Για τον Σαλιάπιν

Ο Σαλιάπιν υπήρξε μια προσωπικότητα που αγαπήθηκε και μισήθηκε πολύ από τους συμπατριώτες του.

Με ρίζες από το Καζάν, ο Φιόντορ Σαλιάπιν, γεννήθηκε το 1873 και ανδρώθηκε μέσα στο χωνευτήρι των επαναστατικών ιδεολογιών των αρχών του 20ου αι. Ήταν παιδί μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας με πολύ δύσκολα και φτωχικά νεανικά χρόνια. Παρόλ’ αυτά σε ηλικία 22 ετών καταφέρνει να προσληφθεί στο αυτοκρατορικό θέατρο της Πετρούπολης, σε μια πολύ μικρή ηλικία για μια τόσο μεγάλη θέση. Ήταν ένα σπάνιο κράμα ηθοποιού και τραγουδιστή, κάποτε και σκηνοθέτη, που έδωσε νέα πνοή στην όπερα δημιουργώντας ένα θέαμα που δίνει ιδιαίτερη σημασία στο μακιγιάζ, στην εκφορά του λόγου, στην κινησιολογία και ότι άλλο αποτελεί το θέατρο.

Ονειρεύτηκε, όταν θα του το επέτρεπαν οι οικονομικές συνθήκες, να χτίσει ένα κάστρο τεχνών και γι’ αυτό το λόγο αγόρασε στην Κριμαία τον «λεγόμενο» βράχο του Πούσκιν όπου άρχισε να «κτίζει» αυτό το όνειρο.

 

“Αναθέρμανα το όνειρο, που μου ήταν πιο ακριβό απ’ όλα. Αποφάσισα να διαθέσω την περιουσία μου και τις πνευματικές μου δυνάμεις για την ίδρυση στη Ρωσία ενός κέντρου όχι μόνο θεατρικού, αλλά γενικά των τεχνών... Θα ήθελα να συγκεντρώσω σε μια ομάδα, νεαρούς τραγουδιστές, μουσικούς, ζωγράφους και μαζί τους, μέσα στη μεγάλη ηρεμία, να εργασθούμε για την ίδρυση του ιδανικού θεάτρου. Επιθυμούσα να περιβάλλω αυτούς τους ανθρώπους με την ομορφιά της φύσης και τη χαρά της άνεσης.

Υπάρχει στην Κριμαία, στο Σούουκ-Σου, ένας βράχος που φέρει το όνομα του Πούσκιν… Απέκτησα την κυριότητα αυτού του βράχου, παρήγγειλα σε έναν αρχιτέκτονα τα σχέδια του κάστρου, αγόρασα ταπισερί γκομπελέν για τη διακόσμηση των τοίχων.

Το όνειρό μου το άφησα στη Ρωσία θρυμματισμένο!

 

Ο Γκόρκι το 1928 του έγραφε: «Θέλουν πολύ να σε ακούσουν στη Μόσχα. Αυτό μου το είπαν ο Στάλιν, ο Βοροσίλοφ και άλλοι. Ακόμα και κάποια βράχια στην Κριμαία, σου τα επιστρέφουν».

Ο σημερινός επισκέπτης αυτού του βράχου μπορεί να δει λαξεμένο σε μια πλάκα λευκό μάρμαρο, ένα κείμενο του Σαλιάπιν που μας υπενθυμίζει το πάθος του:

 

 

Υπάρχει στην Κριμαία

στο Σούουκ-Σου

ένας βράχος μέσα στη θάλασσα

που φέρει το όνομα του Πούσκιν.

Σε αυτόν αποφάσισα

να χτίσω

ΚΑΣΤΡΟ

ΤΕΧΝΗΣ,

ΕΙΔΙΚΑ ΕΝΑ ΚΑΣΤΡΟ.

