Καλό φθινόπωρο!

Οι ζέστες μπορεί να συνεχίζονταν, αλλά η χειμερινή σαιζόν είχε ήδη αρχίσει. Και είχε αρχίσει, γιατί άνοιγε, ύστερα από 15 μέρες οδυνηρού θερινού κλεισίματος, το καφενείο του Λ. [είχε πάει η κουφαλίτσα, ο καφετζής, 15 μέρες στο χωριό του, το οποίο βρίσκεται κάπου στη κεντρική, ή βόρεια, ή Δυτική Ελλάδα – κάπου ορεινά πάντως (μου το χει πει χιλιάδες φορές, αλλά εκείνες τις ώρες που πιάνουμε αυτού του είδους τις συζητήσεις είμαι ήδη μεθυσμένος, οπότε άντε μετά να θυμηθώ αυτές τις λεπτομέρειες) και μας είχε αφήσει να περιπλανόμαστε δυστυχισμένοι μακριά απ’ του στεκιού μας την αγκαλιά – ο άσπλαχνος και ασυνείδητος καφετζής]. Κι όταν ανοίγει το καφενείο του Λ.,  ξεκινά –  ντε φάκτο –  και χειμερινή σαιζόν. Πριν καν ανοίξουν τα σχολεία, πριν ακόμα κι απ’ την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους ή του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, έχουμε την έναρξη του καφενειακού έτους. Έτσι μετράμε εμείς, οι πιστοί του καφενειακού τρόπου ζωής, αλλά και του αγίου Τσίπουρου, το χρόνο. Οι κλιματολογικές συνθήκες δε μας ενδιαφέρουν: απαξ κι ανοίξει, μετά το 15αυγουστο, το καφενείο, λέμε καλό χειμώνα. 

Κι αυτοί τη φορά είχαμε όλες τις προϋποθέσεις για μια ιδανική πρεμιέρα της χειμερινής σαιζόν. Μιλάμε για ποδοσφαιρική πανδαισία: γιουρόπα Λιγκ με την παρουσία τριών ελληνικών ομάδων [τρόπος του λέγειν «ελληνικών», αφού ζήτημα είναι αν έπαιζε ένας έλληνας ποδοσφαιριστής σε κάθε μια απ’ αυτές τις τρεις ομάδες, οπότε θα έπρεπε να λέγαμε: τριών ομάδων που την ιδιοκτησία τους έχουν έλληνες μαφιόζοι, εεεε, επιχειρηματίες, αν κι ο ιδιοκτήτης του ΠΑΟΚ, ο Ιβάν Σαββίδης, δεν είναι ακριβώς έλληνας, αλλά γεωργιανός, δηλαδή Σοβιετικός ελληνικής καταγωγής]: του ΠΑΟΚ, του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, οπότε το καφενείο αναμενόταν να γεμίσει ασφυκτικά

Και πράγματι η πρεμιέρα της νέας σαιζόν άρχισε πολύ όμορφα: το τσίπουρο έρεε άφθονο, αφού ο ορεξάτος και ξεκούραστος, από τις δεκαπενθήμερες διακοπές στο χωριό του, καφετζής μας δεν τσιγκουνευόταν πολύ, αλλά έβαζε αρκετά καλές μερίδες σ’ όλους τους αφοσιωμένους και πιστούς πελάτες του – στους ξένους έβαζε, βέβαια, μισαδάκια, οι πρώην ελληνικές ομάδες τα πήγαιναν θαυμάσια, αν κι Ολυμπιακός δυσκολεύτηκε αρκετά από μια άσημη πορτογαλική ομάδα (οι κακές γλώσσες ισχυρίζονται ότι ο Ολυμπιακός δυσκολεύτηκε, επειδή ο πρόεδρος του χρειαζόταν χρήματα ενόψει του διαγωνισμού για τις συχνότητες, όποτε έστησε το ματς στην κανονική του διάρκεια – στο 90λεπτο ο Ολυμπιακός έχασε, και η απόδοση του διπλού ήταν ανεξήγητα τεράστια –  για να μαζέψει τα φράγκα που του ζητάγανε ο Τσίπρας κι ο Παπάς για να του δώσουν την άδεια – αλλά εμείς δεν μπορούμε να τα πιστέψουμε αυτά τα πράγματα), ενώ παρόντα ήταν και όλα τα βασικά και ιστορικά στελέχη του καφενείου του Λ., άρτι αφιχθέντα απ’ τις διακοπές (τρόπος του λέγειν διακοπές, αφού οι περισσότεροι είτε μείνανε στην Αθήνα, είτε ’καναν ολιγοήμερες διακοπές στα χωριά τους – εγώ έκανα και τα δύο, μιας και το χωριό μου, η Νέα Ελβετία, είναι κοντά στην Αθήνα), γεγονός που προμήνυε μια πολύ ενδιαφέρουσα αμπελοφιλοσοφική συζήτηση μετά την ολοκλήρωση των ποδοσφαιρικών αγώνων

