Έρωτες Πλατωνικοί

Είχαμε μείνει στην προδοσία του καφετζή, αλλά και στην αποκάλυψη του πραγματικού ονόματος του Μάκη, το οποίο είναι Σεραφείμ – κι όχι Βαρθολομαίος, και άρα, του πραγματικού προορισμού των δύο μπουκαλιών τσίπουρου.

Ο Βαρθολομαίος… εεε… ο Σεραφείμ είχε μπει μέσα στο καφενείο και είχε κάτσει στη μπάρα, και ο προδότης Λουκάς έφτιαχνε τις καρέκλες και τα τραπέζια (όταν έχει ματσάκια, ο προδότης καφετζής διαμορφώνει το εξωτερικό χώρο του καφενείου, το κομμάτι δηλαδή του πεζοδρομίου έξω απ’ το καφενείο, σαν θερινό σινεμά). Εγώ κι ο Παναγιώτης καθόμασταν απέναντι από τη Ρούλα και κοιτάζαμε τα μπούτια της, μιας και δε μπορούσαμε να την κοιτάξουμε στα μάτια, αφού της είχαμε πει ψέματα.

[Έχουμε πει, βλέπετε, στα κορίτσια ότι δεν πίνουμε πια πολύ (μπας και μας κάτσουν – όχι για κάνα άλλο λόγο), οπότε έπρεπε να πω στην Χρυσούλα ότι τα τσίπουρα δεν ήταν για μιας, αλλά για κάποιον άλλον. Γιατί μπορεί να μου ’λεγε: Αφού δεν πίνετε πολύ πια, τι το θέλετε τόσο τσίπουρο; Και τι να της απαντήσω, μετά; Ότι τα θέλουμε για εντριβές; Λέγονται τέτοια ψέματα; Δε λέγονται…

Και στη Ρούλα είπα το ίδιο ψέμα για ευνόητους λόγους: Είναι αυτοκόλλητες μεταξύ τους και τα λέει όλα η μια στην άλλη…]

Αποφάσισα να σπάσω την αμηχανία μου, με μια ερώτηση – μαλακία:

«Ρούλα μου, κάτσε να δεις το ματσάκι μαζί μας, δε μας ενοχλείς…»

Για να προσθέσω, σε μια προσπάθεια να διορθώσω τη μαλακία μου:

«Δε μας ενοχλείς καθόλου..

Κοιτάζοντας την, διαπίστωσα ότι είχε σχεδόν ξαπλώσει στην καρέκλα. Επίσης, είχε ανοίξει τα πόδια της και τα λίκνιζε με σχετικά αργό ρυθμό.

Με κοίταξε στα μάτια, έβαλε τον αντίχειρα της στο στόμα της, και μου απάντησε με ναζιάρικη φωνή:

«Δε μπορώ, Μάνο μου. Έχω κανονίσει με τη φίλη μου»

Φίλη της; Φίλη της; Φίλη της;

Ποια φίλη ΤΗΣ;   

«Ποια φίλη σου, καλή μου;», ψέλισα

«Έλα μωρέ Μάνο, με τη συμβία μου»!

Συμβία της; Συμβία της; Συμβία της;

Ποια συμβία της!

Κατάφερα να ρωτήσω:

«Ποια συμβία σου;»

«Ώχου, μωρέ Μάνο, τη Χρυσαφένια εννοώ. Ποια να εννοούσα  Αφού ξέρεις ότι συζούμε εδώ και 4 χρόνια»

Συζούνε! Συζούνε! Συζούνε!

Ακούσατε Χριστιανοί; Συζούνε! Δε συγκατοικούνε!  Συζούνε!

