Σοπέν και Μέντελσον (Шопен и Мендельсон)

Μετάφραση Ελένη Κατσιώλη

Μια γυναίκα όλο παραπονιόταν, κάθε βράδυ, έλεγε, από την άλλη μεριά του τοίχου πάντα η ίδια μουσική, μετά το φαγητό οι γέροι γείτονες, ο άντρας και η γυναίκα, ίδια σαν προγραμματισμένο δρομολόγιο τρένου πάνε στο πιάνο και η γυναίκα παίζει τα ίδια και τα ίδια: στην αρχή κάτι μελαγχολικό και μετά ένα βαλς. Κάθε μέρα το ίδιο παλιόπραμα, ταρατατί-ταρατατά, έλεγε η γυναίκα, η γειτόνισσα των γέρων και γελώντας το διηγούνταν σε όλους τους γνωστούς της και στη δουλειά της, παρόλο που αυτή η κατάσταση δεν ήτανε για γέλια. Αφού μπορεί να σου συμβαίνουν διάφορα, να σου πονάει το κεφάλι ή απλά να θέλεις να ξεκουραστείς και δεν είναι δυνατό κάθε βράδυ να βουλώνεις τα αυτιά σου βάζοντας δυνατά την τηλεόραση –και στους γέρους όλο η ίδια λατέρνα, αυτό το παλιόπραμα, ταρατατί-ταρατατά.

Αυτοί οι γέροι ακόμα και έξω έβγαιναν πάντα μαζί, σοβαρά και ευγενικά με μικρά βήματα έφταναν στο μαγαζάκι, και αυτό με δρομολόγιο, αρκετά νωρίς το πρωί, -την ώρα που οι δυνατοί ενήλικες και οι πιωμένοι βρίσκονταν στη δουλειά ή κοιμόντουσαν- για να μην μπορεί κανείς να τους πειράξει.

Κοντολογίς, η γειτόνισσα που με τον καιρό ήξερε πια το ρεπερτόριό τους, ρώτησε αρκετά άξεστα, με το περιπαικτικό της ύφος, όταν έπεσε πάνω τους (αυτοί μόλις βγαίνανε για το μαγαζάκι, με γιορτινά σιδερωμένα ρούχα, σαν για χορό, εκείνη με τριμμένο παναμαδάκι, εκείνος με άσπρη τραγιάσκα, τα ματάκια και των δύο χαρούμενα, τα χεράκια ζαρωμένα) –τι είναι αυτό που παίζετε συνέχεια, α! χαίρετε, δεν καταλαβαίνω –ενώ βασικά θα ήθελε να πει «για ποιο λόγο παίζετε συνέχεια και ενοχλείτε», όμως αυτοί κατάλαβαν ακριβώς το αντίθετο, συγκινήθηκαν, χαμογέλασαν φαρδιά-πλατειά με τα λεία πλαστικά τους δόντια και αυτή είπε -αυτή το είπε- η γριούλα: «Από τα τραγούδια χωρίς λόγια του Μέντελσον και ένα βαλς-φαντασία του Σοπέν» (Φτου σου! σκέφτηκε η γειτόνισσα).

Όμως όλα στον κόσμο τελειώνουν, και η μουσική ξαφνικά τελείωσε. Η γειτόνισσα ανέπνεε ελεύθερα, άρχισε να τραγουδάει και να το διασκεδάζει, αυτή ήταν κάτι σαν παραπεταμένη, ήταν μια εγκαταλειμμένη σύζυγος, σωστότερα ούτε καν σύζυγος, και έτσι ύστερα από τον χωρισμό τής έμεινε μια γκαρσονιέρα, και κάποιος άλλος εγκαταστάθηκε στο σπίτι της, έμενε εκεί, κάρφωσε ένα ράφι στην κουζίνα, αγόρασε και κάτι για τον εφοδιασμό του αποχωρητηρίου σαν κανονικός νοικοκύρης, ήρθε με ένα συσκευασμένο καπάκι και το βίδωσε μουρμουρίζοντας ότι αυτό που υπήρχε ήταν χάλια. Ύστερα επέστρεψε στη μάνα του. Και τώρα αυτή η μουσική κάθε βράδυ, από τον πολύ λεπτό, όπως φαίνεται, τοίχο, αυτό το βαλς του Σοπέν με τα λάθη πάντα στο ίδιο σημείο, πάντα το ίδιο φάλτσο σαν ένα παλιωμένο γραμμόφωνο που κολλάει και αυτό μπορεί να σε τρελάνει. Η τηλεόραση ήταν στον άλλο τοίχο, και εδώ υπήρχε ένα ντιβάνι, και ως συνήθως το παλιωμένο γραμμόφωνο ήταν σχεδόν κολλημένο κάθε βράδυ στο αυτί της. Εδώ που τα λέμε η ακοή της γειτόνισσας βελτιωνόταν σαν της νυχτερίδας, σαν του τυφλού που ακόμα και ανάμεσα στον πάταγο της τηλεόρασης ξεχωρίζει αυτόν τον καταραμένο Μέντελσον και τον Σοπέν.

