Ο σοφέρ της κυρίας Νταίζης και η αναδυόμενη Αφροδίτη

Επειδή έχουμε καθυστερήσει στην εξιστόρηση των δραματικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στην ημέρα πρεμιέρας της χειμερινής σαιζόν του κύκλου εργασιών του καφενείου του Λουκά, επιταχύνουμε:

Είχαμε μείνει στην κουβέντα που έκανα με τον Σεραφείμ – Μάκη – Βαρλαάμ – Βαρθολομαίο, που αφορούσε τη σχέση Ρούλας – Πάνου. Εγώ κι Μάκης είμαστε στη μπάρα, μέσα στο καφενείο. Ο Πάνος και η Ρούλα είναι έξω, στο προαύλιο χώρο του καφενίου, που έχει αρχίσει να γεμίζει  

Μπαίνει μέσα ο αεικίνητος καφετζής. Προτού καν του ζητήσω το λόγο για την προδοσία που είχε κάνει προηγουμένως, αποκαλύπτοντας το πραγματικό όνομα του Μάκη, το οποίο είναι Σεραφείμ – κι όχι Βαρθολομαίος, και άρα, του πραγματικού προορισμού των δύο μπουκαλιών τσίπουρου, μου πετάει:

«Καλά, μα πόσο μαλάκας μπορεί να είσαι; Πόσο;»

Όχι μόνο είναι τσιγκούνης, όχι μόνο είναι προδότης, αλλά είναι και προσβλητικός! Θρασύς!! Μου ζητάει και τα ρέστα!! Για την άθλια προδοσία που διέπραξε!!!

Πήγα να του τα σούρω, αλλά με πρόλαβε:

«Βρε βλήμα Μανόλη, η Χρυσούλα έχει γνωρίσει το κύριο καθηγητή… Και θα έρθει μετά από δω να πάρει τη Ρούλα… Και θα χαιρέτιζε και τον Μάκη… Και θα αποκαλυπτόταν η απάτη σου, παλιόβλακα… Για χαζές τις έχεις τις γυναίκες; Ιδίως η δικιά σου, που ναι σπίρτο μοναχό…»  

Αυτό το χα ξεχάσει, γαμώτη μου. Η Ρούλα ήξερε ότι ο Σεραφείμ λέγεται Σεραφείμ, κι όχι Βαρθολομαίος, αφού της τον είχα συστήσει. Κι είχαμε κάτσει και μαζί κάνα –  δυο – τρεις φορές στο ίδιο τραπέζι…

Αλλά, για στάσου, πως τα ’ξερε όλα αυτά ο Καφετζής; Πως ήξερε ότι είχα πει ψέμα στα κορίτσια;  Πως ήξερε ποιο ψέμα είχα πει; Κι επιπλέον: Πως ήξερε ότι θα ερχόταν η Χρυσούλα από το καφενείο; Η Ρούλα μας είχε πει ότι έχουν «κανονίσει», όχι ότι θα ερχότανε να την πάρει από το καφενείο

Κοίταξα προς το Λουκά. Είχε περάσει μέσα απ’ την μπάρα και γυάλιζε, με αστραπιαίες κινήσεις, κάτι ποτήρια. Πήγα να του πω κάτι, αλλά με ξανα-πρόλαβε:

«Ο Καφετζής αντιλαμβάνεται, βλέπει, ακούει, οσφραίνεται, διαισθάνεται, οτιδήποτε, επαναλαμβάνω: οτιδήποτε συμβαίνει και γίνεται, σε ακτίνα δυο χιλιομέτρων από το καφενείο!»

Σχημάτισε, με τον δείκτη του χεριού, έναν κύκλο στον αέρα, και μετά, έκανε μια απότομη αναστροφή και συνέχισε να γυαλίζει ποτήρια…

Είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν να μπορεί να διαβάζει τη σκέψη των  πελατών του; Έχει την 6η αίσθηση; Μήπως είναι μάντης; Μήπως είναι προφήτης;; Μήπως είναι μέντιουμ;;; Ή μήπως είναι, απλά, ένας πράκτορας των ντόπιων και ξένων υπηρεσιών; Ποια είναι η αλήθεια που κρύβεται πίσω από τις μαντικές ικανότητες του μυστηριώδους καφετζή; 

Οι σκέψεις μου διακόπηκαν από ένα γνώριμο γαύγισμα. Κι ύστερα, από μια επίσης γνώριμη φωνή:

«Μιχαήλ, μην τρέχεις!» [ο τόνος ήταν αυστηρός κι επιτακτικός]

Κι άλλη γνώριμη φωνή – με χρώμα απόγνωσης:

«Δεν τρέχω εγώ! Ο Αλέξης με τρέχει!»

