Δύσκολες διαπραγματεύσεις σε επικίνδυνο έδαφος Μέρος ε’: Οι επαχθείς όροι του μνημονίου

Η Βελκουλέσκου – Χρυσαφένια αρχίζει να μας ανακοινώνει τους επαχθείς κι επονείδιστους  όρους δεν μας τους είχε ανακοινώσει ακόμα, αλλά ήμουν σίγουρος γι’ αυτό – του απεχθούς μνημονίου, που είχε εκπονήσει μαζί με τη φιλενάδα της τη Ρούλα, προκειμένου να μας εξευτελίσουν, εμένα και τον Παναγιώτη, να μας ντροπιάσουν, να μας εξανδραποδίσουν, να μας φτωχοποιήσουν και να μας ξεπουλήσουν…

Η Βελκουλέσκου, η οποία έχει μισοφορέσει τα γυαλιά της, ώστε να συμβουλεύεται το κείμενο, και συγχρόνως να κοιτάει κι εμάς, μιλά αργά και φωναχτά:

«Όρος πρώτος: Μέσα σε 4 μήνες, έως τις γιορτές των Χριστουγέννων δηλαδή, πρέπει να έχετε χάσει, εσύ Μανόλη – κι έδειξε με τον αντίχειρα της εμένα, είκοσι κιλά… Κι εσύ Παναγιώτη –  κι έδειξε με τον αντίχειρα της τον Παναγιώτη, δεκαπέντε κιλά»

[Γιατί εγώ είκοσι κι ο Παναγιώτης δεκαπέντε; Γιατί δύο μέτρα και δύο σταθμά; Μήπως επιδιώκουν να μας διασπάσουν;;

Εντάξει…, δε λέω…, Ο Εμμανουήλ είναι πέντε κιλά ελαφρύτερος, αλλά εγώ έχω καλύτερη σωματοδομή, οπότε δε μου δείχνουν απάνω μου, αυτά τα λίγα παραπανίσια κιλά. Είμαι μόλις 104 κιλά – όντας 1,83! Γιατί να χρειάζομαι αδυνάτισμα;

Πριν λίγο καιρό μου ’λεγε, αυτή η κυρία, ότι έχω σωματοδομή δισκοβόλου. Άλλαξε κάτι; Ε, κυρία μου;;]

«Παλιά σου ’λεγα ότι έχεις σώμα δισκοβόλου… Αλλά τώρα, όπως έχεις καταντήσει,  έχεις σωματοδομή... παλαιστή του Σούμο»

[Ε, όχι και σωματοδομή... παλαιστή του Σούμο! Ε, όχι και σωματοδομή... παλαιστή του Σούμο!! Σωματοδομή... παλαιστή του Σούμο έχει ο Κλεομένης ο Συγγενόπουλος – παθολόγος και διακεκριμένο μέλος της Πανελλήνιας Επιτροπής Διεκδίκησης των Ελγινείων Μαρμάρων, και φίλος του Εμμανουήλ, που περνά συχνά από το καφενείο του Λουκά, o οποίος είναι 135 κιλά!

Αλλά για σταθείτε, ρε παιδιά… Πως διάβασε τη σκέψη μου η Χρυσαφένια; Μπας και σκέφτομαι φωναχτά; Περίεργο δεν είναι;;]

Αποφάσισα να περάσω στην αντεπίθεση, κόντρα στις παραψυχολογικές ικανότητες της Βελκουλέσκου:

«Και με ποιο τρόπο, ρε κορίτσια; Είκοσι κιλά είναι πολλά»

Αλλά η Χρυσαφένια εξακολουθούσε να ναι αμείλικτη ‘

«Με περπάτημα»

Ύστερα, κι αφού με μούντζωσε, συνέχισε

«Πέντε χιλιόμετρα την ημέρα»

[Μου έδωσε την μούντζα, για να δώσει έμφαση στο πέντε]

Πήγα να διαμαρτυρηθώ, αλλά με πρόλαβε η φωνή του Εμμανουήλ:

«Εντάξει, κορίτσια… Εγώ συμφωνώ μ’ αυτόν τον όρο… Μπορούμε να αδυνατίσουμε είκοσι κιλά»

Ύστερα, ο προδότης κοίταξε εμένα:

«Ε, Μανόλη;»

[Είναι, πια, ηλίου φαεινότερο!  Ο Εμμανουήλ είναι ένας συνειδητός πράκτορας, ένα έμμισθο όργανο των δανειστών …εεε, των κοριτσιών. Αυτών των αδίστακτων μεγαρών … εεε, μεγαιρών]

Απέφυγα ν’ απαντήσω συγκεκριμένα, λέγοντας απλά – και κοφτά:

«Πάμε στον επόμενο όρο»

Αυτή τη φορά, το λόγο πήρε η Ρούλα

«Όρος Δεύτερος: κομμένα τα μεθυσμένα, μεσονύχτια μηνύματα σεξοπορνοδιαστροφικού περιεχομένου»

[Όπα! Ποια  μηνύματα σεξοπορνοδιαστροφικού περιεχομένου; Μας συκοφαντούν! Λένε ψέματα!! Υπερβολές!!! Ανακρίβειες!!!

Πότε σας στείλαμε εμείς μηνύματα σεξοπορνοδιαστροφικού περιεχομένου, παλιοκόριτσα;]

Η Χρυσαφένια ξαναδιάβασε τη σκέψη μου:

«Εδώ και 2 – 3 μήνες μας βομβαρδίζετε με τέτοια μηνύματα, συνεχώς… Ιδίως στις διακοπές… Μας τρελάνατε»

Η αδικία με εξόργισε. Αφού ήπια μια μεγάλη γουλιά τσίπουρο, πέρασα δυναμικά στην αντεπίθεση:

«Δε θυμάμαι να σας έχουμε στείλει τέτοιου  είδους μηνύματα, γλυκιά μου Χρυσαφένια»

Η Χρυσαφένια με κοίταξε με το γνώριμο ψαρωτικό, όσο και μαγευτικό, της βλέμμα, έκανε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της, και μου απάντησε:

«Που να θυμάσαι… Με τόσα τσίπουρα που πίνεις…»

Έκανε μια μικρή παύση μόνο και μόνο για να συνεχίσει, με μεγαλύτερη ακόμα ένταση, την κατασυκοφάντηση μου

«Αν και παλαιότερα, που δεν έπινες τόσο πολύ, δε θυμόσουνα»

Νέα παύση, νέα ρουφηξιά, νέα επίθεση:

«Παραδείγματος χάριν, θυμάσαι πότε είναι τα γενέθλιά μου;»

[Βεβαίως και θυμάμαι! Βεβαίως και θυμάμαι!! Ακούς εκεί, δε θυμάμαι!!! Εντάξει…, δε θυμάμαι…]

Έπρεπε να ρισκάρω:

«Εεε…, εεε…, τα γενέθλια σου είναι…, είναι στις 12 του Οχτώβρη»

Με κοίταξε με δολοφονικό βλέμμα. Πρέπει να μην είναι στις 12…

Ξαναπροσπάθησα, αφού ήπια μια μεγάλη ρουφηξιά τσίπουρο από καμουφλαρισμένο μπουκαλάκι μου:

«Όχι…, όχι…, είναι στις 13…»

Ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπο της Χρυσαφένιας…

Ούτε στις 13 είναι;

Συνέχισα,  για να ολοκληρώσω τον διασυρμό μου:

«Στις 17;»

Η Χρυσαφένια διέκοψε τις φιλότιμες, πλην αποτυχημένες, προσπάθειες μου:

«Ναι, στις 17 αλλαγή…, και στις 18 σοσιαλισμό»

Για να συνεχίσει, αφού τέντωσε το σώμα της προς το μέρος μου:

«Έχω γενέθλια στις δέκα…»

Εκεί σταμάτησε, για να μου δώσει δύο μούντζες… Κι αμέσως μετά:

