24. το όνειρο

Την είχε τυλίξει με τα οκτώ μακριά πόδια του, λέει. Τόσο ερωτευμένο χταπόδι δεν είχε ξαναδεί. Περίεργο χταπόδι, ιδιαίτερο, με ανθρώπινα συναισθήματα.

Την κοίταζε, λέει, με τα δεκάδες μάτια του περιπαθώς. Αφέθηκε στις θωπείες και τα κανακέματα του. Ήταν γυμνή, ευτυχισμένα γυμνή.

Το δωμάτιο δεν είχε πόρτα, μα ούτε και παράθυρο. Παράξενο δωμάτιο. Με ξεφλουδισμένους υποπράσινους τοίχους.

Αυτά όμως συμβαίνουν στα όνειρα.

Το κρεβάτι δεν ήταν κρεβάτι. Ήταν ένας αρχαίος καναπές, από χιλιοσχισμένο βελούδο, σε σχήμα γερμένου καραβιού.

-Σ αγαπώ, της είπε, το ζώο της θάλασσας.

Το πάτωμα, όπως έσκυψε να δει, ήταν από γαλάζιο νερό και είχε βάθος. Βυθός, συλλογίστηκε. Μέσα του κολυμπούσαν ευκίνητα πολύχρωμα ψάρια. Ένας τεράστιος ιχθύς, ανοιγόκλεινε τα σαγόνια του, καταπίνοντας μικρές θαλάσσιες υπάρξεις. Μία μεγάλη ανεμώνη τίναζε και λίκνιζε την βεντάλια της, χρώματος μωβ. Αυτά όμως συμβαίνουν στα όνειρα.

Η στάθμη του νερού, ανέβαινε.

-Που θα πάει, θα ξυπνήσω, είπε. Η πραγματικότητά της ήταν κοινότοπη, συνήθης, χωρίς εξάρσεις και ανατροπές.

Όμως…

Όμως, μάλλον… το όνειρο, διαπίστωνε, δεν ήταν όνειρο, από το οποίο θα διέφευγε ξυπνώντας.

Όχι δεν κοιμόταν.

Σκέφτηκε έντρομη, πως δεν κοιμόταν, όχι…

Σκέφτηκε πως έπρεπε να κοιμηθεί, για να ονειρευτεί την πραγματικότητα. Η στάθμη του νερού, τώρα κάλυπτε το μισό της σώμα. Ένα σαλάχι πέρασε από πάνω της. Και μία άλλη σκιά, απείρως μεγαλύτερου πλάσματος, έκανε τα ύδατα να σκοτεινιάσουν.

Ο καναπές, δηλαδή το ναυάγιο ενός παλαιού πλοίου, θα είχε κρυψώνες, όμως γεμάτες νερό, κι εκείνη δεν ανέπνεε με βράγχια. -

Να κοιμηθώ, ούρλιαξε….

-Σαγαπώ, της είπε ο οκτάπους, και, έσφιξε λίγο, ελάχιστα παρά πάνω τον λαιμό της, με το ερωτευμένο χέρι του, που ήταν ένα χαριτωμένο, γαλάζιο πλοκάμι περίπου ενός μέτρου.

από τις 13+12 ιστοριούλες τρόμου και δέους