Δύσκολες διαπραγματεύσεις σε επικίνδυνο έδαφος Μέρος γ’: Η μάχη ξεκινά

Είχαμε μείνει στην άφιξη της Έρης. Η ώρα είναι 1.15 π. μ της 26ης  Αυγούστου. Βρισκόμαστε σ’ ένα πεζόδρομο έξω απ’ ένα καφέ μπαρ ονόματι Ρεντ Φλαγκ

Η Έρη μας πλησιάζει με αργό βηματισμό. Ο Χτύπος των τακουνιών της αντηχεί σ’ όλο τον πεζόδρομο

Παιδιά, αγαπητοί αναγνώστες του στροβίλου, η Έρη, η οποία  έχει δύο ονόματα:  Εριφύλη και Ερατώ, είναι απερίγραπτης ομορφιάς γυναίκα. Κοκκινομάλλα – για την ακρίβεια, καστανό – κοκκινομάλλα, με κάπως στρογγυλό πρόσωπο, γαλάζιο – γκρι αμυγδαλωτά μάτια, σαρκώδη χείλια, υπέροχες καμπύλες σ’ όλο της το σώμα και αριστοκρατικές γάμπες. Είναι σαραντάρα αλλά μοιάζει με 25άρα…

Εκείνο το βράδυ η Εριφύλη – Ερατώ φορούσε ένα μαύρο ημιδιαφανές φόρεμα, του οποίου η άκρη έφτανε είκοσι εκατοστά πάνω από τα γόνατα της, λευκά εσώρουχα από μέσα, ένα σκουλαρίκι που κατέληγε σε μια ασημένια ημισέληνο και παπούτσια με τακούνι      

 Πέρασε μέσα από τ’ άνοιγμα που υπήρχε ανάμεσα στα δυο τραπέζια  κι έκατσε ανάμεσα στην Δήμητρα και στον Εμμανουήλ

Όλοι – όλες κοιτάγανε εκθαμβωμένοι. Εκείνη έκατσε αμίλητη, άνοιξε τη λευκή της τσάντα, πήρε μια τσιγαροθήκη από μέσα, έβγαλε ένα τσιγάρο, το άναψε, πήρε μια βαθειά ρουφηξιά κι αφού φύσηξε όλο τον καπνό καταπάνω μας –  ο Παναγιώτης έβηξε, είπε, απευθυνόμενη σε μένα:

«Έλα, ρε μαλάκα Χριστοδούλου, όλα καλά;»

Ύστερα, και χωρίς να περιμένει να της απαντήσω, απευθύνθηκε και στον Παναγιώτη:

«Κι εσύ, Παναγιωτάκη, μάστορα,  τι νέα; Πως πάνε τα κέφια;»

[Η Εριφύλη, αν και είναι δικηγόρος, με εμφάνιση Χολιγουντιανής σταρ, μιλάει σαν φορτηγατζού…]

Ύστερα, κι αφού έκανε ακόμα μια ρουφηξιά, τεντώθηκε προς το μέρος μας, ακούμπησε το πανέμορφο πρόσωπο της πάνω στο δεξί της χέρι, μας κοίταξε λοξά, μ’ ένα αισθησιακό βλέμμα, και μας είπε, ψιθυριστά:

«Μαθαίνω, μαγκίτες, ότι σας έχουνε πιάσει, προσφάτως,  οι … κάψες… Έχετε σκοπό να κάνετε κάτι, να δουν κι οι γκομενίτσες χαρά στα σκέλια τους, ή θέλετε να συνεχίζετε να τρομπάρετε, 45 χρονώ μαντράχαλοι, να τις παρενοχλείτε ασκόπως και να γινόσαστε λιάρδα κάθε μέρα στο τσίπουρο;»

[Στο «γκομενίτσες», η Εριφύλη έκανε ένα νεύμα, μια κίνηση, με τα μάτια και το κεφάλι της προς την κατεύθυνση της Χρυσαφένιας και της Αργυρούλας – είχε γίνει κατανοητό, όμως, για ποιες γκομενίτσες μιλούσε – οπότε η κίνηση της δεν ήτο αναγκαία]

Για να προσθέσει αμέσως μετά, πάντα ψιθυριστά, αλλά και με το ίδιο προκλητικό βλέμμα:

«Και δεν βρίσκεται το κύριο τους πρόβλημα στα σκέλια…, παλιό – κλασομπανιέρες!»

Ύστερα, κι αφού μας έκλεισε το μάτι – και μας έβγαλε τη γλώσσα, σταύρωσε τις ποδάρες της, γύρισε το βλέμμα της και προέκτεινε το κορμί της προς τη μεριά της Δήμητρας, κι άρχισε να θωπεύεται μαζί της…

Όπως καταλαβαίνετε, αγαπητοί αναγνώστες του στροβίλου, μόλις είχαμε δεχθεί, εγώ κι ο χαλβάς, ο Παναγιώτης ο Εμμανουήλ, μια απρόσμενη, αιφνιδιαστική, αναίτια, χυδαία, προσβλητική και προκλητική επίθεση από μια αδίστακτη δικηγόρο – φορτγηγατζού – Χολιγουντιανή σταρ!

Κι αυτή η επίθεση δεν ήτανε τυχαία!  