Η πρώτη φάση της πρεμιέρας ολοκληρώθηκε πολύ ικανοποιητικά, αφού και οι τρεις ελληνικές ομάδες είχαν προκριθεί θριαμβευτικά στον επόμενο γύρο του γιουρόπα λιγκ, όποτε όλοι ήσαν ικανοποιημένοι και χαρούμενοι (ακόμα και οι αντιολυμπιακοί, οι φίλαθλοι όλων των άλλων, εκτός του ολυμπιακού, ομάδων).

Και πιο πολύ χαρούμενοι κι ευχαριστημένοι απ’ όλους, εμείς, οι εκλεκτοί, οι μυημένοι του καφενείου του Λ., αφού μετά την ολοκλήρωση των παιχνιδιών, ο πολύς κόσμος άρχισε να φεύγει, και να μένουμε σιγά – σιγά μόνοι κι ανενόχλητοι.

Δεν φαινόταν τίποτα στον ορίζοντα ικανό να χαλάσει την συνέχεια αυτής της υπέροχης βραδιάς πρεμιέρας. Ούτε η τσιγκουνιά του καφετζή, ο οποίος μετά την αποχώρηση των απλών πελατών άρχισε να μας σερβίρει πάλι μισαδάκια, αφού είχα προνοήσει να φέρω μαζί μου ενάμιση λίτρο τσίπουρο που είχα αγοράσει από το μπακάλικο του μπάρμπα της πρώην μου, το οποίο το κρατάει τώρα αυτή, μιας κι ο μπάρμπας της, ο Αγησίλαος, παριστάνει εδώ και δυόμιση χρόνια τον άρρωστο κι έχει χώσει την ηλίθια την ανιψιά του να τον υπηρετεί, μιας κ δεν έχει ο ίδιος παιδιά.  

Και κακώς έκανα, τώρα που το ξανασκέφτομαι, γιατί η συμπεριφορά της απέναντι μου ήταν αχαρακτήριστη. Γιατί μόλις της ζήτησα το τσίπουρο, άλλαξε η έκφραση του προσώπου της και μου μίλησε αγενέστατα: «Πάλι θα μπεκρουλιάσετε με το φίλο σου τον μπουμπούνα, τον Εμμανουήλ; Δε βαρεθήκατε να πίνετε τον κώλο σας;». Ακούτε τι μου είπε η ρουφιάνα (για να μη πω καμιά άλλη λέξη σε – άνα, γιατί στο στρόβιλο κρατάμε ψηλά το επίπεδο); Αλλά εγώ, Κύριος: «Μα αγάπη μου, δε το θέλω για μένα το τσίπουρο, δώρο θα το κάνω σ’ ένα φίλο που γιορτάζει»

-«Ποιο φίλο και κουραφέξαλα μου λες, παλιό – γελοίε; Ήρθες μετά από τρεις μήνες για να αγοράσεις τσίπουρο; Παλιο αλκοόλα!»

Κοίταξα τα μάτια της, Είχαν υγρανθεί από το μίσος και την απέχθεια απέναντι στο πρόσωπο μου. Μου γύρισε την πλάτη και πήγε προς τη μεριά που είναι τα τσίπουρα και οι ρακές, πήρε μια νάιλον σακούλα κι έβαλε μέσα δυο πλαστικά μπουκάλια χωρητικότητας 1,5 λίτρου) γεμάτα από τσίπουρο (ή ρακή – το ίδιο είναι)

Η κίνηση της αυτή με αναθάρρησε

«Με παρεξήγησες, γλυκιά μου Χρυσούλα (έτσι τη λένε). Έχω ένα γνωστό που το λένε Βαρθολομαίο, και σήμερα γιορτάζουν οι Βαρθολομαίοι (είχα κάνει σχετική μελέτη στο ιντερνέτ, για να είμαι έτοιμος στην περίπτωση που η Χρυσούλα δε θα έχαβε το αθώο μου ψέμα. Εκεί, στο ιντερνέτ, ανακάλυψα ότι στις 25 Αυγούστου, μέρα επανέναρξης των εργασιών του καφενείου του Λ, είναι του Αποστόλου Βαρθολομαίου και του Αποστόλου Τίτου, αλλά δεν μου πήγαινε να της πω ότι έχω γνωστό κάποιον που το λένε Τίτο)».