«Πέντε»

Κι άλλη μούντζα

«Οκτωβρίου»

Ύστερα, κι αφού με μούντζωσε τρις, ξανά έκατσε, ανακουφισμένη, αναπαυτικά στην καρέκλα της

Η σειρά της Ρούλας:

Παναγιωτάκη, εσύ θυμάσαι πότε έχω γενέθλια;

Ο Εμμανουήλ απάντησε με σκυμμένο πρόσωπο

«Έχετε γενέθλια την ίδια μέρα, εσύ κι η Χρυσαφένια… Αυτό θυμόμουνα… Όχι την ακριβή ημερομηνία… Νόμιζα ότι γιορτάζατε στις 14»

[Όχι, ο Εμμανουήλ δεν είναι προδότης. Έκανα λάθος. Ένας άνθρωπος που αυτό – προδίδεται, δε λέγεται προδότης, αλλά, απλά, ηλίθιος]

Η Χρυσαφένια ξαναπήρε το λόγο:

«Ωραία, αφού σας θυμίσαμε τα γενέθλια μας, να σας θυμίσουμε, τώρα, και μερικά από τα μηνύματα που μας στέλνετε»

Κι άρχισε την ανάγνωση, μέσα από το κινητό της, των μηνυμάτων μου… Μετά, διάβασε και η Ρούλα τα μηνύματα του Παναγιώτη…

Μην περιμένετε, αγαπητοί αναγνώστες του στροβίλου, να σας μεταφέρω το περιεχόμενο αυτών των συγκεκριμένων μηνυμάτων. Ομολογουμένως, είναι σοκαριστικό, αλλά και δε συνάδει με το επίπεδο του ηλεκτρονικού μας περιοδικού. Ιδίως το περιεχόμενο των δικών μου, μιας κι ο Παναγιώτης κάνει χρήση, στα δικά του μηνύματα, επιστημονικής ορολογίας…

Γράφει λ. χ. σ’ ένα απ’ αυτά:

«Αγαπημένη μου Αργυρώ, επιθυμώ να συνουσιαστώ μαζί σου»

Δεν το λες χυδαίο αυτό το μήνυμα, έτσι δεν είναι;

Ή ένα άλλο, το οποίο εμπεριείχε ένα μικρό ορθογραφικό λαθάκι, οπότε μπορώ να σας το μεταφέρω:

«Επιθυμώ, σφόδρα, να διεισδύσω στο ωδείο σου»

Αυτού του στυλ ήτανε τα μηνύματα, το λοιπό, του Εμμανουήλ… Όσο για τα δικά μου, αφήστε το καλύτερα…

Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση των μηνυμάτων μου, η Χρυσαφένια έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. Ύστερα, πήρε την τσάντα της, η οποία ήταν κρεμασμένη στην καρέκλα της, την άνοιξε, κι έβγαλε από μέσα της ένα υφασμάτινο σακουλάκι…

Μετά με κοίταξε, αισθησιακά, και μου είπε, με σκερτσόζικο υφάκι:  

«Λοιπόν, Μανόλη μου, έκανα αυτό που μου ζήτησες, σ’ ένα από τα σέξι μηνύματα σου»

Και ύστερα από μια μικρή παύση:

«Σου πήρα μια … πίπα»

Κι έβγαλε από το υφασμάτινο σακουλάκι μια ξύλινη πίπα, και μου την άφησε πάνω στο τραπέζι, μπροστά μου

Η κίνηση της συνοδεύτηκε από επιφωνήματα θαυμασμού απ’ τη Ρούλα και την Εύα:

«Σφφφφφ»

Και: Σσσσσσσσσ

Αλλά η σκερτσόζικη διαπόμπευση μου συνεχίστηκε:

«Α, σου πήρα και καπνό, και σκαλιστήρι»

Έβγαλε από την τσάντα της ένα φακελάκι καπνό Σκαντινάβικ κι ένα σιδερένιο σκαλιστηράκι, και μου τ’ άφησε μπροστά μου