Βγήκα στην πόρτα για να δω:

Ήτανε ο Μιχάλης (Μίκης) Θεοδωράκης (απλή συνωνυμία), η Νταίζη (Δάφνη) Αρχοντοπούλου και τα δύο τους σκυλάκια: ο Αλέξης (κυνηγόσκυλο) και η Πέγκυ, η οποία μοιάζει με φλοκάτη

Ο Αλέξης κουβαλούσε – έσερνε το Μίκη, και στο κατόπι, η Νταίζη κουβαλούσε τη φλοκάτη στην αγκαλιά της –  με το ένα χέρι κρατούσε τη Πέγκυ, κι στο άλλο, μια δερμάτινη τσάντα πολυτελείας – , συνεχίζοντας τη γκρίνια στο Μίκη:

«Μιχαήλ, μη με πας στις λαϊκάντζες τους φίλους σου και πάλι! Πάμε να πιάσουμε ένα τραπεζάκι μόνοι μας, σε παρακαλώ!»

Αυτό το σε παρακαλώ, τι το ’θελε; Αφού η Νταίζη Αρχοντοπούλου δεν παρακαλεί. Η Νταίζη Αρχοντοπούλου διατάζει!

Αλλά μιας και μπήκαν στη καφενειακή σκηνή ο Μίκης και η Νταίζη, καλό είναι να πούμε και δυο λόγια για αυτούς, μιας κι εμείς στο Στρόβιλο δεν κάνουμε κουτσομπολιό. Εμείς, υπηρετούμε την αντικειμενική και πλέρια ενημέρωση του αναγνωστικού μας κοινού:

Η Νταίζυ και ο Μιχάλης – Μίκης, το λοιπό, ζούνε σ’ ένα γραφικό σπιτάκι 494 τ. μ στη Νέα Πεντέλη (Η Νταίζη μένει στον πάνω όροφο, μαζί με την Πέγκυ. Ενώ ο Μιχάλης και ο Αλέξης μένουν στον κάτω όροφο – αν και τα βράδια, ο Μιχάλης κοιμάται με την Πέγκυ, και η Νταίζη με τον Αλέξη).  Όπως καταλαβαίνετε, ο Μιχάλης και Νταίζη ανήκουν στην αστική τάξη: Η Νταίζη είναι κόρη ναυάρχου του πρώην βασιλικού ναυτικού, γόνου αριστοκρατικής οικογενείας των Αθηνών, ενώ ο Μιχάλης, γιός κομμουνιστή βιομήχανου. Η Νταίζη ψέγει τον Μιχάλη, για την ταπεινή του καταγωγή, μιας κι ο μπαμπάς του, προτού γίνει ΕΛΑΣίτης, ήταν ένα συνηθισμένο αγροτόπαιδο από την Αμαλιάδας, αναφωνάζοντας:

«Εγώ, μια Αρχοντοπούλου, να μπλέξω μ’ έναν τιποτένιο, αγροτικής καταγωγής, νεόπλουτο! Ο, Μον ντιέ! Τι ξεπεσμός! Τι κατάντια!»

Ο Μιχάλης και η Νταίζη δε δουλεύουν. Ο Μιχάλης ζει από τα νοίκια των 14 διαμερισμάτων (αν και τα μισά είναι ανοίκιαστα από το 2011) και τις δυο χιλιάδες χρυσές λίρες που του άφησαν κληρονομιά οι γονείς του. Η Νταίζη ζει από τη σύνταξη του αποβιώσαντος ναυάρχου, ως  άγαμη θυγατέρα. Έχει κι ένα σπίτι στην Εκάλη, αλλά σ’ αυτό ζει η μάνα της…

Επειδή, όπως καταλαβαίνετε, έχουν άφθονο ελεύθερο χρόνο, ασχολούνται με τις τέχνες: ο Μιχάλης ζωγραφίζει πίνακες ζωγραφικής σε καμβάδες, ενώ η Νταίζη παίζει πιάνο – όχι πολύ καλά, αλλά όχι τόσο χάλια όσο λέει – για να την πικάρει –  ο Μιχάλης

[Καμιά φόρα, κι όταν είναι εκνευρισμένος και δε μπορεί να ζωγραφίσει, της φωνάζει:

«Μωρή, σταμάτα πια αυτό το κωλοπιάνο, μας έχει ζαλίσει τα παπάρια!»

Ακούγοντας το αυτό, η Νταίζη κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια, ανοίγει την πόρτα του δωματίου ζωγραφικής, βουτάει τον κάμβα, πάνω στον οποίο ζωγράφιζε ο Μιχάλης, και του το φοράει κολάρο

Ο Μιχάλης αντιδρά άμεσα:

«Έλα εδώ να σε…, μωρή που…» Αλλά προτού ολοκληρώσει, η Νταίζη του φοράει και δεύτερο καμβά – κολάρο… Ύστερα, ανεβαίνει, τρέχοντας και κλαίγοντας, τις σκάλες, παίρνει τηλέφωνο τη μάνα της. Και της λέει, κλαίγοντας:

«Μητέρα…, μαμά, μ’ έδειρε και πάλι το κτήνος, ο αλήτης, ο αγροίκος, ο μπουρτζόβλαχος! Έρχομαι να κοιμηθώ μαζί σου»  

Και πηγαίνει στις μάνας της...