Αποφάσισα να είμαι αυστηρός:

«Συζείτε, δεν συγκατοικείτε;»

Η απάντηση της ήταν προκλητικά αισχρή:

Με κάρφωσε με τα μάτια της, δάγκωσε τα χείλη της,  χαμογέλασε πονηρά και μου πέταξε, με χαμηλή κι αισθησιακή φωνή:

«Αφού τα μοιραζόμαστε όλα… Ακόμα και το ίδιο … κρεβάτι…»

Ύστερα, ανασηκώθηκε  και έσκυψε προς τα μένα. Κι αφού χάιδεψε ελαφριά το ντεκολτέ της, συνέχισε:

 «Εννοώ, μαζί κοιμόμαστε τα βράδια»

Ολοκλήρωσε την επέλαση της μ’ ένα σήκωμα των φρυδιών κι μ’ ένα γλείψιμο των χειλιών. Για κερασάκι στην τούρτα, επέλεξε ένα κλείσιμο του ματιού. Κι ύστερα, ξανακάθισε αναπαυτικά, βάζοντας το ένα πόδι στ’ άλλο     

Ολοκληρωτική πουτανοποίηση! Ολοκληρωτική!

Ήμουν σοκαρισμένος και φουντωμένος (όταν λέμε ότι κρατάμε υψηλό επίπεδο στο στρόβιλο, το εννοούμε – μπορούσα να χα γράψει, αντί του «φουντωμένος», μια λέξη που μοιάζει με το «ναυλωμένος», αλλά δεν το ’κανα) με τη μετάλλαξη, τη μεταμόρφωση της Ρούλας. Αυτή δεν είναι η Ρούλα που γνώρισα πριν από 17 χρόνια!

Έπρεπε να πω, να κάνω κάτι! Αλλά τι; Εκείνη εξακολουθούσε να  με καρφώνει στα μάτια, έχοντας, πάντα, τον αντίχειρα της στο στόμα

Αλλά εγώ έπρεπε ν’ αναλάβω δράση. Κι ανέλαβα:

Αρχικά, πήρα ένα μαξιλάρι από μια διπλανή καρέκλα και το έβαλα μπροστά απ’ τη κοιλιά μου. Ύστερα, δραπέτευσα από το επίμονο βλέμμα της και κοίταξα προς τον πλάτανο. Εκεί είδα σκαρφαλωμένο το Μανούσο, τον τρελό του καφενείου (καλύτερα, τον μοναδικό από τους τρελούς του καφενείου που έχει πάρει δίπλωμα, δηλαδή, απολυτήριο απ’ το Δαφνί), να κοιτάει προς το μέρος μας. Είχε γουρλώσει τα μάτια και χαμογελούσε. Αφού με κοίταξε, έκανε μια γκριμάτσα, που έμοιαζε μ’ αυτές που κάνουν οι πίθηκοι, και ύστερα, μου έκανε κωλοδάκτυλο.

[Αρχιμήδη, Μανούσο! Αρχιμήδη, Μανούσο! Κατέβα κάτω, αν τολμάς, να σε ξεπατώσω! Ορίστε μας, μας κάνουν πλάκα κι οι τρελοί τώρα!!]

Ύστερα, κοίταξα τον Εμμανουήλ. Είχε κι αυτός το βλέμμα του Μανούσου…

Μετά, κατόρθωσα να ψελλίσω:

«Παιδιά, συγνώμη. Πηγαίνω μια στιγμή στην τουαλέτα»

Σηκώθηκα, κι αφού σκόνταψα πάνω στον Εμμανουήλ, μπήκα παραπατώντας στο καφενείο. Ύστερα, έτρεξα στην τουαλέτα για να ρίξω νερό στα μούτρα μου.

Αφού δροσίστηκα, βγήκα απ’ την τουαλέτα και πήγα προς την μπάρα. Εκεί καθόταν μόνος του ο Μάκης – η μπάρα του καφενείου του Λουκά είναι, έτσι κι αλλιώς, σχετικά μικρή και συνήθως κάθεται σ’ αυτήν μονάχα ο Μάκης, κι όσες φορές έρχεται, η γυναίκα του, η Ασπασία.     

