Ο Τοίχος, Α' Μέρος

να κοιτάζει τον απέναντι Τοίχο.  κανένα κάδρο.  κανένα καρφί.  κτισμένη αυλαία.  μνημείο του τίποτα, άγραφο και άπλετο.  φαγωμένο κίτρινο δέρμα,  τείνoντας στο ωχρό. 

- πως, απ την αρρώστια της θλίψης θα είναι, απ την συγκομιδή της, να λέει.

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να διαθέτει το δωμάτιο σιδερένιο κρεβάτι, γυμνό, άμοιρο στολισμάτων.  με στρώμα αρχαίο, φτενό, κίτρινο με μπλε σταμπωτές ρίγες. 

-πως, και οι πυτζάμες κάποτε, και οι στολές των κρατουμένων είχαν ρίγες, όπως και τα καγγελόφρακτα παράθυρα, αλλά από σίδηρο. 

-πως, τα σεντόνια είναι μπαλωμένα, σπαρμένα με το ανεξίτηλο σωματικών εκκριμάτων, παρ όλες τις πλύσεις. 

-πως, θωπεύει τις σχισμές, ψαύει τις πληγές των λεκέδων, σαν να ακουμπά δικές της, ανεπούλωτες. 

-πως, τα μέσα τραύματα δεν είναι επιδεκτικά σε ραφές, ούτε στο λίθιο του χρόνου, τα κουβαλάς όπως τα σπλάχνα σου. 

-πως, ανθρώπινα σαρκία, ανoχύρωτα και χωρίς νόστο, αφήσανε το έσχατο ίχνος τους στο ταπεινό βαμβακερό. 

-πως, όσοι διαβήκαν το σταθμό της ε δ ώ ακυρωμένης ελπίδας, έφυγαν για ένα άγνωστο πουθενά, αφού έδωσαν άνισο αγώνα, καθόλου ανόητο, για να υπάρξουν.

-πως, οι άνθρωποι ωστόσο πιστεύουν, επί ματαίω, σε μία προσωπική αιωνιότητα  βραχύβια, και, την κλωστούλα που, η ζωή τους κρέμεται, τα μάτια δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν,  να λέει. 

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να στέκει στον Τοίχο, η ευτελής ντουλάπα από φορμάικα, ακλόνητη.

-πως, πενιχρή θεότητα δείχνει, καμμίας θρησκείας, κύρους κανενός.

-πως, κρέμεται αχρείαστο το νυχτικό της εντός, χωρίς μελλοντικό ρόλο, κι ένα μαραμένο φουστανάκι για την απαγορευτική, προς ώρας, έξοδο. 

-πως, στο πάτωμα, ένα ζευγάρι αφόρετα παπούτσια, τρυφερής εγγύτητας, μοιάζουν με ερωτευμένα ζώα εμπρός στον τρόμο του «κλωβού», ή, της απάτητης ελευθερίας τους. 

-πως, στο προσκέφαλα της ασκητικής κλίνης, παραστέκεται και ένα κομοδίνο από το ίδιο υλικό, που, θυμωμένο παιδί είναι, αφού σηκώνει στις πλάτες του συσκευασίες φαρμάκων, αμφισβητούμενων αλλά παρηγορητικών, ως πειστήρια ή δηλητήρια σοβαροφανούς θεραπείας.

 -πως, πλάι, το ρολό από ευτελές χαρτί, με σχεδιασμένες αφύσικα πεταλούδες σε κόκκινο, πιστό δουλικό των χεριών της, εξαχνώνεται τάχιστα και, υπολείπεται των υπηρεσιών του. 

-πως, στην ακρούλα της επιφάνειας, έτοιμο να γκρεμιστεί το βαζάκι με το γλυκό κυδώνι,  πετρώνει ερήμην του, και, κάνει την ζάχαρη να γερνάει γρήγορα και να σκληραίνει, αφού, της λείπει το πάθος της υγρασίας που ρέει μέσα στην νεότητα.

-πως, δεν της επιτρέπεται η ζάχαρη, όπως και κάθε σαρκικό. 

