Αυτό που δεν υπήρχε То, чего не было

Μετάφραση από τα ρωσικά: Ελένη Κατσιώλη

Ήταν μια υπέροχη ημέρα του Ιουνίου, -ήταν υπέροχη γιατί είχε τριάντα πέντε βαθμούς Κελσίου- μια υπέροχη μέρα του Ιουνίου που είχε παντού ζέστη, στο ξέφωτο όμως με τις θημωνιές του φρεσκοκομμένου σανού ήταν ακόμα πιο ζεστά, επειδή ο βυσσινόκηπος εμπόδιζε το πέρασμα του αέρα.Σχεδόν τα πάντα ήταν ναρκωμένα: οι άνθρωποι χορτάτοι ασχολούνταν με ασήμαντες δουλειές. Σώπαιναν τα πουλιά, ακόμα και πολλά έντομα εξαφανίστηκαν. Για τα κατοικίδια ζώα δεν έχεις να πεις τίποτε: μικρά και μεγάλα κρύφτηκαν κάτω από το υπόστεγο. Το σκυλί χωμένο σ’ ένα λάκκο μες τον στάβλο, ξαπλωμένο με μισόκλειστα μάτια ανάσαινε λαχανιασμένο, με κρεμασμένη τη ροζ γλώσσα του σχεδόν μέχρι το χώμα· μερικές φορές από το αποκάρωμα που προερχόταν από τη θανάσιμη ζέστη, χασμουριόταν έτσι που ακουγόταν ένα λεπτούτσικο σύριγμα. Η γουρούνα μάνα με τα δεκατρία μικρά της ήταν ξαπλωμένη στην όχθη μέσα στη σκούρα λασπουριά που εξαιτίας της φαίνονταν μόνο οι δύο τρύπες της μουσούδας -με τα ρουθουνίσματα και τα ροχαλητά-, οι μακρουλές, περιχυμένες λάσπη ράχες και τα τεράστια κρεμασμένα αυτιά τους. Κάποιες κότες, που δεν τις ενοχλούσε η ζέστη, κατά κάποιον τρόπο σκοτώνανε την ώρα ανασκαλεύοντας με τα πόδια τους την ξερή γη μπροστά στο στέγαστρο της κουζίνας, στο οποίο όπως πολύ καλά ξέρανε δεν υπήρχε ούτε ένα σποράκι· και στη συνέχεια ο κόκορας, μάλλον θα ένοιωθε άσχημα γιατί είχε ένα ηλίθιο βλέμμα και ξελαρυγγιαζόταν φωνάζοντας: «κικιρίκου σκάν-δα-λο!!»

Και έτσι φύγαμε από το ξέφωτο, που είχε την πιο πολύ ζέστη, και πήγαμε εκεί που βρισκόταν όλη η παρέα των κυρίων που δεν κοιμόντουσαν. Δηλαδή κάποιοι καθόντουσαν, όχι όλοι γιατί π.χ. το γέρικο κοκκινότριχο άλογο ανασκάλευε μια θημωνιά σανό, με κίνδυνο για τα παΐδια του από το κνούτο του αμαξά Αντόν, γιατί όντας άλογο δεν μπορούσε να καθίσει κάτω ακόμα και η κάμπια κάποιας πεταλούδας δεν καθόταν, αλλά σερνόταν με την κοιλιά: το θέμα βέβαια δεν ήταν στα λόγια. Κάτω από τη βυσσινιά μαζευόταν μια μικρή αλλά πολύ ενδιαφέρουσα παρέα: ένας σαλίγκαρος, ένας κοπροκάνθαρος, μια σαύρα, η κάμπια που λέγαμε παραπάνω και η ακρίδα που ήρθε καλπάζοντας. Κοντά τους καθόταν ο κοκκινοτρίχης που αφουγκραζόταν τα λεγόμενά τους, στρέφοντας προς αυτούς το εσωτερικό του κόκκινου αυτιού του με τις σκουρόγκριζες τρίχες ενώ πάνω του κάθονταν δύο μύγες.