Εκείνη γύρισε και με κοίταξε με το γνώριμο – για μένα – ψαρωτικό γαλαζοπράσινο της βλέμμα, αφού άφησε τη σακούλα με τα τσίπουρα σ’ ένα τραπεζάκι που υπάρχει κοντά στην είσοδο του μπακάλικου, και μου πέταξε:      

«Για ποιο Βαρθολομαίο μου λες, μωρέ; Το πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως; Έχεις κάνα φίλο Βαρθολομαίο εσύ, μη τρελαθούμε εδώ μέσα; Αφού ξέρω όλα τα ρεμάλια τους φίλους σου!»  

Ακούτε πως μου μίλησε η Νίτσα (για να μη πω καμιά άλλη λέξη σε –νίτσα, γιατί στο στρόβιλο κρατάμε ψηλά το επίπεδο); Είδατε συμπεριφορά;

Αλλά εγώ δε μάσησα στις προκλήσεις και τη κακία του πορνιδίου (ενώ θα ’πρεπε να την είχα αρχίσει στα μπινελίκια και χαστούκια – την κάρια):

«Μα, μωρό μου, ο Βαρθολομαίος είναι ένα παιδί που συχνάζει εδώ και κάποιο καιρό στο καφενείο που πάμε και βλέπουμε μπαλίτσα. Παίζουμε και στοίχημα μαζί ενίοτε»

Πως μου ’ρθε να πω αυτή τη μαλακία; Από πού κι ως που να παίζω στοίχημα με τον Βαρθολομαίο; Πρώτα απ’ όλα, το πρόσωπο είναι φανταστικό. Ύστερα, δεν παίζω καν στοίχημα. Αλλά επειδή ήθελα να προσδώσω αληθοφάνεια στο στόρι μου, έπρεπε να δανειστώ τα χαρακτηριστικά αυτού του φανταστικού προσώπου απ’ ένα υπαρκτό. Κι αυτό το υπαρκτό πρόσωπο είναι ο Μάκης (Σεραφείμ) ο Κριεκούκης, ένας από τους βασικούς συντελεστές των κρασοκατανύξεων του καφενείου, ο οποίος παίζει ενίοτε πάμε στοίχημα με τον Θρασύβουλο, τον αδερφό του Λουκά (ήρθε η ώρα ν’ αποκαλύψω και αυτό το όνομα) του καφετζή. Έτσι, έκανα τον Σεραφείμ, Βαρθολομαίο. Και την Σούλα, ακόμη πιο δηλητηριώδη:

Με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση και μνησικακία και μου είπε, με μια αισθησιακά βραχνιασμένη φωνή:  

«Ώστε παίζουμε και στοίχημα τώρα, Μανολάκη; Τέτοια κατρακύλα; Και μπεκρής, και τζογαδόρος;»

Απάντησα στο μίσος με αγάπη. Την πλησίασα και την χούφτωσα (έπρεπε να χα συγκρατηθεί αλλά δεν μπορούσα, αφού με είχε αναστατώσει η σέξυ βραχνάδα της φωνής της). Η απάντησή της στην επίθεση  αγάπης που της έκανα ήταν ακόμα περισσότερο μίσος: αφού αρχικά μ’ έσπρωξε με βίαιο τρόπο, μου έριξε μια σφαλιάρα στο αριστερό μου μάγουλο. Μετά, πήρε τη σακούλα με τα δυο μπουκάλια και μου την έδωσε με πολύ αγενή τρόπο:

«Παρ’ τα κωλοτσίπουρα σου και φύγε από μπροστά μου, παλιομπουχέσα» μου είπε, κλαίγοντας.