-πως, και ο Έρωτας είναι τοξικός για ιδρυματικούς, όπως η ζάχαρη, το αλάτι και, τα παλαιά παραμύθια, για ενήλικες, με ευτυχισμένο τέλος.

-πως, κύριε Έρωτα, είναι δυνατόν να σας συγκινούν πτώματα;. 

-πως, κύριε Έρωτα, σε τούτο το «σπίτι», όπου εδράζει ένα νεκροτομείο ζωντανών, είναι αδύνατον να μην οδύρεται, έστω ισχνή, η ισχυρότερη, ανθρώπινη επιθυμία, όχι λησμονημένη, μόνον εν ακρωτηρισμώ, μόνον ζωντανή θαμμένη, γιατί η επιθυμία δεν γερνά, αλλά, γίνεται τυραννικά αλαφροίσκιωτη προς την σακατεμένη σάρκα.  

-πως, η ψυχή, με τις  προφάσεις της καρδιάς, αγαπάει τρυφερά το γεννετήσιο όργανο του σώματος, το χρησιμοποιεί σαν ασπίδα, και ρίψασπις γίνεται μόνο, όταν στον Αρχάγγελο παραδίδεται,  να λέει

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να κοιτάζει. 

-πως, κοιτάζει τον απέναντι Τοίχο με την έρημο του σώματος, να λέει.

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να μην ενίσταται για τον χώρο. 

-πως, ο Τοίχος, ένα μη τοπίο κίτρινου ερεβώδους, είναι η μοναδική θέαση της ψυχής της. 

-πως, χωρίς προοπτικές και βάθος, πεπερασμένο χάος, χάος επίπεδο είναι ο Τοίχος της, και εκείνη βρίσκεται στο έλεος της μονιμότητάς του. 

-πως, με την επιδερμίδα του κίτρινη πελιδνή, αργασμένη από απελπισμένους ακκισμούς,  μάλλον ο Τοίχος,  από ενδημική ασθένεια θα πάσχει,  να λέει. 

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να υφίσταται παράθυρο, αλλά με κάγκελα. 

-πως, εντελώς ανένδοτα να λυγίσουν είναι, φοβούμενα τις ρίψεις των σωμάτων στο κενό, ή, την ελευθέρωσή τους. 

-πως, απέξω τα περαστικά πουλιά, επαίρονται για την ικανότητα των πτήσεων, και πως, μύγες, σφήκες και φευγαλέα οχήματα, αδέσμευτα και προς ταχείς κινητικούς στόχους, προσκαλούν τα πόδια της σε αδύνατη δραστηριότητα. 

-πως, όλοι κόπτονται για ελευθερία, αλλά, δεν υπάρχει εντελής ελευθερία, μόνο η ιδεατή, κι όταν κατακτηθεί η μία, νέος χαλινός φυτρώνει στα χέρια ή την ψυχή, να λέει.

και, ο Τοίχος να ακούει.

να αντιπαρατίθεται στον περιορισμένο Τοίχο της, ένα κομμάτι ουρανού υπερφίαλου, τετράγωνο απεραντοσύνης, ψαλιδισμένο από το κούφωμα του παραθύρου, συνεχώς μετακινούμενο. 

-πως, θωρώντας το ο Τοίχος, αδυνατεί να εκφράσει μία πικρία ως αντίσταση στην δική του ακινησία, αν και οχυρό. 

-πως, χωρίς αιδώ για τον πόνο του αμετατόπιστου, το στερέωμα περιστρέφεται σαν ευτυχές καρουζέλ, το ασάλευτο όχι. 

-πως, γίνονται αστραπιαίοι μαχαιρορίχτες του Τοίχου τα μακρινά αεροπλάνα του, όπου, στις βαθιές, πολυτελείς κοιλιές τους αυγατίζουν ανθρώπινες αγωνίες, και αβεβαιότητες. 

-πως, τότε, σε μία άλλη διάσταση, ίσως ο Τοίχος, από ζήλεια να κυματίζει με βρυγμούς, στην πραγματικότητα αφημένος στην μοίρα και τις πληγές του, εσωτερικές και, με περίεργο αίμα κίτρινο, συμπαγές, μη ρέον. 

