1.– Cecropiα

 

Από τις 13+...ιστοριούλες τρόμου

1.– Cecropiα

Ή τ α ν μία μελισσούλα. Έτσι λ έ ε ι την είχα ντύσει. Εγώ, με ένα λουλουδάτο φόρεμα και κόκκινες γόβες. Τόσο νέα και θελκτική. Στα χέρια μου, κρατώ σερπαντίνες και, μία μικρή τσάντα από μαύρη γούνα κρέμεται στον ώμο μου. Τα χείλη μου είναι βαμμένα τριανταφυλλί, αλλά τρέμουν. Είδε κανείς το μελισσάκι μου;. Με κοιτούν με σκοτεινά, λοξά, ακαθόριστα μάτια πάνω σε λευκές μάσκες και δεν απαντούν. Όλοι μεταμφιεσμένοι σε κάτι. Ένας χιονάνθρωπος, άλλος βρικόλακας, μία χανούμισσα, κάποια αρκούδα. Η μάγισσα φορά μαύρα μεταξωτά και το κωνικό καπέλο της φτάνει πολύ ψηλά και γέρνει σαν φουγάρο. Η σκούπα της είναι από ροζ, χθαμαλά φτερά. Παράξενη σκούπα. Είδε κανείς το μελισσάκι μου;. Συζητούν χαμηλόφωνα και με δείχνουν. Έχουν γαντοφορεμένα χέρια και τα φέρνουν στο στόμα τους για μην ακουστούν, παρόλο που μιλούν ψιθυριστά Ο χώρος υπαίθριος, με μία φωταγωγημένη ακρόπολη στο κέντρο από πεπιεσμένο χαρτί. Στο βάθος, διακρίνεται ένα πυκνό, μαύρο δάσος, με τα δένδρα του κολλημένα το ένα στο άλλο, σαν να είναι ένα και μοναδικό δένδρο. Ο ουρανός στέκει σε μπλε φωτεινό, πατέρας που εναγκαλίζεται την παράσταση. Η σελήνη χλωμή, σαν δυστυχισμένο πρόσωπο φαλακρής γυναίκας βλέπει. Η ψυχή μου στα δόντια. Ήταν τεσσάρων χρονών. Κανείς δεν την είδε;. Όταν ξυπνώ, διαπιστώνω ότι ήταν όνειρο. Όμως ο δικός μου τρόμος συνεχίζει ανυποχώρητος, λες, και η πραγματικότητα του ονείρου, έχει εγκατασταθεί στο χωρόχρονο της εγρήγορσής μου. Μου συμβαίνει τακτικά να βγαίνω από τον ύπνο, και, να συνεχίζω το όνειρο με δικές μου πια πρωτοβουλίες ως προς τα συμβάντα.