Παρότι ένοιωσα βαθύτατα προσβεβλημένος από τη βάναυση και αισχρή συμπεριφορά της απέναντι  μου, πήρα τα τσίπουρα, αφού γι’ αυτό είχα έρθει στο μαγαζί. Σιγά να μην είχα επιθυμήσει τα πανέμορφα γαλαζοπράσινα της μάτια…

Μετά, αφού δηλαδή μου έδωσε τη σακούλα με τα τσίπουρα, κατευθύνθηκε προς ένα γραφειάκι που υπάρχει στο μπακάλικο κι έκατσε. Δε μιλούσε, ούτε με κοίταγε. Την πλησίασα. Αυτή τη φορά είχα αποφασίσει να είμαι παγερός:

«Πόσο κάνουν, Μαντάμ;» τη ρώτησα, με όσο πιο κυνικό τρόπο μπορούσα

Με κοίταξε. Έμοιαζε σα χαμένη. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα μου απάντησε, με βαριά και βραχνή φωνή:

«Προσφορά του καταστήματος. Παρ’ τα και πήγαινε στο καλό»

 Η ανέλπιστη προσφορά της αυτή με έσπρωξε σε μια παρακινδυνευμένη ενέργεια:

Αφού την πλησίασα, κρατώντας την σακούλα με τα τσίπουρα στο αριστερό μου χέρι, έβγαλα ένα εικοσάρικο που είχα στην τσέπη του πουκαμίσου μου, το ακούμπησα πάνω στο τραπέζι και της είπα με όσο πιο γλυκιά μαλακή φωνή μπορούσα:

«Χρυσουλάκι μου, θέλω να ξανά – αγαμηθούμε (αγαπηθούμε, μαλάκα Μάνο! Μα, πως μου ’ρθε αυτό το μι;), γλυκιά μου»

Σα να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, μόλις άκουσε την συναισθηματικά ειλικρινή, πλην περιέχουσα ένα μικρό λεκτικό λαθάκι, πρόταση μου: Σηκώθηκε απότομα όρθια, με κοίταξε αγριεμένα και μου φώναξε, χτυπώντας το χέρι πάνω στο γραφείο:

 «Μάνο, το καλό που σου θέλω: Ξεκουμπίσου, θα φας πολύ ξύλο»

Σιγά μην τη φοβηθώ. Είναι 1,71, είμαι 1,83. Είναι 52 κιλά, είμαι 104 (Όταν είχαμε γνωριστεί, το 1997, ήτανε 65 κιλά κι εγώ ήμουν 81. Δε φταίω εγώ που έγινε ανορεξικιά). Βέβαια, η Σούλα έχει κάνει μαθήματα κικ μπόξινγκ, ενώ έχει πολύ καλή φυσική κατάσταση, όντας χειμερινή κολυμβήτρια (αν τη δείτε με μπικίνι, θα καταλάβετε γιατί κόμματο μιλάμε), παρ’ ότι πέρασε σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά εγώ είχα το σωματικό – φυσικό πλεονέκτημα. Και θα την έδερνα άσχημα αν τολμούσε να μου σηκώσει χέρι

Έχοντας κάνει αυτήν την εκτίμηση, την πλησίασα πιο πολύ και της είπα κοιτώντας την στα στήθια:

«Μα μουνάρι μου (μανάρι μου, ηλίθιε! Μα, πως μου ’ρθε αυτό το ου;), σ’ αγαπώ πάρα πολύ»

Η απάντηση της στα λεκτικά μου ολισθήματα ήταν πολύ πρόστυχη.

Όλα γίνανε αστραπιαία: Αρχικά πήδηξε πάνω από το γραφείο και μ’ άρπαξε απ’ το γιακά. Μετά: δεξί ντιρέκτ, αριστερό κροσέ, και πάλι δεξί ντιρέκτ. Ύστερα, νέα σπρωξιά και δυνατή κλωτσιά στα πλευρά.  

Παραπάτησα, αλλά δεν έπεσα. Ούτε τα τσίπουρα έπεσαν από τα χέρια μου – για αυτό και  δεν απάντησα στα χτυπήματα της, αφού κρατούσα τα μπουκάλια στο χέρι. Η αναίτια κι ανάρμοστη επίθεση της μ’ είχε αφήσει άναυδο. Αισθανόμουν απογοήτευση και οργή.

Μετά, την είδα να πηγαίνει προς το γραφείο. Πήρε το εικοσάρικο, το τσαλάκωσε και το πέταξε προς το μέρος μου

«Πάρε και το βρωμο –  εικοσάρικο», μου είπε, κλαίγοντας, η Μέγαιρα, απ’ το μίσος που αισθάνεται για μένα, και μου γύρισε την πλάτη

Αν δε μ’ είχε βαρέσει – για την ακρίβεια, αν δεν την είχα αφήσει, αφού είμαι ιππότης, να με βαρέσει –  δε θα το ’παιρνα, αλλά η καλοσύνη έχει και τα όριά της, οπότε έσκυψα, πήρα το  εικοσάρικο και το έβαλα στη τσέπη του πουκαμίσου μου.

