4- Ονειροπαγίδα

Λαμπρή εσπέρα, χειμωνιάτικη, με βαθυκύανο δέρμα, σφαγμένο από ουράνια μαχαίρια. Ματώνει ο ήλιος αργά, κι η νύχτα πάντα, από μωβ.
Κατεβαίνω στο κέντρο. Τα μαγαζιά, πανέτοιμα για τα προεόρτια. Αγοράζουν με πάθος, σα να διψούνε για χαρά, που, ο προηγούμενος χρόνος και πάλι δεν έφερε. Η ελπίδα, δεν θα ήταν ελπίδα αλλιώς. 
Σκέφτομαι ένα δώρο για την Τερέζα.
Τερέζα, αποκαλώ το σπίτι μου. Του μιλάω και μου απαντάει. Με γνωρίζει από μέσα, όπως εγώ δεν γνωρίζω το μέσα μου.
Κάτι σε στολίδι πάντως. 
Ένα σκουλαρίκι.
Ιδού, μία μεγάλη ονειροπαγίδα. Όλο φτερά και κρόσσια, δίκτυα σε κύκλους από μπαμπού. Πάνω τους, ζυγίζονται μικρά ξυλόγλυπτα τοτέμ κι ένας γυμνός, κόκκινος άνθρωπος από διαβολόξυλο. 
Την κρεμώ στο ανώφλι της κρεβατοκάμαρας.
Αμέσως την ερωτεύεται το σπίτι.
Την νύχτα των Ευχαριστιών, νιώθω το χάδι του άντρα στα μαλλιά μου. Αφήνομαι στις περαιτέρω προθέσεις του. Άγνωστο χάδι επ αγνώστω σώματι.
Επιστρέφοντας από την εργασία μου, με έκπληξη ανακαλύπτω πως, το σπίτι είναι στην εντέλεια. Ποιος είχε μεριμνήσει για το αφρόντιστο σπίτι μου;.
Κοιμάμαι, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το δώρο που, το σπίτι μου έκανε. 
Εκείνο, μου κάνει κι άλλα δώρα, όπως, την προετοιμασία ενός φαγητού, ή την πλύση των ρούχων. Το κυκλώπειο μάτι του πλυντηρίου, είδε το ποιος. Αλλά το στόμα του μαρτυρά σε ακατανόητη γλώσσα.
Η Τερέζα-σπίτι, ήταν παλιά σταθμαρχείο. Το πίσω παράθυρο βλέπει σε ένα φαλακρό, μαύρο βουνό ενώ το εμπρός, στις ράγες των ξεχασμένων τραίνων, διάσπαρτες πια με γαιδουράγκαθα και αγριομολόχες. Συχνά, ακούω σφυρίγματα αμαξοστοιχιών. Έχω ταλέντο, στο να αντιστρέφω τα όνειρα. Τις πραγματικότητες, να μεταθέτω σε όνειρα εν ύπνω.
Μυρίζει σανταλόξυλο όταν με φιλά. 
Τα ξημερώματα, σέρνομαι μισοκοιμισμένη και του φιλώ τα πόδια. Έχει αγαπήσει το άσκημο σώμα μου. Του είμαι ευγνώμων.
Κι άλλο δώρο. Μία αδέσποτη, κοκκινότριχη γάτα.
Το επόμενο δώρο είναι μυστικό.
Περνάει καιρός. Τα δώρα πληθαίνουν.
Περνάει καιρός. Δεν έχει άλλα δώρα. Ο δωρητής, μάλλον έχει φύγει. Αποδέχομαι απαθής την εγκατάλειψη.
Περνάει καιρός.
Αρχίζω την εκκαθάριση. Πετώ, ότι θεωρώ μη λειτουργικό. Η ονειροπαγίδα, βρίσκεται να αιωρείται στο κλαδί μίας ξεραμένης πασχαλιάς, σαν στο δένδρο να ανέτειλε άξαφνα ένα μεγάλο, παράξενο λουλούδι. Αμέσως, επιδράμουν μέλισσες, αλλά ματαίως. Γιατί ποια γύρη, ποιος χυμός;
Περνάει καιρός..