Είπα στον εαυτό μου:

Υπήρχαν κάστρα

βασιλιάδων

και Ιπποτών

γιατί να μην υπάρχει

κι ένα κάστρο καλλιτεχνών;

Φ. Ι. ΣΑΛΙΑΠΙΝ

 

Ο Σαλιάπιν είναι ένα μουσικό φαινόμενο. Χωρίς σημαντικές μουσικές σπουδές προοδεύει μέσα από την παρακολούθηση των σύγχρονων τραγουδιστών. Μαθαίνει ολόκληρη την παρτιτούρα της όπερας, δηλαδή όλους τους ρόλους, όλα τα ορχηστρικά και χορωδιακά μέρη  και τα μπαλέτα, ότι τελοσπάντων μπορεί να αποτελεί συνολικά μιαν όπερα, για να μπει στο πνεύμα του έργου. Συζητάει με συνθέτες και συμβουλεύεται τους γέρους τραγουδιστές που ζουν στα ειδικά γηροκομεία που η τότε πρόνοια του Τσάρου τους προσέφερε, ελλείψει συντάξεως. Στρέφεται σε ιστορικούς όπως ο Κλιουτσέφσκι και ζητάει να του κάνουν υποδείξεις και να του δώσουν συμβουλές. Επισκέπτεται τον μεγάλο ηθοποιό Ντάλσκι για έναν ρόλο που τον βασανίζει επειδή δεν μπορεί να πιάσει το σωστό ύφος.

Παρακολουθεί με δέος θεατρικές παραστάσεις και συμβουλεύεται τους πρωταγωνιστές. Όταν δυσκολεύεται τους ζητάει να του εξηγήσουν πως βλέπουν αυτοί την έκφραση του λόγου στα δύσκολα σημεία. Η ενασχόλησή του με τη μουσική είναι ολοκληρωτική. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα προσπαθεί να ερμηνεύσει τον Ψύλλο του Μουσόργκσι, θεωρώντας ότι είναι ανώριμος γι’ αυτόν. Πρόκειται για ένα άκρως σαρκαστικό απόσπασμα από τον Φάουστ του Γκαίτε που διαδραματίζεται στην ταβέρνα του Άουρερμπαχ με αφηγητή τον Μεφιστοφελή:

 

 

Ο Ψύλλος

Απόσπασμα από τον Φάουστ του Γκαίτε

Σε μουσική Μουσόργκσκι, για φωνή Μπάσου, 1879

 

Πρώτη πράξη, 5η σκηνή

Στην υπόγεια ταβέρνα του Άουερμπαχ

Μεφιστοφελής:

Ήταν ένας βασιλιάς,

Που ‘χε ψύλλο στο μαλλί του,

Τον αγαπούσε ο φουκαράς

και τον είχε σαν παιδί του.

Καλεί τον ράφτη του να ‘ρθει,

Ο ράφτης φέρνει τη μεζούρα,

Θέλω ο ψύλλος να ντυθεί

Με παντελόνια σκούρα!

 

Τον έντυσαν ευθύς,

Με ρούχ’ από μετάξι

Τον είχαν δηλαδής

Μη βρέξει και μη στάξει

Κι έγιν’ ο ψύλλος υπουργός

Κι είχε στο στήθος του αστέρι

Και ο μικρός του αδελφός

Μπήκε στην αυλή για ταίρι.

Και ολ’ οι κύριοι της αυλής

Άρχισαν τότε τη μουρμούρα

Βασίλισσα και ευγενείς

Είχαν πεθάνει στη φαγούρα,

Και δεν τολμούσαν να ξυσθούν

Μήτε τους ψύλλους να τσακίσουν

Μα από μας θα φαγωθούν,

Αν με θράσος μας τσιμπήσουν.

Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης

Εκδόσεις Γαβριηλίδης

 

Παρακολουθεί τις πολιτικές ζυμώσεις και τραγουδάει για τους εργάτες χωρίς αμοιβή. Στο Κίεβο, σε ένα κοινό 5.000 εργατών που του ζητούσαν επίμονα να τραγουδήσει τη διεθνή απάντησε ότι δεν την ξέρει  και τους αντιπρότεινε «Τη Μαγκούρα», ένα λαϊκό εργατικό τραγούδι:

 

 

Μαγκούρα

 

Πολλά τραγούδια άκουγα στο πατρικό μου σπίτι,

δεν λέγανε για τη χαρά, τη θλίψη τραγουδούσαν,

απ’ όλα αυτά στη μνήμη μου τυπώθηκε μόνο ένα

του σιναφιού των εργατών…

 

Ωχ! Μαγκούρα. Ωχ! Ωχ! βογκάμε!