-πως, το αμετακίνητο, πως είναι δυνατόν να εξεγερθεί, να διαφύγει, να σωθεί;, και πως, το δράμα των δένδρων, το ίδιο είναι, όπως και των ριζωμένων σωμάτων στην εμμονή της λαγνείας για ζωή, και των ψυχών στο δόκανο μίας μελλοντικής αθανασίας, να λέει. 

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να εστιάζει στον απέναντι Τοίχο.

-πως, το διάστικτο δέρμα του από χρόνιες φλύκταινες, υποφέρει εξ αιτίας του περιβάλλοντος χώρου, έμψυχου κυρίως. 

-πως, ίσως, να είναι καμουφλαρισμένος καθρέφτης ο Τοίχος, όπου περαστικοί, ηλικιωμένοι τρόφιμοι ψάχνουν το,  εν νεότητι πρόσωπό τους.  - πως, τις νύχτες ο Τοίχος γεννάει μία πόρτα φανταστική, αλλά το κλειδί, κακόβουλος μάγιστρος έχει πετάξει στον υπόνομο. 

-πως, κι αν άνοιγε η υποτιθέμενη πόρτα, πάλι προς τα μέσα θα οδηγούσε, να λέει. 

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να είναι ο Τοίχος της, ένας αβαθής ορίζοντας, χωρίς εποχιακά τεχνάσματα, χωρίς προοπτικές χρωμάτων. 

-πως, ως ελάχιστος ουρανός, απόλεσε τα αστέρια και τον Θεό του, και, μόνο το τυφλό, γιγάντιο Μάτι Του Όντος κράτησε αόρατο, αλλά προς παρακολούθηση. 

-πως,  όσοι εικάζουν τον οφθαλμό,  παρηγορούνται,  ή,  τρομοκρατούνται και, πως τα ακραία πάθη του μυαλού και της σάρκας, απαγορεύονται ενώπιον ενός τέτοιου ξενιστή τοίχου,  που, τροφός άγρυπνου, αλύπητου πληροφοριοδότη γίνεται, να λέει.  

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να φτύνει τον τοίχο.  να γρονθοκοπά τον τοίχο.  να νυχιάζει τον τοίχο.

-πως, το ό,τι  ύστερα απλώνει τα χέρια της, προσπαθώντας να αγκαλιάσει το απροσπέλαστο σώμα του, και με την γλώσσα τον λείχει, είναι, γιατί  αγαπάει σαν άντρα τον τοίχο της,  να λέει.

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να κάνει η ημερήσια επανάληψη, την θέα του αμετατόπιστου προσμονή.  εμμονή, για ένα κάτι που θα λοξοδρομήσει, για να αλλάξει η εικόνα και μία νέα παράσταση να φρεσκάρει τα μάτια. 

-πως, ίσως μία καινούρια άφιξη ή, ένας θάνατος στο διπλανό δωμάτιο θα τύχει ως το μεσημέρι, που, θα γευματίσει με χόρτα. 

-πως, όλα έχουν την γεύση των χόρτων, και το κρέας και το αυγό, και το τυρί και η μαρμελάδα. 

-πως, μετά την άχαρη βρώση, θα της ανοίξει η υπεύθυνη το στόμα, και, θα πετάξει στην χοάνη του χάπια, ο ύπνος να έλθει ακαριαίος. 

-πως, σαν δήμιος μοιάζει ο ύπνος, που θα της πάρει αίφνης το κεφάλι, ή σαν πυροβολισμός που θα την σκοτώσει για λίγο. 

-πως, άσκεφτη, θα παραμείνει τότε, σε μία προσωρινή νέκρωση όπως οι πεθαμένοι, που, δεν βλέπουν όνειρα, δεν τα διηγούνται και δεν τα αποκωδικοποιούν σαν προφητείες με πολλές σημασίες  να λέει.   

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να μένει μόνη μεσ την σιγή του σώματος. 

-πως, με τον απέναντι Τοίχο, να την κοιτά με τα κίτρινα μάτια της δικής του ερήμου, γίνεται κι εκείνη η απέναντι πέτρα του.

-πως, κι  η ίδια απέκτησε κίτρινα μάτια από την αντανάκλαση του, αλλά και από περασμένα δάκρυα, τα δάκρυα πως ξεπλύνουν το χρώμα. 

