Μέρος στ΄:  από τη ρήξη στον οδυνηρό συμβιβασμό…

Μίλησα με τόλμη:

«Ωραία… Ας πούμε ότι υπογράφουμε… Και μετά;»

«Σε 4 έως 6 μήνες, κι εφόσον έχετε περάσει την αξιολόγηση, θα μετακομίσετε στην μονοκατοικία μας. Εσύ, Μανόλη, θα πιάσεις δουλειά στο μαγαζί, ενώ ο Παναγιώτης θα κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Με το νοίκι που παίρνει από το σπίτι που νοικιάζει στο Μαρούσι, θα βοηθάει στον προϋπολογισμό του κοινοβίου μας»

[Ώστε αυτό ήταν. Οι κυρίες θέλουνε φθηνό εργατικό δυναμικό και δωρεάν υπηρετικό προσωπικό! Γι’ αυτό μας ζητάνε να υπογράψουμε μνημόνια!! Γι’ αυτό μας κάνουν πρόταση γάμου: Για να μας σκλαβώσουν!! Για να μας προλεταριοποιήσουν!!! Να μας εξανδραποδίσουν!!!!]

Η οργή κι αγανάκτηση με είχαν κυριεύσει. Ήπια μια μεγάλη γουλιά τσίπουρο – και πέρασα στην ανοιχτή ρήξη με τις δανειστές… εεε, με τις κοπελιές:

«Εγώ δεν υπογράφω μνημόνια, μαντάμ Χρυσαφένια! Εγώ δεν είμαι Τσίπρας!! Εγώ δεν είμαι Τσακαλώτος!! Εγώ δεν είμαι ο Φλαμπουράρης!!!!»

Η απάντηση της Χρυσαφένιας στο δίκαιο ξέσπασμα μου ήταν δηλητηριώδης και κυνική:

«Έχεις δίκιο. Είσαι πιο χοντρός κι από τον Φλαμπουράρη»

Και μετά ξέσπασε σε γέλια. Και μαζί της, κι οι άλλες δύο κοπελιές

Η προσπάθεια γελοιοποίησης των πολιτικών μου απόψεων και αρχών, δεν με πτόησε καθόλου

«Εγώ δεν είμαι προδότης», βροντοφώναξα με παρρησία

Η απάντηση της Χρυσαφένιας ήταν άμεση:

«Όρσε, να μη στα χρωστάω», μου είπε, μουντζώνοντας με και με τα δυο της χέρια

[Με μουντζώνει, επειδή έχει χάσει την ψυχραιμία της! Είναι σίγουρο!!]

Και συνέχισε:

«Καλά, το ότι έχεις χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, δεν το συζητάμε…  Αλλά μιας και το ’φερε η κουβέντα, και για να ’χουμε και καλό ρώτημα, εσύ δε μου ’λεγες, Μανόλη μου, ότι ο Τσίπρας είναι η μοναδική ελπίδα για το λαό; Ο «μικρός»   – έτσι τον έλεγες...»  

[Ψέμα! Λάσπη!! Συκοφαντία!!! Ασύστολη πολιτική συκοφαντία!!!! Ποτέ δεν είπα αυτά τα λόγια!!!! Ποτέ!!!!]

Πήγα να αποκρούσω την επίθεση λάσπης, αλλά με ξαναπρόλαβε η Χρυσαφένια:

«Μου το χες στείλει και σε μήνυμα, να στο διαβάσω;»

[Εντάξει… Εντάξει… Μπορεί και ’χα πει και καμιά υπερβολή… Πάνω στον ενθουσιασμό μου… Μπορεί… Δε θυμάμαι… Μπορεί…]

 

Ήπια μια ακόμα γουλιά τσίπουρο και συνέχισα, σταθερά κι αποφασιστικά:

«Δεν ήξερα ότι θα υπογράψει μνημόνιο»

Αλλά κι η Χρυσαφένια ήταν ετοιμόλογη:

«Ναι, αλλά ήξερες ότι πηγαίνει για συμφωνία… Ένα αριστερό – χωρίς πολύ λιτότητα δηλαδή –  μνημόνιο… Μέσα στη ζώνη του ευρώ… Έτσι δεν είναι;»

Μίλαγε αργά και υποβλητικά. Η φωνή της είχε, εξέπεμπε, μια απερίγραπτη ζεστασιά. Για μια στιγμή ένοιωσα ζαλισμένος. Με είχαν αιχμαλωτίσει τα υπέροχα γαλαζοπράσινα της μάτια… Έπρεπε να απεγκλωβιστώ

Κι απεγκλωβίστηκα:

«Κυρία μου, δεν υπογράφω», ξαναφώναξα

Η Χρυσαφένια μου απάντησε χωρίς να με κοιτάει:

«Εντάξει, λοιπόν. Αφού δε μας θέλετε, χωρίζουμε οριστικά… Δεν πρόκειται να σας ξαναενοχλήσουμε με την παρουσία μας»

Αφού σηκώθηκε, απευθύνθηκε στη Ρούλα, που είχε αρχίσει να βουρκώνει

«Έλα, κούκλα μου. Πάμε να φύγουμε… Αρκετά ρεζιλευτήκαμε απόψε… Τα αγόρια δε θέλουνε»

Ο – επίσης βουρκωμένος – Παναγιώτης αντέδρασε:

«Όχι! Όχι! Εγώ θέλω να υπογράψω, κορίτσια! Θέλω την Ζαχαρούλα μου»

[Είσαι ηλίθια ενδοτικός, Εμμανουήλ! Δεν καταλαβαίνεις ότι μπλοφάρουν;]

Για να του απαντήσει η Χρυσαφένια

«Και οι δυο μαζί… Ειδεμή, δεν υπάρχει συμφωνία»

Αγνόησα την κυνικότητα της Χρυσαφένιας, και πέρασα στην έντονη διαμαρτυρία, κουνώντας το χέρι μου:

«Και βέβαια θέλουμε να σας παντρευτούμε! Αλλά δεν είναι όροι αυτοί, γαμώ την Εύα μου», είπα στην Χρυσαφένια

Αλλά μου απάντησε, ναζιάρικα, η Εύα:

«Αχ, Μανόλη μου, όλο υποσχέσεις είσαι!»

Και δάγκωσε τα χείλια της…

Ύστερα, μου μίλησε η Χρυσαφένια, που στεκόταν, όρθια, ακριβώς από πάνω μου:

«Πάρε κι αυτά, για να με θυμάσαι»

Και μου άφησε πάνω  στο τραπέζι δυο αντικείμενα, που έβγαλε μέσα από την τσάντα της:

Μια φωτογραφία κι ένα δακτυλίδι

Μια παρόμοια κίνηση έκανε κι η Ρούλα, η οποία επίσης είχε σηκωθεί όρθια…

Πήρα την φωτογραφία στα χέρια μου και την κοίταξα:

Πρέπει να ήτανε από τις διακοπές – φαινόταν η θάλασσα στο φόντο… Η Χρυσαφένια πόζαρε χαμογελαστή… Φορούσε ένα κορδόνι στη μέση της…

Μετά, πήρα στα χέρια μου το δακτυλίδι… Ήταν ένα δώρο που της είχα κάνει πριν από 15 χρόνια… Ο Παναγιώτης είχε αγοράσει δυο πανομοιότυπα, σχεδόν, δακτυλίδια από το Μοναστηράκι… Και μου χε δώσει το ένα, να το δωρίσω στην Χρυσαφένια… και το άλλο το δώρισε στην Ρούλα…  Είχαν σκαλισμένα κάτι αστεράκια και κάτι ημισελήνους

Μετά, κοίταξα τον  Παναγιώτη. Είχε πάρει το δακτυλίδι στα χέρια του και το φιλούσε, έχοντας πλαντάξει στο κλάμα. Στην φωτογραφία, που είχε αφημένη στο τραπέζι, η Ρούλα φορούσε μπικίνι…

Λύγισα…, έσπασα

Σηκώθηκα όρθιος, γύρισα προς τα κορίτσια, που χαν απομακρυνθεί μερικά μέτρα…, αγνόησα την Εύα, η οποία μου είχε βγάλει την γλώσσα της και μου έκανε μια άσεμνη χειρονομία – με το μεσαίο δάκτυλο του αριστερού της χεριού…, και φώναξα στα κορίτσια, με τρεμάμενη φωνή:

«Υπογράφω! Δώστε το χαρτί!»

Οι δυο γυναίκες γύρισαν να με κοιτάξουν. Ήταν αγκαλιασμένες… Και βουρκωμένες…

Η Χρυσαφένια, αφού ξαναπλησίασε στο τραπέζι, μου μίλησε με βραχνή φωνή:

«Δε χρειάζεται να υπογράψεις, Μανόλη μου»

Κι ύστερα πήγε στο τραπέζι και πήρε την φωτογραφία και το δακτυλίδι…

[Γιατί και την φωτογραφία; Γιατί;;]

Αυτό έκανε κι η Ρούλα…

Και έφυγαν, λέγοντας μας – και οι δυο μαζί:

«Εις το επανιδείν»  

Έπρεπε να φύγουμε  κι εμείς. Μας περίμενε πολύ περπάτημα από αύριο…

Από την επόμενη κιόλας μέρα αρχίσαμε να πηγαίνουμε, με καράβι…εεε, με λεωφορείο, στα βουνά της Αττικής για περπάτημα…

Αλλά συνεχίζαμε να πηγαίνουμε και στο καφενείο

Είχαμε και … παράλληλο πρόγραμμα