Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο άνθρωπος

Το 1996 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα (εκεί εκδίδονται τα βιβλία του Νίκου Καββαδία), η μελέτη μου Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, όπου πραγματεύομαι τις ιδέες και την πολιτική δράση του ποιητή. Είχα διαβάσει διάφορα άρθρα για τον Καββαδία, μερικά εκ των οποίων ήταν αρνητικά, και θέλησα κατά κάποιο τρόπο να τον αποκαταστήσω. Τον κατηγορούσαν ότι αδιαφορούσε για τα κοινωνικά και τα πολιτικά ζητήματα και ότι το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να εξωραΐζει τη ναυτική ζωή, μιλώντας δηλαδή για τα λιμάνια, για τις γυναίκες των λιμανιών, για τα μπαρ, για το ποτό, για τα ναρκωτικά. Πρόκειται για μέγα λάθος και μάλιστα εσκεμμένο. Διότι ο Καββαδίας μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν πολιτικοποιημένοσς. Υπηρέτησε τη θητεία του στο αλβανικό μέτωπο, όπου του δώσανε ένα μουλάρι με το οποίο κουβαλούσε εφόδια και πυρομαχικά. Στη συνέχεια, στη διάρκεια της Κατοχής, στην Αθήνα, αγωνίστηκε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, και μάλιστα για ένα διάστημα ήταν γραμματέας του ΕΑΜ των λογοτεχνών. Έχει γράψει ποιήματα για την Εθνική Αντίσταση τα οποία ο ίδιος δεν θέλησε να συμπεριληφθούν στις τρεις συλλογές του. Το ότι ήταν ένας ευαίσθητος πολιτικά άνθρωπος φαίνεται και από τα δύο γνωστά του πολιτικά ποιήματα, τα ευτυχώς δημοσιευμένα: τοFedericoGarciaLorca που υπάρχει στο Πούσι και το Guevara που βρίσκεται στο Τραβέρσο.

*

Πολλοί αναρωτιούνται πού οφείλεται η εκδοτική επιτυχία των βιβλίων του Καββαδία , με δεδομένο ότι ο ποιητής ενόσω ζούσε δεν είχε την απήχηση που του άξιζε. Μερικοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο λέγοντας πως αυτό οφείλεται στη μουσική του Θάνου Μικρούτσικού ή της Μαρίζας Κωχ, ή των άλλων συνθετών που τον έχουν μελοποιήσει, άλλοι πως οφείλεται στη μαγεία των λέξεων του ποιητή και στον εξωτισμό της ποίησής του. Κατ’ εμέ, αυτό πιθανότατα οφείλεται στην ευχέρεια του Καββαδία να αφηγείται παράξενες ιστορίες που συνεπαίρνουν τους στεριανούς, κυρίως εκείνους που για ποικίλους λόγους δεν κατάφεραν να βγουν έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Γιατί, στην πραγματικότητα, τα ποιήματα του περιέχουν μια μικρή ιστορία με ήρωες και δράση, η οποία διαδραματίζεται σε μακρινούς τόπους. Ο Καββαδίας φτιάχνει ιστορίες, αφηγείται περιπέτειες, συνεπαίρνοντας τους αναγνώστες. Πολλοί πιστεύουν πως όσα γράφει στα βιβλία του τα έχει βιώσει και αυτή η πεποίθηση του έχει προσφέρει άπειρους θαυμαστές. Ωστόσο, από αυτά που έχουμε διαβάσει πολύ μικρό μέρος είναι δικά του βιώματα, τα περισσότερα τα είχαν ζήσει οι σύντροφοί του στα καράβια, απλώς αυτός τα άκουσε και τα μετέφερε στο χαρτί, σαν να ήταν δικά του. Ήταν ένας παραμυθάς, ένας Σεβάχ θαλασσινός που ήξερε να δημιουργεί μύθους, δηλαδή ιστορίες απίθανες, που δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα.

Η τάση του για υπερβολή, η ζωηρή φαντασία του, εμφανίστηκε πολύ νωρίς, προτού ακόμα γίνει ναυτικός, από τότε που ήταν μαθητής στο γυμνάσιο, όταν άρχισε να γράφει και να δημοσιεύει σε μια εφημερίδα του Πειραιά ένα ανάγνωσμα με τίτλο Οι περιπέτειες του λοστρόμου Νακαχαναμόκο. Εκεί η φαντασία του οργίασε, ξεπέρασε κάθε πραγματικότητα. Κι όταν μπαρκάρισε και είδε με τα μάτια του παράξενες χώρες και παράξενους ανθρώπους η φαντασία του γονιμοποιήθηκε από την ίδια τη ζωή με τα γνωστά θαυμάσια αποτελέσματα.

*

Ο Νίκος Καββαδίας που πέθανε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1975, γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας, κοντά στο Βλαδιβοστόκ, το Νικόλσκι Ουσουρίσκι, στην περιοχή του Χαρμπίν.  Σήμερα η Μαντζουρία ανήκει στην Κίνα, μα τότε, το 1910, ήταν επαρχία της Ρωσίας. Ο πατέρας του, ένας πολυμήχανος και δραστήριος Κεφαλονίτης, ήταν έμπορος και εμπορευόταν οινοπνευματώδη στην Άπω Ανατολή, ενώ η μητέρα του προερχόταν από ναυτικό σόι της Κεφαλονιάς. Στη διάρκεια του ρωσοϊαπωνικού πολέμου ο πατέρας του ήταν τροφοδότης των στρατευμάτων του τσάρου της Ρωσίας, αλλά αργότερα, στη διάρκεια της επανάστασης των μπολσεβίκων, έχασε όλη του την περιουσία. Το 1914, στις αρχές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η οικογένεια ήρθε στην Ελλάδα. Ο πατέρας Καββαδίας ξαναπήγε στη Ρωσία για να τακτοποιήσει τις επιχειρηματικές του υποθέσεις, αλλά γύρισε πίσω κατεστραμμένος οικονομικά.

