11. Οι σκύλοι

Η πρώτη γνωριμία της με ζώο, λαμβάνει χώρα στα τρία της χρόνια, όταν, σκύλος είναι μία μαύρη, γυναικεία γούνα. Ένα φόβητρο, ώστε να είναι υπάκουη και φρόνιμη. Είναι υπάλληλος υπουργείου. Έχει παντρευτεί και γίνει μητέρα, όταν συμβαίνει.

Μέσα Δεκέμβρη. Τα βράδια συνηθίζει να τρέχει, να επιτελεί δηλαδή, ένα χρέος προς το κουρασμένο και νωθρό σώμα της, όπως και άλλοι δρομείς. Τρέχει με χαμηλούς ρυθμούς και, σκέπτεται τον άντρα που είχε ερωτευτεί στα έντεκα της. Αυτός την αγαπά, έως και τον θάνατο του. Μοσχοβολούν οι φοίνικες μετά την βροχή, και τα αγριοτριαντάφυλλα. Μακριά, μουγκρίζει η θάλασσα. Νιώθει την παρουσία τους. Ακούει το βαρύ αγκομαχητό τους, πίσω της. Τους φαντάζεται περισσότερο. - Είμαι καλό κορίτσι, τους αποτείνεται νοερά.

Το άλσος, τελειώνει εκεί όπου βρίσκεται το παλαιό πιλοποιείο. Πέφτει με ορμή πάνω στον τοίχο, και, απλώνει τα χέρια της, σαν να θέλει να την αγκαλιάσει ο τοίχος, να την ανεβάσει ψηλά, να την σώσει. Το άγριο γαύγισμα γίνεται κοντινό. Γυρίζει αργά. Ο φανοστάτης ρίχνει φως στους διώκτες. Δύο μεγάλα ντόπερμαν που, τα στόματά τους φαντάζουν πελώριες φάκες για σάρκα. Οι σκύλοι, είναι δεμένοι με αλυσίδες και, σύρουν τους κυρίους τους. Οι άντρες είναι τυφλοί, και τα ζώα οδηγοί τους. Οι σκύλοι πλησιάζουν.

Οι άντρες, κάτι τους λένε ταυτόχρονα και, εκείνοι, ξαπλώνουν σαν ήρεμες γάτες στο έδαφος. Μετά, έρχονται προς την γυναίκα ψηλαφητά, οδηγημένοι από το άκουσμα της αναπνοής, ή και, την μυρωδιά της. Την αγγίζουν. Πολύ τρυφερά. Νιώθει τέσσερα χέρια να την ψαύουν διεκδικητικά, αλλά με ευγένεια. Κλείνει τα μάτια, μιμούμενη τα δικά τους σκεπασμένα βλέφαρα. Την γδύνουν αργά, βλέποντας με την αφή. Αισθάνεται να χαλαρώνει, σαν μετά από μεγάλη ένταση νεύρων. Θέλει να κοιμηθεί.

Οι τυφλοί εραστές, επιβραβεύουν το άσχημο σώμα της, με τις θωπείες και την στύση τους. Αφήνεται, σαν μετά από δοθείσα μάχη, με ηττημένο κανέναν. Δεν κρυώνει, δεν φοβάται, δεν λυπάται, δεν κλαίει. Κοιτά την χειμωνιάτικη πανσέληνο. Είναι, οι στιγμές μίας παράξενης πληρότητας, φύσης και σωμάτων. Τα ζώα, παρακολουθούν το ανθρώπινο συμβάν σαν ήσυχα αγάλματα.

Όταν σηκώνεται, ο ένας σκύλος γλύφει την ράχη του δεξιού χεριού της, ο άλλος μυρίζει τα πόδια της. Τότε, φαίνεται να έρχεται, καλπάζοντας, το λευκό άλογο. Ο δικός της οδηγός. Ανεβαίνει. Λαίμαργα καταβροχθίζουν τα ζώα, κομμάτια σοκολάτας από τα χέρια των κυρίων τους. Το φεγγάρι συναινεί, μωβ. Μάρτυρας συμφιλιώσεων μίας αιρετικής συμμαχίας. Το λευκό άλογό της, καλπάζει πέραν της φαντασίας. Προς ό,τι υπάρχει, κατόπιν των ανύπαρκτων ορίων της

από τις 13+14+7 ΙΣΤΟΡΙΕΣ BONSAI Αγωνίας & Δέους