Κοντολογίς, ξαφνικά όλα τελείωσαν, για δυο μέρες δεν ακουγόταν μουσική και μπορούσες να δεις τηλεόραση με ηρεμία, να τραγουδήσεις ή να χορέψεις, όμως από μακριά σαν να έκλαιγε κάποιος, σαν να τσίριζε ένα παιδί από τα πάνω πατώματα, αλλά και αυτό σταμάτησε. «Μα τι καλή ακοή που έχω!», – διηγούνταν μετά η γειτόνισσα των γέρων στη δουλειά, όταν όλα ξεκαθαρίστηκαν, ότι αυτό το τσίριγμα ήταν του άντρα της γριάς πιανίστας, ότι δεν τη βρήκανε κάπου γενικά αλλά στο πάτωμα κάτω από τον άντρα της, φαίνεται ότι αυτός από καιρό ήταν παράλυτος στο κρεβάτι («και εγώ δεν το είχα καταλάβει, κάποτε τους συναντούσα, να ‘τανε παλιά;» -συνέχιζε μονολογώντας τη διήγησή της η νεαρή γειτόνισσα), κείτονταν παράλυτος, και η γυναίκα του κάθε βράδυ, όπως φαίνεται, του έπαιζε το ρεπερτόριό της ακριβώς δίπλα στο αυτί της γειτόνισσας, προφανώς για να τον ευθυμήσει, και ύστερα αυτή κάπως έπεσε, πέθανε κοντά στο κρεβάτι του και αυτός άρχισε να προσπαθεί να κατέβει, για το τηλέφωνο μάλλον, και στο τέλος γκρεμίστηκε πάνω στη γυναίκα του και από αυτή τη θέση, παρόλ’ αυτά, κατάφερε να τηλεφωνήσει, άνοιξαν το διαμέρισμα, και οι δύο δεν ήταν πια ζωντανοί, ήταν γρήγορη η έκβαση.

«Μα τι καλή ακοή που έχω!» -έλεγε καμαρώνοντας η νεαρή γειτόνισσα σε όλους συνέχεια στο τηλέφωνο, ενώ θυμόταν εκείνο το απομακρυσμένο τσίριγμα ή κλάμα και υπολόγιζε τον χρόνο που του χρειάστηκε (το βράδυ και όλη τη νύχτα και όλη την επόμενη ημέρα), για να φτάσει το τηλέφωνο∙ γι’ αυτό φαίνεται ότι τσίριζε ο γέρος.

«Μα τι καλή ακοή που έχω! -σκεφτόταν με ανησυχία η γειτόνισσα για τους μελλοντικούς γείτονες και θυμόταν από μέσα της με αγάπη και ζήλια τον Σοπέν και τον Μέντελσον, -αυτοί εδώ ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, ήσυχοι, δεκαπέντε λεπτά την ημέρα έκαναν θόρυβο και αυτό ήταν όλο, ποιός θα τους αντικαταστήσει; Και πέθαναν με διαφορά μιας μέρας, όπως στα παραμύθια, έζησαν πολύ και πέθαναν με μια μέρα διαφορά» – Σοπέν, Σοπέν, Μέντελσον σκεφτόταν σαστισμένη μέσα στην σιωπή.

 

Πηγή: ανθολογία И.И. Яценко: Русская «нетрадиционная» проза конца ХХ века», Санкт-Петербург, «Златоуст» 2004 (Αντισυμβατική ρωσική πεζογραφία του τέλους του 20ου αι., Αγία Πετρούπολη, εκδόσεις Ζλαταούστ 2004).

 

Λιουντμίλα Στεφάνοβνα Πετρουσέφσκαγια (Людмила Стефановна Петрушевская) (Μόσχα 1938). Σπούδασε δημοσιογράφος. Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν της δημοσίευαν έργα. Το συγκεκριμένο διήγημα έχει αφηγηματικό χαρακτήρα. Συχνά στο έργο της αναφέρεται στη ζωή των  γυναικών. Στα έργα της μπορεί να συναντήσεις μια «φυσική» ροή ή μια «ειρωνική πρωτοπορία, λεκτικά παιχνίδια, ανεκδοτικές καταστάσεις και παρωδίες στερεοτύπων. Ζει και εργάζεται στη Μόσχα.