Ύστερα πήγα προς την έξοδο του μπακάλικου. Κοντοστάθηκα. Κι έχοντας της γυρισμένη την πλάτη, της πέταξα:

«Καμιά άλλη προσβολή, Κυρία μου;». Κι ύστερα άρχισα να κάνω ότι κλαίω (πάντα με γυρισμένη τη πλάτη, α, και με σκυμμένο το κεφάλι).

Έκανα μαλακία. Και πάλι. Αν και μικρή – όπως θα διαπιστώσετε στη συνέχεια  

«Εντάξει, φέρε το εικοσάρικο» μου είπε, με βραχνή και σπασμένη φωνή

Η Χρυσούλα, εκτός από κακιά, είναι και ηλίθια. Γιατί κατάλαβε ότι αυτό που με πρόσβαλε περισσότερο, ήταν το ότι μου πέταξε το εικοσάρικο στα μούτρα. Αυτό που με είχε προσβάλλει, όμως, δεν ήταν το ότι δε δέχθηκε το εικοσάρικο, αλλά τ’ ότι μου χε μιλήσει σκαιότατα, κι ότι μ’ είχε πλακώσει στο ξύλο – κι ότι δε μ’ άφησε να την μπαλαμουτιάσω, βέβαια.  Όμως, τώρα δε μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έπρεπε να δώσω το εικοσάρικο, ελπίζοντας ότι θα μου δώσει ικανοποιητικά ρέστα κανονικά, τα τσίπουρα που πήρα αξίζουν 15 ευρώ, αλλά εμένα μου τα δίνει δέκα. Κερδίζει, δηλαδή, από μένα ένα ευρώ, αφού η τιμή που αγοράζει το συγκεκριμένο τσίπουρο από τον παραγωγό είναι 3 ευρώ το κιλό, οπότε τα τρία κιλά κάνουν 9 ευρώ, όχι δέκα. Κι εμένα έπρεπε να μου πουλάει σε τιμή κόστους, αφού είμαι ο άντρας της ζωής – όπως η ίδια έχει ομολογήσει

Που είχαμε μείνει; Α, ναι:

Κατευθύνθηκα, το λοιπό, με βαριά βήματα προς το γραφείο οπού στεκόταν η Μάγισσα, και της έδωσα το εικοσάρικο, αποφεύγοντας να την κοιτάξω στα μάτια

Εκείνη πήρε το εικοσάρικα στο χέρι της κι άνοιξε τη ταμιακή μηχανή. Κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα μέσα. Ύστερα, πήρε δυο χαρτονομίσματα από μέσα και μου τα πρόσφερε, λέγοντας μου:

«Ήθελα να στ’ αφήσω 7 ευρώ, σε τιμή κόστους δηλαδή (άρα μ’ έριχνε 3 ευρώ, όχι ένα!), αλλά δεν έχω ψιλά. Πάρε αυτά, και τα βρίσκουμε άλλη φορά»

Πήρα τα χαρτονομίσματα και τα κοίταξα. Ήταν 15 ευρώ! Η συγκίνηση μου ήταν απερίγραπτη. Κλαίγοντας από χαρά, δεν άντεξα άλλο και την κοίταξα στα μάτια. Διέκρινα κάτι σαν χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της, αν και το βλέμμα της ήταν αυστηρό. Ακούστηκε ο ήχος της πόρτας ν’ ανοίγει

«Άντε, δρόμο τώρα. Μπήκε πελάτης», μου είπε με αυστηρό ύφος – η κρίση καλοσύνης  της είχε πολύ μικρή διάρκεια.

Έτσι, πήρα κι εγώ τα τσιπούρα και το 15άρικο και τράβηξα προς την πόρτα. Κοντοστάθηκα μονάχα για μια στιγμή, για να δω ποιος ήταν ο πελάτης.

Παπάρια πελάτης ήταν. Ο Μπάρμπας της ο Αγησίλαος ήτανε. Τον κοίταξα χαμογελώντας του, αφού τον έχω για σύμμαχο. Αλλά προτού πω κάτι, αυτός μου πέταξε:

«Τι έγινε, Μανολάκη; Πάλι τις φάγαμε απ’ τη μικρή;»

Ωραίος Σύμμαχος! Άμα έχεις τέτοιο φίλο...

«Άσε μας, ρε Αγησίλαε κι εσύ», του ανταπάντησα, άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω απ’ το μπακάλικο.

Έτσι, φορτωμένος από βρισιές, προσβολές και ξύλο, κίνησα προς το καφενείο …