνηγάει σε λαβύρινθο. Όταν γυρίζει να κοιτάξει, βλέπει το τίποτα. Αντιλαμβάνεται πως, είναι διώκτης και όχι διωκόμενος.

Τόση αναστάτωση. όλοι τελούν εν πανικώ, για μία μη δεδηλωμένη εξαφάνιση, για ένα Πτώμα που δεν θα βρεθεί ποτέ, αφού δεν υπάρχει πτώμα – αναλογίζεται. - Είμαι το Πτώμα, λέει.

Β.

Η απόλυτη ησυχία τον ταράζει. Το στούντιο είναι νεκρό. Τα ψυχοσκόπια, οι μηχανές λήψεων και προβολών, οι οθόνες των υπολογιστών, οι οφθαλμοί παρακολούθησης, οι κρύπτες δεδομένων - κοιμούνται. Ο βραχίονας επανεκκίνησης δεν υπακούει. Πλήρης η άπνοια ενεργοδότησης και έτσι, άκυρη η εκ νέου επαναφορά.

Έχει ήδη ξημερώσει. Το όνειρο της χθεσινής νύχτας, κατ επανάληψη.

Βγαίνει στον δρόμο, ξυπόλητος, ενδεδυμένος τα του ύπνου. Περπατά, σχεδόν τρέχει. Κανένα ίχνος ύπαρξης. Άνθρωποι, πουλιά, ζώα. Ό,τι εμπεριέχει ζωή, κρυμμένο ή, απολεσθέν δια παντός. Ακόμη και τα δένδρα, και τα λουλούδια. Βιβλική (αν)ησυχία.

Οδηγεί χωρίς σύνεση και προγραμματισμό. Κατευθύνεται στο λιμάνι, το αεροδρόμιο, τους σταθμούς μεταφορικών μέσων. Μαγαζιά, γραφεία, αγορές. Το απόλυτο της ερημίας.

-Οι άθλιοι, εξαφάνισαν τα πάντα. Είμαι εγώ που σκότωσα όμως, προδίδοντας κατ εξακολούθηση. Ήμουν ο τελειότερος τάχα. Ο ιδανικός, ο πιο κατάλληλος εκκαθαριστής περί την εντελέχεια προσώπων, καταστάσεων και πραγμάτων.

–Θεέ, ουρλιάζει, Είμαι μόνος..

-Κι Εγώ, απαντά ο αόρατος Θεός.

Γ.

Εκτός αυτοκινήτου, αρχίζει να τρέχει προς πάσα κατεύθυνση. Ουδέν προγραμματισμένο δρομολόγιο. Κάνει κύκλους και τεθλασμένες.

Το κίτρινο αμάξι, πίσω του ακολουθεί αργά.

-Ω Θεέ, φωνάζει και ο αντίλαλος πολλαπλασιάζει την έκκληση σε περιβάλλον καθολικής, ζωικής απουσίας.

-Ω Άνθρωπε, απαντά ο απών Θεός, και το ζιγκ ζαγκ ενός κεραυνού, ραγίζει το Πρόσωπό Του.

Ο Θεός με ουλές.

Το ταξί πλησιάζει, ακινητοποιείται σχεδόν. Εκείνος, εισέρχεται. Κι ενώ οδηγός δεν υπάρχει, το όχημα τρέχει ιλιγγιωδώς .

Η κάμερα λειτουργεί, και τον καταγράφει. Κλαίει πίσω από τον τζάμι, ενίσταται και κτυπάει το κεφάλι του, δαγκώνει τα χέρια του. Τέλειος αυτεξευτελισμός. Προς λύπηση.

Ο εγκρεμός, πλησιάζει όλο και πιο κοντά.

-Ανευρέθη. -Παύσατε παρακολούθηση και δίωξη. Είναι, ω,ναι, ο ίδιος ο Α, ένοχος - παρατηρητής και επιτετραμμένος εκκαθαριστής της ανθρώπινης ατέλειας. Ένας ρομαντικός οιηματίας, ανόητος, ταραχοποιός του τίποτα. Έφερε εις πέρας όμως, την Ανάθεση. Συνέλαβε τον εαυτό του. -Επαναφέρατε την ζωή.

Ο εγκρεμός, απομακρύνεται εσπευσμένα.

Δ.

Ο Παρατηρητής - επιτετραμμένος εκκαθαριστής τιμάται με μετάλλιο. Ύστερα πετάει την ζώνη του πολεμιστή και, παρα θιν αλός χαιρετά το καθαρτήριο νερό.

Με την αχίλλειο πτέρνα του σε μπότα ασφαλείας, περιοδεύει. Δεν θυμάται ουδέν, από όσα πέρασαν. Πιστεύει πως, ό,τι προσπέρασε - το παρελθόν μας — είναι, σαν μην έλαβε χώρα, ή διαμείφθηκε με το ανθρώπινο.

Δεν κάνει οικογένεια. Δεν έχει σχέσεις, Δεν μιλάει παρά, ελάχιστα και μόνο σε προμηθευτές ειδών περί την επιβίωση.

Σκέπτεται πως, έπραξε καθήκον εφ ω ετάχθη. Λέει, πως η τιμωρία της γνώσης, συνεπάγεται  εξορισμό στην κόλαση, ως αδίκημα δίκαιο περί την διάμειψη.

Το ηλεκτρονικό στούντιο, μετατρέπει σε «φυτώριο» συλλεκτικών λεπιδόπτερων. Μία γυναίκα, τον επισκέπτεται κάθε δέκα ημέρες επί χρήμασι. Η κυρία τον ερωτεύεται χωρίς αμοιβαιότητα, αλλά με ελπίδα. Είναι μία υπέρβαρη καλλονή από το Μαρόκο. Μαζί του έχει οργασμό. Μετά τον θάνατο της, δεν θα τον συγκινήσει άλλη επαγγελματίας του είδους.

Δεν γράφει κανένα βιβλίο. Δεν συναγελάζεται. Χάνεται στο πλήθος, ανώνυμος και μοναχικός - πλην αυτάρκης.