Η κόρη μου είναι τριάντα χρονών, λέω. Εργάζεται. Έχει δικά της παιδιά και σύζυγο. Θαρρώ πως, είναι ακόμη το μελισσάκι μου;. Από το τηλέφωνο στο κομοδίνο σχηματίζω τον αριθμό της. -Ο αριθμός αυτός δεν ανήκει σε συνδρομητή. -Ο αριθμός αυτός δεν ανήκει σε συνδρομητή. Ξανά και ξανά. Το ίδιο πάλι. Ανοίγω το παράθυρο. Να δω. Να ανασάνω. Να συγκεντρώσω την σκέψη μου. Αντικρίζω έκπληκτη, μία μεγάλη αυλή, με έναν μικρό κήπο στο βάθος, καθώς και τα κατάλοιπα μίας πρόσφατης, αλλά τελειωμένης αποκριάτικης γιορτής στα πλακάκια της. Τα πλακάκια είναι ασπρόμαυρα, όπως στο σκάκι. Οι σερπαντίνες έχουν μάτια σαν φίδια. Ακίνδυνα όμως και ακίνητα, ψευδή και νεκρά, σαγόνια με δηλητήριο όχι. Ο διάσπαρτος Χαρτοπόλεμος σαν κατακαθισμένη βροχή και δάκρυα από πολύχρωμα μάτια. Και αίφνης, να η πρώτη φιγούρα του ζατρικίου. Η πράσινη βασίλισσα με ρόμπα και φακιόλι, καθώς αρχίζει το σκούπισμα. Η άλλη πίσω της, η άσπρη βασίλισσα με δίκωχο καπελάκι και γαλάζια στολή της φωνάζει –Μαρτίνα, να πας στο δωμάτιο 112… εκεί έχει πολύ δουλειά, πάλι ο Νο 72 λέρωσε τους τοίχους. Τι γυρεύω σε αυτό το άγνωστο μέρος;… τι είναι α υ τ ό το άγνωστο μέρος; Η γνωστή ζωή μου που είναι; Είμαι υπάλληλος του Υπουργείου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος. Παντρεμένη με τον Κωνστάντιο Π. Αρχιτέκτονα. Έχουμε μία μικρή κόρη, ένα λυκόσκυλο, και μία χελώνα για το παιδί που την φωνάζουμε Amor. Η οδός στην οποία μένω είναι η Ρεμπώ αριθ. 36 και ανήκει στην μεγαλύτερη Πόλη της Λουδίας. Απέναντι από το σπίτι, βρίσκεται ένα καπελάδικο του παλαιού καιρού, που υφίσταται ακόμη. Επίσης, ένα εργαστήριο ταριχεύσεων, με ένα μεγάλο κιτρινόμαυρο πουλί, στην βιτρίνα. Πού βρίσκομαι; Κάνω πίσω. Αυτό το δωμάτιο δεν είναι η κρεβατοκάμαρα μου. Είναι ο απλός χώρος διαμονής ευτελούς ξενοδοχείου, σχεδόν γυμνός. Το παράθυρο γιατί έχει κάγκελα; Ωστόσο, στον τοίχο απέναντι είναι κρεμασμένη η φωτογραφία του γάμου μου(;)ή μήπως δεν είναι;. Είναι, εν τέλει, η χάρτινη εικόνα της Παρθένου και του Αρχαγγέλου να της προσφέρει τον άμωμο κρίνο. Πηγαίνω προς την πόρτα. Προσπαθώ να την ανοίξω. Είναι κλειδωμένη. Εικάζω αλλόκοτες ιστορίες. Απαγωγή;… φάρσα, μακάβριο παιγχνίδι από κάποιον παρανοικό; Ώστε κελί λοιπόν;. «Πολυτελείας» μάλιστα. Φορώ ένα μακρύ νυχτικό με ξεθωριασμένα ανθάκια. Καθρέφτης πουθενά. Αγγίζω τα μαλλιά μου, κοντοκομμένα άνισα. Που είναι η κόκκινη μακριά μου κόμη; Είμαι ξυπόλυτη. Ένα ζευγάρι πάνινες παντόφλες με κοιτάζουν από το πάτωμα, εύτακτα βαλμένες, σαν μουσούδες φοβισμένων μικρών ζώων, τόσο με εγγύτητα ενωμένα. Στην πολυθρόνα, απλωμένη μία άθλια στολή ντόμινο κι ένα καπέλο με κόκκινα μαδημένα φτερά. Επίσης, μία μάσκα από μαύρο βινύλιο με μύτη καμπουρωτή και τόσο μακριά, ως να φτάνει στο στήθος εκείνου που θα την φορέσει. Νομίζω προς στιγμήν ότι γελά παιχνιδιάρικα και, σαλεύει σαν ράμφος. –Με φορούσες χθες, λέει η μάσκα. Ακόμη και ε δ ώ, στην «Γαλήνη» γιορτάζεται η Αποκριά. Οι αρμόδιοι μεριμνούν για την ευτυχία σας. Ανοίγω το συρτάρι του κομοδίνου, έτσι μηχανικά, για να κάνω κάτι. Βρίσκω, μόνο ένα κιτρινισμένο φύλλο εφημερίδας με ημερομηνία 14/4/1989 και την ξεθωριασμένη φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού με ξανθά μαλλιά. Τώρα είμαστε στο 2016, σκέφτομαι. Η φωτογραφία δείχνει το παιδάκι ντυμένο μέλισσα. Μία φορμίτσα με κάθετες ρίγες στο σώμα του, και μία στέκα στα μαλλάκια του με κεραίες. Τα μάτια του παιδιού είναι γελαστά και χρυσοπράσινα. Πάνω στο μαυρόασπρο παλιωμένο χαρτί, αναβοσβήνουν σαν λαμπάκια. Αρχίζω να γελάω και να κλαίω μαζί. «Το παιδί εξαφανίστηκε από την υπαίθρια εορτή του 12ου ιδιωτικού σχολείου. Τεσσάρων ετών και έξη μηνών. Φορούσε αποκριάτικη στολή, δηλωμένη ceCropia», γράφει η λεζάντα. Τα δικά μου μάτια είναι κεχριμπαριά. Εκείνη χαμένη; Να ήμουν καλύτερα η εξαφανισμένη εγώ, και όχι εκείνη. Εκείνη να ήταν δυνατόν να ζήσει, πάνω από τα 15.000 εκατομμύρια χρόνια, όπως ζούνε όλες οι μέλισσες. Ήταν Εκείνη όμως;.

Αίφνης ακούω θόρυβο πίσω από την πόρτα. Στην αρχή πολύ άτονο, σαν μουρμουρητό, αλλά ύστερα, βαθμιαίως κλιμακούμενος ηχητικά, γίνεται σχεδόν εκκωφαντικός. Ρωτώ, με αδύναμη ραγισμένη φωνή όλο ελπίδα.…. Ποιος; Και δεν ακούω παρά το νευρικό, επίμονο και απαιτητικό βουητό τους. Μέσα στο μυαλό μου χιλιάδες μέλισσες γιορτάζουνε και προσφωνούν στην γλώσσα τους το carnevale …… κρέας περνάει, κρέας περνάει, κρέας περνάει. Αγκαλιάζω το σώμα μου. Φέρνω τα γόνατα στο στήθος. Καθιστή στο πάτωμα αρχίζω να κινούμαι εμπρός πίσω. Από την χαραμάδα της πόρτας εισχωρεί η πρώτη μέλισσα. Είναι υπερμεγέθης και τρεμίζει ανήσυχα τις κεραίες Της. Μυρίζεται γύρη ή σάρκα. Λουλούδια δεν υπάρχουν στο δωμάτιο. Μόνο το κρέας Μου είναι ζωντανό. Οι επόμενες, οι πολλές επόμενες, μπαίνουν από τα πλάγια της πόρτας, από το γείσωμα, ακόμη και από την κλειδαρότρυπα. Ρωτάω. Μήπως είδατε το μελισσάκι μου;. Φωνάζω. Δεν απαντούν. Αλλά έρχονται, όλο έρχονται, μόνο έρχονται. Δεν φτάνουν Ποτέ.