Έπρεπε να σταματήσω την διαπόμπευσή μου

Ήπια μια ακόμη μεγάλη γουλιά τσίπουρο και μίλησα με την αποφασιστικότητα που με διακρίνει:

«Πάμε στον επόμενο όρο»

Η Χρυσαφένια έσκυψε προς το μέρος μου, κι αφού μου έριξε ένα καυτό βλέμμα, μου μίλησε, με την κυνικότητα που την διακρίνει:

«Αν υπογράψετε αυτόν τον όρο, θα πρέπει να μας δώσετε τα κινητά σας, για να διαγράψουμε τους αριθμούς μας και τα στοιχεία μας»

Ο Παναγιώτης παρενέβη, με τρεμάμενη φωνή, και κουνώντας με το χέρι του το κινητό του

«Να, να, κορίτσια, τα έσβησα κιόλας… Κι απ’ το μητρώο κλήσεων»

Μόνος, όντας προδομένος από τον Εμμανουήλ, συνέχισα στην ίδια διαπραγματευτική γραμμή:

«Κυρίες μου, τον επόμενο όρο»

Η Χρυσαφένια ανήγγειλε τον τρίτο όρο, προεκτείνοντας πάλι τον κορμό του σώματος της προς το μέρος μου:

«Κομμένο το τσίπουρο»

Έκανε μια χειρονομία, συνοδευτική στο «κομμένο» και συνέχισε:

«Μόνο κρασί, από εδώ και πέρα. Κι όχι πάνω από τρία ποτήρια την ημέρα. Από το μαγαζί το δικό μου δεν πρόκειται να πάρετε τσίπουρο…, που να χτυπιέστε»

Κι ύστερα, ξανα- έγειρε το κορμί της πίσω

Ο Παναγιώτης ξανά – παρενέβη:

«Ρακί, μπορούμε να πίνουμε;»

Αν μη τι άλλο, επιχείρησε, για πρώτη φορά να κάνει διαπραγμάτευση…

Αφού ακούστηκε ένα τριπλό – κι αυστηρό – όχι, από την Εύα, τη Ρούλα και την Χρυσαφένια, ξαναπήρα το λόγο

Μίλησα αργά κι αποφασιστικά:

«Υπάρχει και 4ος, ακόμα πιο εξευτελιστικός, όρος;»

Η Χρυσαφένια με κοίταξε με αυστηρότατο βλέμμα, αλλά η Ρούλα μίλησε:

«Όρος 4ος: Κομμένο το καφενείο του Λουκά… Μπορείτε να πηγαίνετε μονάχα δυο φορές την εβδομάδα»

[Όχι! Όχι!! Όχι!!! Όχι!!!! Αλήτες – Ρουφιάνοι – Δημοσιογράφοι!!!!Αλήτες – Ρουφιάνοι – Δημοσιογράφοι!!!!

Απαράδεκτος όρος! Άδικος όρος!! Αδικαιολόγητος όρος!!! Αβάσιμος όρος!!!!]

Ακόμα κι ο Εμμανουήλ, ναι, ακόμα κι αυτός, ο ενδοτικός ο Εμμανουήλ, αντέδρασε σ’ αυτήν την καταφανέστατη αδικία:

«Μα, ρε κορίτσια, δεν έχουμε άλλο κοινωνικό χώρο, από τότε που απολυθήκαμε! Είναι το αποκούμπι μας αυτό το καφενεδάκι!! Κλεισμένοι στο σπίτι, θα τρελαθούμε!!»

Αλλά εκείνες ήταν αδίστακτες, ανελέητες κι αδυσώπητες:

«Πρόκειται για προσωρινά μέτρα… Αν μας πείσετε ότι έχετε βάλει ρέγουλα, μπορεί και ν’ ανασταλεί η εφαρμογή τους», απάντησαν – από κοινού – στον Παναγιώτη, η Ρούλα κι η Χρυσαφένια

Έπρεπε να παρέμβω. Η στιγμή της ρήξης πλησίαζε