Αντίθετα, ήτανε οργανικό κομμάτι, μέρος, ενός σχεδίου, μιας συνωμοσίας, μιας δολοπλοκίας, μιας πλεκτάνης που είχαν εξυφάνει οι δόλιοι και πανούργοι νόες των πρώην μας κοπελιών!!

Η Εριφύλη δεν ήτανε παρά ένα εκτελεστικό όργανο που εκτελούσε κατά γράμμα τις εντολές που ’χε πάρει από τη Ρούλα και τη Χρυσαφένια!!!

Είναι φανερό: Είχαμε πέσει σε παγίδα!!!! Και ήμασταν περικυκλωμένοι!!!! Σε εχθρικό έδαφος!!!! Από 7 μαινάδες!!!!

Πού, όμως, αποσκοπούσε αυτή η παγίδα, αυτή η συνωμοσία;

Μήπως, στην πνευματική, ψυχολογική, ηθική και πολιτική μας εξόντωση;

Ε, κυρία Ρούλα; Ε, κυρία Χρυσαφένια;;

Κυρίες μου, γελαστήκατε! Εγώ κι ο Παναγιώτης είμαστε μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές!! Δεν πρόκειται να λυγίσουμε!!! Δεν πρόκειται να συνθηκολογήσουμε!!!!

Οι ηρωικές μου σκέψεις διακόπηκαν από έναν περίεργο θόρυβο. Κάτι σαν τρίξιμο δοντιών.

Γύρισα προς τον Παναγιώτη: Είχε βάλει το πρόσωπο του μέσα στη φανέλα που φορούσε και κουνιόταν πάνω κάτω, σα νευρόσπαστο, ή σαν τους ορθόδοξους εβραίους στον τοίχο των δακρύων…

Έτρεμε ολάκερος… Κι όχι μόνο τα δόντια…

Αμέσως συνειδητοποίησα ότι έπρεπε ν’ ανεβάσω το ηθικό του συναγωνιστή μου. Έπρεπε να πιεί κάτι για να πάρει θάρρος…

Κοίταξα την σακούλα με τα δυο μπουκάλια τσίπουρο, που είχα κρεμάσει στην καρέκλα μου.  Αλλά αν έβγαζα τώρα έξω τα τσίπουρα, θα έδινα τροφή, στις μαινάδες, για νέα  δηλητηριώδη, εις βάρος μας, σχόλια  

Οι κινήσεις μου ήταν αστραπιαίες και αποφασιστικές: Αρχικά, κοίταξα αν με βλέπουν τα κορίτσια

Ήταν απασχολημένες στο να θωπεύονται αναμεταξύ τους, ενώ η Ρούλα κι η Χρυσαφένια είχαν ξαναπάρει τα όργανά τους

 Σηκώθηκα δυναμικά απ’ την καρέκλα μου, άρπαξα τη σακούλα, και με δυο άλματα  βρέθηκα στο Ρεντ Φλαγκ

Στο πλάνο μπαίνει, τώρα, η Άντζελα Μαρκέλλου, η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού – και ξαδέρφη της Χρυσαφένιας

Με κοιτάει με αυστηρό –  ακριβέστερα, απειλητικό –  ύφος

Φορούσε ένα εφαρμοστό παντελόνι παραλλαγής, ένα μαύρο μπλουζάκι, επίσης εφαρμοστό, που είχε τυπωμένα επάνω του, με μεγάλα κόκκινα γράμματα, τα αρχικά NKVD (Eν Κα Βε Ντε –  Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων. Η διαβόητη μυστική αστυνομία της Ε.Σ.Σ.Δ την εποχή του Στάλιν). Ενώ στο κεφάλι φόραγε έναν μαύρο μπερέ μ’ ένα κόκκινο αστέρι

«Και τι τα θες τα μπουκαλάκια νερό;», με ρώτησε, με αυστηρό τόνο, η Άντζελα Μαρκέλλου

Αλλά εγώ δεν ψάρωσα:

«Εεεεε…, εεεεε…, διψάσαμε…, εεε…, κι ο Παναγιώτης δεν πίνει νερό από τη βρύση»

«Κι αυτά στην τσάντα, τι είναι;», συνέχισε στον ίδιο τόνο, δείχνοντας με το βλέμμα της την σακούλα με τα τσίπουρα

Αλλά κι εγώ δε μάσησα:

«Εεεεε…, εεεεε…, αυτά είναι…, εεε…, αυτά είναι, εεε…»

«Άντζελα, το λογαριασμό σε παρακαλώ», ακούστηκε μια φωνή από το πεζόδρομο

Η Άντζελα Μαρκέλλου μου έριξε μια επιτιμητική ματιά, κούνησε περιπαικτικά το κεφάλι της, κι έφυγε προς τα έξω, λέγοντας: «Τι να σου πω, κακομοίρη μου!»

[Κάντε δουλειά σας, Κυρία μου!]

Κι εγώ πήγα στην τουαλέτα, όπου άδειασα το νερό απ’ τα μπουκαλάκια, τα γέμισα με τσίπουρο, κι ύστερα κατευθύνθηκα πάλι προς τον πεζόδρομο.

Ακουγόταν μουσική. Τα κορίτσια είχαν αρχίσει