Το μίσος

Είχα κάποτε ένα μίσος κατάβαθα, τόσο μεγάλο σαν τον Πολύφημο του Ομήρου. Κι αυτός, καλοθρεμμένος κηφήνας με προέλευση από μια παλιά αδικία, ήξερε μόνο να παχαίνει και να γεμίζει όλους τους χώρους μέσα μου. Κίναιδος ύπουλος ήτανε, που έτρεφε με φόλες όλες τις νευρώσεις. Κρύωνα κάθε φορά που ξύπναγε, όχι από το άγριο μουγκρητό μα από τα δόντια του που έσφιγγαν και μάτωναν τα χείλη τα δικά μου.

Μια μέρα που με μάτωσε πολύ, τον έπνιξα, ναι, με αγάπη πρωτόγνωρα μεγάλη και σαν θεόρατο δένδρο ξεριζώθηκε και ξαφνιασμένος έπεσε ξεσχίζοντας τα σωθικά μου.

Μεγάλο σαν χαράδρα χάσκει από τότε το κενό, μα η θωριά του χαμόγελα γεννάει. Θνητός ήταν τελικά ο γίγαντας, παράσιτο ανθρώπινο που βλάσταινε από τον φόβο που κατάπινα και από τον ιδρώτα τον δικό μου. Έτσι, η χαράδρα έμεινε από του μίσους τα πλοκάμια άδεια, σαν την Ήπειρο ακατοίκητη και από τότε δεν χορταίνω να την βλέπω. Μ αρέσει τούτη η μοναξιά της.