Παρήχηση

Ξεφύλλιζα βιαστικά έναν ογκώδη τόμο με φωτογραφίες. Μαυρόασπρες. Ύστερα από λίγο φταρνίστηκα δυνατά. Τα ρουθούνια μου είναι ακόμα διεσταλμένα. Αισθάνομαι την μυρωδιά της σκόνης. Τα μάτια μου με κόβουν. 

Απ' το βιβλίο έπεσαν μπρος τα μάτια μου τρεις φωτογραφίες. Μου τις είχε δώσει εκείνη. Για την ακρίβεια τις είχα βρει στο σακίδιο που κουβάλαγα πάντα μαζί μου. Κλεισμένες σ' ένα φάκελλο, λευκό. Μαζί με μια φωτογραφία εκείνου που άρχιζε το πολυσέλιδο μυθιστόρημά του με τη φράση: 'Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς". Μια άλλη του Χένρυ Τζέημς. Μια τρίτη της Ντόρα Μάαρ. Μαυρόασπρες όλες.

Οι δικές της ήταν έγχρωμες. Η ίδια γυμνή με το αριστερό της χέρι ορθωμένο ν' ακουμπάει σε μια αρχαία κολόνα. Μάλλον μιμούμενη μια παλιά φωτογραφία της Nelly' s.

Η άλλη στη θάλασσα χωρίς μπανιερό, μπροστά σε κάτι σκοτεινιασμένα βράχια. Αυτή ήταν στιλπνή και φωτεινή. Η φωτογραφία ήταν παλιά. Δεν παλιώνει τίποτα, ωστόσο, αν δεν το σπρώξεις. Την έβαλα στην άκρη και κοίταξα την τρίτη: Κάπνιζε ένα από κείνα τα μακριά γυναικεία τσιγάρα. Περασμένο ανάμεσα στο δείκτη και το μέσο. Προφίλ. Μάλλον τρία τέταρτα, έτσι που διακρινόταν το ντεκολτέ του λουλουδάτου φορέματός της. Άνοιγε εκεί στη σχισμή του στου στήθους ένα ανάποδο κεφαλαίο λάμδα. 

Δεν πρόφερε καθαρά αυτό το γράμμα, λες και κάτι εμπόδιζε τη γλώσσα της. Δεν την ξανάδα από τότε.

Τώρα όμως που έβλεπα αυτό το ανάποδο κεφαλαίο λάμδα, εκεί στη σχισμή του στήθους την άκουγα να φωνάζει: ' Μπορείς να φέρεις το (λάδι);' 'Θα το φέρω το ρημάδι!' απαντούσα και σκάγαμε στα γέλια. Το γέλιο της ήταν στρογγυλό, αν και χωρίς λάμδα, ή περίπου. Για να φέρω το λάδι έπρεπε να περάσω πρώτα από τον Άδη.

Κάναμε ασκήσεις, γλωσσικές...Χτυπούσαμε τις γλώσσες μας. Η δικιά μου θύμιζε καλπασμό αλόγου. Η δική της  Αγγλίδα. Πάντα βιαζόταν. Περπατούσε γρήγορα. Έτρωγε γρήγορα. Τελείωνε γρήγορα. Αλλά μίλαγε σε ρυθμό κυματιστό. Και είχε δυο υγρά μάτια. 'Ωχ ο ισθμός σου, πά(λ)ι', έλεγε. Κι εγώ σκεφτόμουν πως το τρένο έμπαινε στο τούνελ και μ άφηνε πίσω. Παρά τη συνηθισμένη περιπαικτική μου διάθεση. είχα κι εγώ τις ευαισθησίες μου.Θυμάμαι που κατέβαινα τις σκάλες. Ύστερα...τίποτα. 

Η θάλασσα ήταν λάδι. Το λάδι είχε σωθεί στο καντήλι. Με κοίταζε μ' εκείνο το υγρό βλέμμα. Υπήρχε κι ένα κλαδί που εμπόδιζε τη θέα. Κι αυτό με λάμδα. Να πάρει ο διάολος. Κι αυτός με λάμδα. Αγαπούσαμε τη θάλασσα, τα πουλιά, τα φιλιά και τα λιόδεντρα. Τότε όλες , σχεδόν,οι λέξεις μου είχαν κι από ένα λάμδα. Ύστερα τίποτα.-