Ωχ, ολόφρεσκια, Ωχ λίγο ακόμα!

Τραβάμε, τραβάμε

και βογκάμε

Πάππου προς πάππου και σε γιους,

ετούτο το τραγούδι κληρονομιά μας έχουμε.

Και όταν απ’ την πολλή δουλειά άλλο δεν αντέχουμε,

έχουμε τη μαγκούρα για σωστό μοχλό.

 

Ωχ! Μαγκούρα. Ωχ! Ωχ! βογκάμε!

Άκουσα το τραγούδι αυτό που έλεγε το σινάφι,

σηκώνοντας έναν κορμό πάνω στη σκαλωσιά.

Και ξαφνικά τους ξέφυγε, βουβάθηκε το σινάφι,

Καθώς συνέθλιβε ο κορμός δύο παιδιά γερά.

 

Ωχ! Μαγκούρα. Ωχ! Ωχ! βογκάμε!

 

Κόντρα στο ρεύμα σέρνουμε καράβια γεμάτα ξύλα,

σφυρηλατούμε σίδερα και ορυκτά αντλούμε από τη Σιβηρία,

ταλαίπωροι από τον πόνο, ένα τραγούδι έχουμε,

για τη μαγκούρα λέμε.


Ωχ! Μαγκούρα. Ωχ! Ωχ! βογκάμε!

 

Και στον Βόλγα, βουλιάζοντας στην άμμο,

τσακίζουμε τα πόδια και την πλάτη,

ματώνουμε το στήθος σέρνοντας κόντρα το καράβι,

τραγουδώντας την αγαπημένη μας μαγκούρα.

Ωχ! Μαγκούρα. Ωχ! Ωχ! βογκάμε!

 

Θα φτάσει η ώρα, θα ξυπνήσει ο λαός,

θα σηκώσει ψηλά το κεφάλι,

σε άρχοντες και σε τσάρο, παπάδες κι αφεντικά

θα πέσει η μαγκούρα πιο δυνατά.
 

Ωχ! Μαγκούρα. Ωχ! Ωχ! βογκάμε!

και μας αφηγείται για αυτή την εμπειρία:

 

Ωχ! Μαγκούρα» έπιασαν το τραγούδι 5.000 φωνές, και εγώ, όπως το Πάσχα ή στον Όρθρο, απογειώθηκα. Δεν ξέρω τι ηχούσε σε αυτό το τραγούδι –η επανάσταση, η φλογερή έκκληση στο σθένος, η εξύμνηση της εργασίας, η ανθρώπινη ευτυχία και η ελευθερία; Δεν ξέρω. Εγώ μόνο τραγουδούσα σε έκσταση, και το τι θα ακολουθούσε –παράδεισος ή κόλαση- δεν το σκέφτηκα.

 

Η καλλιτεχνική του ζωή χωρίζεται σε δύο περιόδους: η πρώτη από το 1895 που προσλαμβάνεται στο αυτοκρατορικό θέατρο της Πετρούπολης μέχρι το 1922 που εγκαταλείπει τη Ρωσία. Η δεύτερη από 1922 έως το 1936, μια διεθνής καριέρα που εκτός από την Ευρώπη και την Αμερική περιλαμβάνει την Κίνα, την Ιαπωνία και τη Μαντζουρία.

Αφήνει στον μουσικό κόσμο μια σπουδαία παρακαταθήκη με συμβουλές, ιδέες, προτάσεις και απόψεις.

 

 

Με αφορμή την αυτοβιογραφία του Φιόντορ Σαλιάπιν Μάσκα και Ψυχή παραθέτω μερικές σκέψεις για τη ζωή και το έργο του.

Η μάσκα και η ψυχή
        Φιόντορ Σαλιάπιν
        μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη
       Λέμβος
       496 σελ.