Όταν ο Νίκος Καββαδίας τελείωσε το γυμνάσιο στον Πειραιά, έδωσε εξετάσεις στην Ιατρική, επέτυχε, αλλά εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο για να δουλέψει σε ένα ναυτιλιακό γραφείο και να συνεισφέρει στο πενιχρό εισόδημα της οικογένειάς του. Ξαφνικά, σε ηλικία 19 ετών, καταλήφθηκε από μανία φυγής. Έτσι, το 1929 μπαρκάρισε ως ναύτης στο φορτηγό Άγιος Νικόλαος, αρχίζοντας μια ατέρμονη περιπλάνηση στις θάλασσες και στους ωκεανούς, που δεν σταμάτησε παρά μόνο με τον θάνατό του. Αργότερα, πολύ αργότερα, έδωσε εξετάσεις και πήρε το δίπλωμα του ασυρματιστή, γι’ αυτό σε μερικές φωτογραφίες του τον βλέπουμε με στολή αξιωματικού ή μέσα στην καμπίνα του, μπροστά στον ασύρματο.

*

Ο Καββαδίας πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1933 με το βιβλίο Μαραμπού, το οποίο έκανε αίσθηση αφού έπεσε σαν πέτρα στα τελματωμένα νερά της ποίησης. Μαραμπού είναι ένα πουλί της Αφρικής, του γένους των πελαργοειδών, άσχημο πολύ. Ο Καββαδίας δεν το είδε ποτέ, κάπου όμως είχε διαβάσει γι’ αυτό, και έτσι τιτλοφόρησε τη συλλογή του με το όνομά του, κάνοντας το διάσημο στην Ελλάδα. Διάσημο έγινε κι ένα άλλο πουλί, το άλμπατρος, για το οποίο έγραψε ποίημα ο μεγάλος γάλλος ποιητής Σαρλ Μποντλέρ, τον οποίο είχε διαβάσει ο Καββαδίας στο πρωτότυπο και επηρεάστηκε από αυτόν. Τα ποιήματά του Καββαδία έφερναν κάτι καινούργιο: εκτός από την νεανική δροσιά τους, είχαν έναν εξωτισμό που σαγήνευε, τόσο τους ποιητές όσο και το αναγνωστικό κοινό. Ήταν η εποχή που στην Ελλάδα είχαν μεγάλη απήχηση τα απαισιόδοξα και πεισιθάνατα ποιήματα του Καρυωτάκη, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει μερικά χρόνια πριν. Όλοι οι κριτικοί χαιρέτησαν την εμφάνιση του νεαρού ποιητή, ο οποίος είχε την ικανότητα να κάνει τους αναγνώστες του να ταξιδεύουν με τη φαντασία τους σε μέρη μαγικά, όπως το Αλγέρι, το Σφαξ, η Μπατάβια, το Νόσι Μπι.

Για ένα μεγάλο διάστημα, ο Καββαδίας σιώπησε ποιητικά. Το 1947 εκδόθηκε η δεύτερη συλλογή του, το Πούσι, μια δουλειά ώριμη, καλύτερη από το Μαραμπού, στην οποία είναι φανερή η πρόοδός του. Η τρίτη ποιητική του συλλογή είναι το Τραβέρσο, που αποτελείται από παλιά και αδημοσίευτα ποιήματα μαζί με καινούργια. Δυστυχώς, αυτό το βιβλίο εκδόθηκε το 1975, χωρίς ο ποιητής να προλάβει να το δει τυπωμένο.

Ο Καββαδίας όμως, εκτός από ποιητής ήταν και πεζογράφος. Το 1954 εξέδωσε τη Βάρδια, ένα περίεργο πεζογράφημα που διαδραματίζεται όλο σε ένα καράβι. Σε αυτό το βιβλίο μερικοί άντρες του πληρώματος, αξιωματικοί καταστρώματος κυρίως, και ναύτες, κι ένας δόκιμος της κουβέρτας, μαζί και ο ασυρματιστής Νικόλας, δηλαδή ο ίδιος ο Καββαδίας, καθώς κάνουν τη βάρδιά τους, συζητούν για διάφορα θέματα, για ταξίδια, για λιμάνια, για την Κεφαλονιά, για γυναίκες, για έρωτες, για την οικογένειά τους, για πολιτική, και το σπουδαιότερο αφηγούνται ιστορίες. Στο ίδιο βιβλίο ο Καββαδίας μιλάει για πρώτη φορά για τις εμπειρίες του στον πόλεμο της Αλβανίας, την καταστροφή της Μασσαλίας από τα γερμανικά κανόνι. Στην ουσία, πρόκειται για μια εκ βαθέων εξομολόγηση του συγγραφέα της, ο οποίος επιχειρεί να τονίσει τις άσχημες πλευρές της ζωής των ναυτικών.

Η Βάρδια είναι αριστούργημα, σαν κι αυτήν δεν υπάρχει άλλο τόσο καλό βιβλίο, τόσο κατατοπιστικό για τους ναυτικούς, τις σκέψεις, τη νοοτροπία, αλλά και τα βάσανά τους. Ο Καββαδίας σε αυτό επιχειρεί να απομυθοποιήσει τη ζωή των ναυτικών αλλά που κατόρθωσε να επιτύχει το αντίθετο: να τη μυθοποιήσει περισσότερο. Εξού και η αγάπη του κόσμου για το έργο του.