Βήματα

Ένα βήμα αριστερά, ένα δεξιά και μένεις στην ίδια θέση. Δεν μετακινήθηκε καθόλου λοιπόν; Μόνο τα πόδια άνοιξαν στη διάσταση. Μια άβολη στάση θα έλεγε κανείς. Δύο κινήσεις αντίθετες. Έκανε αυτές τις κινήσεις, τις αντίθετες κινήσεις, μια στο βορά και μια στο νότο, μένοντας ανάμεσα στα δύο σημεία του ορίζοντα.

Τόσο μικρός ο χώρος ανάμεσα στα δύο αντίθετα τοποθετημένα πόδια. Δε μπόρεσε, λοιπόν, να κινηθεί. Να κάνει ένα βήμα. Έστω ένα. Σα να μην είχε τόπο να κινηθεί, σα να την πίεζε η έλλειψη χώρου. Και έμεινε εκεί, με τα πόδια ανοιχτά. Όρθια. Αλλά παγιδευμένη ανάμεσα στα δύο πλάγια βήματα. Τίναξε το κεφάλι προς τα πίσω. Μόνο του το κεφάλι της πήρε μια ελαφριά κλίση μερικών μοιρών στο πλάι. Από την αριστερή πλευρά. Το βλέμμα ψυχρό, η στάση ακίνητη. Αγαλματώδης. Τα χέρια κολλημένα στους διεσταλμένους μηρούς. Οι φάλαγγες των δαχτύλων απολύτως ευθείες κοιτούν προς τα κάτω. Έξω από τον τόπο που όρισε με τα δυο τις πόδια σε διάσταση.Στο στόμα της ένα αποτσίγαρο έσταζε στάχτη.Δε μίλησε με το στόμα.  Αλλά με τη στάχτη που έσταζε μέσα στον κυκλικό χώρο που είχε ορίσει με τη διάσταση των ποδιών της. Τι ήταν άλλωστε, παρά ένα ον δίποδο. Τι της έμενε παρά να ορίσει το χώρο που ήταν καταδικασμένη να κινηθεί; Γιατί κινήθηκε αριστερά και δεξιά. Αλλά έμεινε στον ίδιο τόπο. Τον όρισε. Εκεί κανείς δε θα την απειλούσε.Εκεί ήταν ασφαλής.

Έτσι όπως ήταν τοποθετημένο το κεφάλι της τίποτα σχεδόν δεν μπορούσε να δει. Αν όμως έβλεπε κάτι θα ήταν εκείνο που ήταν στα δεξιά της. Ακίνητο κι αυτό. Δεν απάντησε όταν την ρώτησα τι συνέβαινε, τι της συνέβαινε. Τι νʼ απαντήσει; Είχε κερώσει. Και στο φυτίλι η φλόγα που προσπάθησα νʼ ανάψω τρεμόσβησε.

Τώρα ήταν ένα κερί σβηστό.Ενα κερί που δεν αναλώθηκε.