Αλλόκοτη αγάπη

από το :13+.... ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΕΣ ΤΡΟΜΟΥ (στοιχεία της Ιστορίας βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα)

η Αγάπη Αλλόκοτη.

όταν γύριζε, ζητούσε να Του πλύνει τα πόδια, στην τσίγκινη λεκάνη με νερό, χοντρό αλάτι και λίγο ξύδι. μετά Της ζητούσε να πιει το νερό.

όταν έτρωγε, την ήθελε στο πλάι του, όρθια.
στο κρεβάτι κοιμόταν μόνος, κι Εκείνη χαμαί σε γιδοτόμαρο.
απαίτησε να κόψει τις μαύρες πλεξούδες Της ως την μέση, και να παραμένει με κακοκομμένα μαλλιά από κουροψάλιδο. 
δεν Της επέτρεπε να βγει μαζί του έξω, έστω στο καφενείο της πολίχνης που, έπινε ο κόσμος σουμάδα και έτρωγε γλυκό κουταλιού φιρίκι και φράπα.

όταν έφευγε Την κλείδωνε. 
από ένα καγκελόφρακτο παράθυρο έβλεπε την θάλασσα. έβλεπε την μακρινή θάλασσα και δάκρυζε, αδυνατούσε να κλάψει με λυγμό. τα δάκρυα έφταναν μέχρι το μπούστο Της.

κάποτε Της έκοψε την μισή γλώσσα και, την γιάτρεψε για να μην πεθάνει. ο σοκαρισμένος γιατρός, το μόνο που έμαθε ήταν, ότι το έκανε η Ίδια.

υπήρχε μία ώρα το βράδυ που, Της ζητούσε να γδυθεί και να στηθεί στον τοίχο σαν τον Εσταυρωμένο. Την έφτυνε και Την έβριζε με ακατονόμαστα λόγια, την έβρεχε με τα ούρα του.
ύστερα απαιτούσε να καθαρίσει το σώμα Της με τα χείλη σαν τα ζώα, να μην πλένεται. 
την τάιζε με το ζόρι, ό,τι ήταν προς πάχυνση.

Της έδενε τα μάτια με ένα μαύρο πανί, όταν είχε τελειώσει από υποχρεώσεις Της, και Την έβαζε να κάθεται στον καναπέ με σταυρωμένα χέρια.
το βράδυ, πριν πλαγιάσουνε, ζητούσε να του φιλήσει τα χέρια και τα πόδια γονυπετής. ύστερα Την φιλούσε στο λαιμό και τις ρώγες.

όταν έμεινε έγκυος, Της ζήτησε να κτυπάει την κοιλιά Της με τον κόπανο της μπουγάδας. 
μετά την αποβολή έφερε την μαία, που, Της έριξε ένα φαρμάκι γιατρικό στην μήτρα, για να μην πιάνει σπόρο. για μέρες είχε αφόρητους πόνους και πυρετό. Της έδωσε αντιβίωση ο ίδιος, και σιγά σιγά καλυτέρευε, αλλά η κοιλιά Της, ήταν πρησμένη, σαν να ήταν σε έβδομο μήνα εγκυμοσύνης.

όταν έλειπε ο άντρας, η Γυναίκα, αναποδογύριζε τα έπιπλα, σκόρπιζε τα πράγματα του σπιτιού ολούθε, τράβαγε τα στρωσίδια, πέταγε τα ρούχα του κατάχαμα και τα πατούσε. 
ύστερα Της έβγαιναν περισσότερες δουλειές.
όταν έλειπε ο άντρας, η Γυναίκα γδυνόταν και, φορούσε σαν σεντόνι γύρω από το σώμα Της, το κιτρινισμένο πέπλο του γάμου. έβαφε με κοκκινάδι, που είχε κρύψει στου φιδιού την τρύπα, τα χείλη, τα μάγουλα, ακόμη και τα βλέφαρα, και τα νύχια, και τις ρώγες των βυζιών.
τραυλά τραγουδούσε τότε, με μουγκρίσματα και ψιλές φωνούλες από το βάθος του λαιμού. έψελνε από μέσα Της κομμάτια από τροπάρια.
όταν έλειπε ο άντρας, η Γυναίκα άπλωνε στο τραπέζι της κουζίνας αλεύρι και έγραφε με το δάκτυλο, τους στίχους μίας δικής Της παράξενης ποίησης, που ύστερα χαλούσε.
διάβαζε αμέτρητες φορές το ίδιο βιβλίο,κρυμμένο κι αυτό.... η Ζωή του Χριστού, υπό Τζιοβάνι Παπίνι.

ώσπου μίαν ημέρα, πάνω σε μία σύγχυση δική Του, ξέχασε να κλειδώσει. όταν επέστρεψε έλειπε το άλογο, ο δεμένος λύκος, τα πουλερικά ήσαν εκτός κοτετσιού και το παγόνι εκτός του χώρου του. ακόμη και η κακοπαθημένη γάτα Της άφαντη. 
η ρόμπα της βρέθηκε στο φιλιατρό του Μεγάλου πηγαδιού. δεν Την βρήκαν οι αρμόδιοι που καλέστηκαν, ίσως το σώμα Της να ταξίδεψε σε μεγάλο βάθος είπαν, αλλά δεν το πίστευαν.

ο άντρας έδειχνε αλλόκοτα ψυχρός. συνέχιζε να ζει και να δουλεύει. απέκτησε ερωμένη.
ώσπου, μία νύχτα, άκουσε κτυπήματα στην πόρτα. σιγανά, ρυθμικά και ασταμάτητα.
ταυτόχρονα άρχισε να φυσάει.