Κι ο Μιχάλης, στο καφενείο του Λουκά… ]

Η σχέση Μιχάλη – Νταίζης είναι κάπως ιδιόρρυθμη, όπως ίσως να το ’χετε αντιληφθεί. Γνωρίστηκαν περίπου την ίδια εποχή που σύναψαν σχέση κι ο Παναγιώτης με τη Ρούλα – πριν από 17 ή 18 χρόνια (εγώ κι η Χρυσούλα τα φτιάξαμε κάνα ενάμιση χρόνο αργότερα). Είχανε σχέση για 6 – 7 χρόνια, αλλά το 2005 τα σπάσανε (την ίδια εποχή – ίσως λίγο αργότερα – που παράτησε κι η Ρούλα το Παναγιώτη – εγώ τα ’σπασα με τη Χρυσούλα κάνα χρόνο αργότερα).

Ύστερα, και για καμιά τριετία – τετραετία, κάνανε άλλες σχέσεις και δε μιλάγανε μεταξύ τους. Ώσπου μια μέρα, συναντιούνται τυχαία και τα ξανά – φτιάχνουνε! Αλλά μετά από κάνα χρόνο, ξαναχωρίζουν και πάλι. Αλλά αποφασίζουν να μείνουνε μαζί! Γιατί, όπως μας είπε μια φορά ο Μιχάλης: «ζούμε μαζί, για να μη χρειαστεί να τα ξανά φτιάξουμε...»

Προς τα έξω, πάντως, ο Μιχάλης λέει ότι απλά συγκατοικούν.

Η Νταίζη, αντίθετα, συστήνει το Μιχάλη, ως τον σοφέρ της – άλλοτε λέει ότι τον έχει για μπάτλερ ή για επιστάτη…   

Αλλά ας ξανά – γυρίσουμε στο καφενείο:          

«Ε, Παναγιώτη και Μανόλη…, πάμε να κάτσουμε παραπέρα… τα λέμε μετά», κατάφερε να μας πει ο Μιχάλης, καθώς μας προσπερνούσε, παραπατώντας, αφού προσπαθούσε να συγκρατήσει με το λουρί τον Αλέξη, που τον πήγαινε μια δεξιά – μια αριστερά, καθώς ιχνηλατούσε το πεζοδρόμιο

Η Νταίζη δεν είπε κουβέντα. Απλά με προσπέρασε με γοργά βήματάκια, ρίχνοντας μου ένα επιτιμητικό και μπλαζέ βλέμμα.

Ωραίο κομμάτι η Νταίζη. Αλλά πολύ μπλαζέ, ρε παιδάκι μου! Πολύ μπλαζέ…

«Γειά σου, Νταιζάρα μου», της φώναξα:  

«Νταιζάρα, να πεις τη μάνα σου κι όλο σου το σόι, αγενέστατε χωρικέ!»

Μου ανταπάντησε, απαξιώντας να με κοιτάξει

Ύστερα, πήγε και έκατσε δίπλα από το Μιχάλη – κι αυτόν απαξιούσε να το κοιτάξει.

Μπήκα, χαμογελώντας, ξανά στο καφενείο. Κοίταξα προς τον καφετζή, και του πέταξα:

«Αστείο θέαμα, ε;»

Αλλά ο καφετζής δεν μου απάντησε, γιατί κοιτούσε, με γουρλωμένα μάτια κι μ’ ανοιχτό το στόμα,  προς τα έξω, προς το πεζοδρόμιο

Μετά από κλάσματα δευτερολέπτου, άρχισαν ν’ ακούγονται παράξενοι ήχοι:

-Σσσσφφουου,  Σσσσφφουου!

-Σσσσσσσσσουου, Σσσσσσσσσουου!

-Ιιιιγχ! Ιιιιιιιιγχχ! Ιιιιιιιιγχχ!

-Πο – πο – πο – πο – πο – ποοοο!

Πριν γυρίσω προς τα έξω, για να δω τι συμβαίνει, ο καφετζής μου απάντησε:

«Αυτό είναι το θέαμα! Αυτό είναι το θέαμα!», είπε, κοιτώντας πάντα με γουρλωμένα μάτια προς το πεζοδρόμιο.

Ύστερα, συμπλήρωσε, κουνώντας το χέρι του: «Οπ – οπ – οπ –  οπ – οπ. Οπ – οπ!»

Γύρισα προς τα έξω για να δω τι γίνεται.

Όλες οι παρέες που καθόντουσαν έξω – ο χώρος είχε , εντωμεταξύ, μισογεμίσει– κοίταγε προς την κατεύθυνση του τραπεζιού της Ρούλας και του Πάνου. Αλλά δεν κοίταγαν την Ρούλα και τον Πάνο. Κοίταγαν τη Χρυσαφένια…