34. – Το προξενιό.

Το όνομά της είναι Αννέκο.

Η οικογένεια του Εμπίσου την αγοράζει για 50.000 γουάν. Του λένε, πως έπραξαν τα δέοντα, ώστε, να σταλούν στο σπίτι της τα γαμήλια δώρα. Τσάι, σπόροι λωτού, καρποί λανγκγιαν, ρόδια, καρύδες, κόκκινες κορδέλες και ένα μεταλλικό χρηματοκιβώτιο.

Η κρεβατοκάμαρη τους, ετοιμάζεται στο πίσω μέρος του σπιτιού. Στην πόρτα της ζωγραφίζεται δράκος και φοίνικας. Η κλίνη με τα πορφυρά σεντόνια, στολίζεται με καρπούς φυστικιών, ραμπουτάν και σταφύλια, που λέγονται μάτια του δράκου.

Δεν την έχει δει ακόμη.

Ελέχθη, πως την ημέρα του γάμου, πριν την τελετή, την λούσανε με χυμό γκρέιπ φρούτ και αφέψημα Salvia Miltiorrhiza. Πως, ύστερα την έντυσαν, και, της φόρεσαν τα κόκκινα, μακριά πέπλα.

Το φορείο της νύφης, είναι σπαρμένο με ρύζι, φασόλια και χάλκινα νομίσματα. Για μελλοντική αρμονία, τάχα. Στέκεται δίπλα του αλύγιστη, με πρόσωπο καλυμμένο. Αποδίδονται οι φόροι τιμής, σε ουρανό και γη, σε γονείς και καλεσμένους. Εκείνη ακολουθεί σιωπηρά, στηριγμένη στα χέρια της θεραπαινίδας της. Δεν τρώει τους τραγανούς λουκουμάδες «γελαστά στόματα», τις τηγανιτές μπανάνες με σιρόπι, και, τα γλυκά της «γιορτής των φαναριών» με ρυζάλευρο, βούτυρο και ζάχαρη. Δεν πίνει το «τσάι των Εραστών», από φύλλα τζιτζιφιάς και μουσμουλιάς.

Στο κρεβάτι, την βρίσκει ξαπλωμένη, καλυμμένη ακόμη με τα τούλια και τις δαντέλες του γάμου. Τα χέρια της, είναι σταυρωμένα στο στήθος, κρατώντας τον καθρέφτη της παρθενίας. Πρέπει να την κάνει δική του, κι ύστερα θα του επιτραπεί να σηκώσει το πέπλο. Να φέρει τον καθρέφτη στο πρόσωπο της, και να την δει για πρώτη φορά στο γυαλί του, έτσι όπως ορίζει το εθιμοτυπικό.

Δεν την φιλά, αλλά, εισέρχεται μέσα της.

Όταν ανασηκώνει το ανάλαφρο ύφασμα, τότε καταλαβαίνει. Δαγκώνει τα χέρια του και, αρχίζει να ουρλιάζει. Από τα μάτια της νύφης, τρέχουν αιμάτινα δάκρυα.

Μπαίνει στο δωμάτιο η μητέρα του, πολύ γρήγορα λες, και ήταν έξω από την πόρτα τόση ώρα, καραδοκώντας. Λες, και γνώριζε την εξέλιξη, την φοβόταν, και, παρενέβη την κατάλληλη στιγμή.

Αυτός ωρύεται, εκείνη προσπαθεί να του δώσει να καταλάβει, πως έπραξαν τα δέοντα, πως, όσοι άντρες έμεναν ανύπαντροι έως αυτήν την ηλικία, ήσαν καταραμένοι.

Πως, αφού αυτός καμμία δεν αγαπά, καμμία δεν θέλει, ήσαν αναγκασμένοι να τον παντρέψουν με την νεκρή. Πως, αυτό ήταν ευρέως διαδεδομένο. Πως, το γραφείο νεκρών νυφών κάνει χρυσές δουλειές. Πολύ μετά, ο άντρας περιφέρεται, ανάμεσα στα δενδρα Λίτσι και παραμιλά. Θέλει να μάθει για την Αννέκο. Για τις συνήθειες της εν ζωή, και τον τρόπο θανάτου της. Τον ακυρώνει με κάποιο τρόπο.

Επισκέπτεται τους γονείς της δεκαεπτάχρονης συζύγου του. Μεταφέρει τα προσωπικά πράγματά της στο σπίτι. Κοιμάται με τα φορέματά της. Διαβάζει το ημερολόγιο του κοριτσιού. Μαθαίνει πως μιλούσε με τα πουλιά, τα έντομα, τα λουλούδια και τα ζώα.

Τότε, την ερωτεύεται, και, γίνεται ένας απαρηγόρητος χήρος.

Ο Εμπίσου παντρεύεται άλλες τέσσερεις φορές.

Στα 1949, ο Μάο Τσε Τουνγκ, καταργεί αυτή την μακάβρια δοσοληψία. Αλλά αυτός, έχει ήδη πεθάνει από μυστηριώδη ασθένεια.

Όταν επανέρχεται η εμπορία νεκρών, έχει υπογράψει άδεια, ώστε να χρησιμοποιηθεί η σωρός του. Άγνωστος ο αριθμός, το πόσες φορές ακόμη ο Εμπίσου, ντύθηκε γαμπρός εν θανάτω.