-πως, τις νύχτες τα μάτια του Τοίχου, και τα δικά της μάτια, αλλάζουν σε ένα ανυποχώρητο μαύρο μαβί, απ όπου ξεπηδούν χαρούμενες νυχτερίδες, γιορτάζοντας μία αναίτια ευτυχία μέσα σε σιωπή που, σπάει από υπόκωφες κοντινές κραυγές, να λέει.

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να σηκώνεται κάποτε.  να κάθεται στην πάνινη πολυθρόνα, που την περιβάλλει και την καλοδέχεται, παρότι άψυχη με ξύλινα, αγκυλωμένα χεράκια. 

-πως, γυμνή από μέσα, με μία ελαφριά καμιζόλα του ιδρύματος, κι ενώ το στήθος έχει αποδεχτεί την κατιούσα κατεύθυνση του, δεν υποστηρίζει εσώρουχα και σανδάλια, πως αρέσκεται στην γυμνοκνημία και, κρατά σηκωμένο τον ποδόγυρο, κι ας την βλέπουν.

-πως, τα παραμορφωμένα δάκτυλα, στα ακόμη καλλίγραμμα πόδια, αγγίζουν την δρόσο του ραγισμένου δαπέδου, σαν να ακροπατούν πάνω σε ευχάριστο κρυσταλλοδρόμιο, κι ας γλιστρήσει «πρωταθλήτρια».

-πως, θα είναι μακρύ και κοπιαστικό, το ταξείδι απ το ένα δωμάτιο στο άλλο, και, από την μία γνωριμία στην ύστερη, να λέει.

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να αναβάλλει απόπειρες συγχρωτισμού.  μακρινές διαδρομές ως τους εξώστες. 

-πως, καθιστή, με διπλωμένα τα χέρια εναγκαλίζεται τον εαυτό της, και κινείται εμπρός πίσω, λες κι είναι ο χονδρός βραχίονας ενός προσωπικού εκκρεμούς, κρούοντας τις ώρες άηχα.

-πως, είναι που γυρνάει στα νηπιακά της χρόνια και, γλυκά νανουρίζεται με το λίκνισμα, αποφαίνεται ο θεράπων της ψυχής.

-πως, τότε είναι που καλεί την παλαιά φιλενάδα, νυν έγκλειστη σε ψυχιατρείο, να παίξουν τα τραγουδιστά ρολόγια του τοίχου, όπως άλλοτε, και να γελούν, κι ύστερα να μιλούν για πολλούς εραστές, και, όχι για πολλά φάρμακα, να λέει. 

και, ο Τοίχος να ακούει.

 

να την βάζουν στον λουτρώνα ανελλιπώς, κάθε πρωί.  πολλές φορές, αποβάλλει ως άτακτο κατακλυσμό τα ούρα της, αδύναμη σε αυτοσυγκράτηση υγρών και συναισθημάτων. 

–πως, αφού, τα μάτια πια δυσλειτουργούν στα δάκρυα, ο οφθαλμός ανάμεσα στα σκέλη της, ελευθερώνει επιτέλους τον κρουνό του, σαν οδυρμό ψυχής, όμως, με ατάραχη, βρεφική ευτυχία.

-πως, είναι που, το σώμα της, βρίσκει άλλο τρόπο να αφοδεύσει το κλάμα του.

-πως, φαντάζεται στο ομαδικό λουτρό, ότι είναι σα να περπατά σε εξοχή με καταιγίδα, όπως, κάποτε της άρεσε να κάνει.

-πως, «βλέπει» πολύχρωμες μολόχες, ιβίσκους και φοινικόδενδρα μέσα στην πάχνη του ατμού.

-πως, τώρα, μόνον με σκιώδεις συνοδοιπόρους, φοβισμένους από την απειλή του νερού, της συμβαίνει αυτή η αλλόκοτη εκδρομή, κι έτσι, συναινεί σε μία σωματική γειτονία, όπου, η κοινόβια αίσθηση είναι μία αγριεμένη χαρά και ένας ένας γελοίος τρόμος, να λέει.

και, ο Τοίχος να ακούει.