Γιατί βρίσκω το σπίτι ανάστατο;. Αναποδογυρισμένα τα έπιπλα, σπασμένα τα γυαλικά. Γιατί βλέπω το κρεβάτι μου πεταμένο στην μικρή αυλή, με το στρώμα του μισό καμένο και, το μαξιλάρι κουλουριασμένο σαν φοβισμένο βρέφος;.
Περνάει καιρός.
Γιατί το σπίτι είναι άδειο;. Που πήγαν τα αντικείμενα;. Ο άνεμος-κλέφτης λοιπόν, ό λ α τα σήκωσε, και που τα πήγε;.
Κοιμάμαι στο πάτωμα. Αποδέχομαι την λιτότητα και την εχθρική συμπεριφορά του άυλου, εγκαταλείποντος αναδόχου.
Ένα τραίνο σφυρίζει πολύ κοντά, σταματά και, κάποιος επιβιβάζεται.
Περνάει καιρός.
Δεν βρίσκω το σπίτι μου. Που πήγε το σπίτι μου;. Το γκρέμισε σεισμός, που δεν ένιωσα αλλά συνέβη;. Και τα ερείπια;. Που είναι τα ερείπια;.
Ίσως, έχω κάνει λάθος και, το σπίτι είναι λίγο πιο μακριά.
Τρέχω κατά μήκος των γραμμών.
Ασθμαίνω. Το τραίνο σφυρίζει από μακριά κι έρχεται αντίθετα.
Οι ράγες, σαν κοιμισμένα φίδια δεν τελειώνουν. Κανένα δεν σηκώνει το κεφάλι του, καθώς τα πατώ.
Φυσά, και ο αέρας μου παίρνει το καπέλο και την εσάρπα. Φυσά, και ο αέρας μου δαγκώνει το πρόσωπο και τα μαλλιά. Κάνει το φόρεμά μου αλεξιβρόχιο. Περπατώ ακατάπαυστα. Ίσως, για λεπτά, ώρες ή ημέρες, ώσπου, ένα χεράκι με αγγίζει στη πλάτη κι εγώ, κουρνιάζω σε μία άγνωστη αγκαλιά, χωρίς πρόσωπο. Ένα ακέφαλο πλάσμα. Σώμα μόνο, από τρεις κύκλους μπαμπού και δίκτυα.
Πρέπει να βρω το σπίτι μου. Να γείρω, στον παλαιό καναπέ από κόκκινο, τρυπημένο βελούδο.
Να κοιτώ την ονειροπαγίδα, όπως, από ένα ελαφρύ αεράκι φερμένο από το ανοικτό παράθυρο, θα κινείται σαν αιώρα ή, σαν το κομμένο μπράτσο ενός παράξενου πλάσματος, που θα προσπαθεί να βρει τον ακρωτηριασμένο ώμο του για να ενωθεί με το σώμα.
Ο άντρας από διαβολόξυλο, θα λικνίζεται στις σπείρες από μπαμπού και νήματα. Θα μυρίζει μέντα το τσιγάρο του. Το χέρι του θα χαιδεύει την ήβη του.
Χρειάζομαι ένα χάδι, με τον ουρανό πάνωθε να με γλείφει με την βροχούλα του, σαν καλός εραστής. 
Η στέγη του σπιτιού ἐχει κάνει φτερά. Καλύτερα έτσι, να νιώθω το φεγγάρι, να μου πιπιλάει το στήθος με πάθος. Τρέμω όμως τους αρσενικούς κεραυνούς.
Έχω χάσει το ένα μου σκουλαρίκι. Έχω όμως το άλλο. Μία μικρούτστικη ονειροπαγίδα από ασήμι. Εξάλλου είμαι κι εγώ δώρο.

Ιδού με, είμαι η ονειροπαγίδα-αράχνη και, αλίμονο στα όνειρα των ανδρών. Η πρόθεση μου είναι, να δεσμεύσω τον Πόθο, εν στύσει