Μόλις μ’ αντίκρισε, με κοίταξε και μου είπε, με επίσημο και στομφώδες ύφος:

«Φοβερό νιμού … Φοβερό νιμού… Ποια είναι;»

[Φοβερό νιμού! Φοβερό νιμού!! Φοβερό νιμού!!! Καμαρώστε φρασεολογία καθηγητού Πανεπιστημίου!!!! Αλλά έτσι είναι όλοι αυτοί οι καθηγητάδες του Σύριζα: το παίζουν αντισεξιστές και φεμινιστές για να ρίξουν καμιά αφελή αριστερή φοιτήτρια.

Αυτοί, ξεμυαλίζουν τα κορίτσια μας! Αυτοί, κατέστρεψαν τη χώρα!!]

Πήγα κι έκατσα στο παραδιπλανό σκαμπό της μπάρας, ακούμπησα το κεφάλι μου στη μπάρα, και τα χέρια μου σε διάταση πάνω της, και απάντησα στον πορνοσυριζαίο:

Είναι η πρώην τον Πάνου... η Ρούλα

Καλέ, αυτοί δεν έχουνε χωρίσει εδώ και δέκα χρόνια;

Άντε τώρα, να εξηγήσεις τη σχέση Παναγιώτη  – Ρούλας … Και δη, σ’ έναν ηλίθιο συριζαίο καθηγητή…

Αλλά εγώ έκανα μια προσπάθεια:

Η Ρούλα είναι ερωτευμένη με το μυαλό του Παναγιώτη… Και με τις αναλύσεις που κάνει… Όποτε την πιάνει δίψα για πολιτική ανάλυση, έρχεται και τον βρίσκει. Και τότε, αυτός την ταράζει στην ανάλυση. Κι εκείνη έρχεται σε οργασμό, ακούγοντας τον –  ουσιαστικά, κάνουν, όταν συναντιούνται, μια – δυο φορές το μήνα, κάτι σαν ιδιόμορφο διανοητικό σεξ – και κοιτώντας τον στο στόμα! Κι αφού ολοκλήρωνε, την ανάλυση, ο Εμμανουήλ, εκείνη έριχνε το κεφάλι της προς τα πίσω, και έλεγε, αναστενάζοντας: «Αχ, Παναγιωτάκη μου, πόσο ωραία την κάνεις!»

Κι ο Εμμανουήλ απαντούσε: «Σ’ άρεσε, γλυκιά μου αγαπημένη;»

Κι εκείνη έλεγε: «Αχ, ναι. Ήταν υπέροχο. Έσκισες πάλι…»!

Κι η πλάκα είναι ότι αυτό γινότανε, ακόμα κι όταν η Ρούλα είχε άλλον – άλλους. Γιατί στην πραγματικότητα ήθελε έναν πιο δραστήριο, πιο ενεργητικό, πιο πρακτικό –  και λιγότερο αδέξιο στο σεξ –  Παναγιώτη. Βασικά, έπρεπε να την είχε κουτουπώσει. Αλλά είναι μαμούχαλος ο Εμμανουήλ

Αυτά – το λοιπόν – είπα (αλλά κι άλλα πολλά, που όμως δε μπορώ να σας πω, γιατί αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των παιδιών) στον Μάκη, ο οποίος καθότανε και μ’ άκουγε μ’ ανοιχτό το στόμα και με γουρλωμένα μάτια.

Ύστερα, κοίταξε προς τα έξω, και μου είπε, χασκογελώντας:

«Να, να, το κάνουν και πάλι!»

Κοίταξα προς το τραπέζι του Πάνου και της Ρούλας.

Είχε δίκιο ο Μάκης – Βαρλαάμ. Καναν ξανά το ίδιο. Ο Πάνος αγόρευε, και η Ρούλα τον κοίταγε στα μάτια. Αλλά κάτι σα να χε αλλάξει:

Παλιά, όταν αγόρευε ο Εμμανουήλ κοιτούσε στο άπειρο. Τώρα, κοιτούσε τα μπούτια και το σορτσάκι της Ρούλας.

Παλιά, η Ρούλα τον κοίταγε στο στόμα. Τώρα, τον κοίταγε στα μάτια. Και το βλέμμα της ήταν καυτό και προκλητικό.

Ναι, αυτή τη φορά έκαναν κανονικό πλατωνικό έρωτα!