Η παρέα συζητούσε ευγενικά όχι όμως αρκετά θαρραλέα και, όπως συνηθίζεται, κανείς με κανέναν δεν συμφωνούσε, αφού ο καθένας αξιολογούσε τα πράγματα σύμφωνα με την άποψη και τον χαρακτήρα του.

-Κατά την άποψή μου -είπε ο κοπροκάνθαρος, ένα αξιοπρεπές ζωντανό- πρέπει κυρίως να ασχοληθούμε με τους απογόνους μας. Η ζωή είναι το έργο μας για τη μελλοντική γενιά. Αυτός που εκπληρώνει συνειδητά τα καθήκοντα που του έχει αναθέσει η φύση πατάει σε στέρεο έδαφος: αυτός ξέρει τη δουλειά του και θα έχει την ευθύνη για ό,τι συμβεί. Κοιτάξτε με: ποιος μοχθεί περισσότερο από εμένα; Ποιος κυλάει ολόκληρη την ημέρα χωρίς ξεκούραση μια τόσο βαριά μπάλα από κοπριά, όπως αυτή που έχω φτιάξει εγώ με τόση τέχνη, με κύριο  σκοπό να δώσω τη δυνατότητα να μεγαλώσουν νέοι, όμοιοι με μένα, κοπροκάνθαροι;  Όμως δεν πιστεύω ότι κάποιος έχει τόσο ήσυχη τη συνείδησή του και τόσο καθαρή την καρδιά του που θα μπορούσε να πει: «ναι, έκανα τα πάντα, όσα μπορούσα και θα μπορέσω να κάνω», όπως θα πω εγώ όταν δουν το φως οι νέοι κοπροκάνθαροι. Να τι σημαίνει εργασία!

-Τράβα στη δουλειά σου, αδελφέ! –είπε το μυρμήγκι, κουβαλώντας την ώρα που έβγαζε λόγο ο κοπροκάνθαρος, παρά τη μεγάλη ζέστη, ένα τεράστιο ξερό κοτσάνι. Σταμάτησε επιτόπου, έκατσε στα τέσσερα πισινά του ποδαράκια και με τα δύο μπροστινά σκούπισε τον ιδρώτα από το βασανισμένο του πρόσωπο. Και εγώ εργάζομαι, και μάλιστα περισσότερο από σένα. Όμως εσύ δουλεύεις για τον εαυτό σου ή το κάνεις για τα παιδιά σου και δεν είναι όλοι τόσο ευτυχισμένοι… για προσπάθησε να κουβαλήσεις κούτσουρα για το δημόσιο ταμείο όπως εγώ. Και εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τι με εξαναγκάζει να δουλεύω, συντρίβοντας τις δυνάμεις μου και μάλιστα με τέτοια ζέστη. –Κανείς δεν θα μου πει ποτέ ευχαριστώ. Εμείς τα δυστυχισμένα μυρμήγκια εργάτες, όλο δουλεύουμε· σε τι είναι όμορφη η ζωή μας; Αυτή είναι η Μοίρα!…

-Εσύ, κοπροκάνθαρε βλέπεις τη ζωή πάρα πολύ στεγνά, και εσείς, τα μυρμήγκια, πάρα πολύ σκυθρωπά, -αντέτεινε η ακρίδα. –Όχι, κάνθαρε, μου αρέσει να τραντάζομαι και να πηδάω και τίποτε άλλο! Δεν ενοχλεί τη συνείδησή μου! Και επιπλέον δεν έθιξες καθόλου το θέμα που έθεσε η κυρία σαύρα όταν ρώτησε «τι είναι κόσμος;» ενώ εσύ μιλάς για μια κοπρόμπαλα και αυτό δεν είναι ευγενικό. Ο κόσμος, κατά την άποψή μου, είναι ένα πάρα πολύ καλό πράγμα επειδή υπάρχει σε αυτόν για μας χόρτο τρυφερό, ήλιος και αεράκι. Και είναι και μεγάλος! Εσείς εδώ, ανάμεσα σε αυτά τα δέντρα, δεν μπορείτε να καταλάβετε πόσο μεγάλος είναι. Όταν βρίσκομαι στον αγρό, πηδάω καμιά φορά προς τα πάνω όσο πιο πολύ μπορώ και σας διαβεβαιώνω ότι φτάνω σε τεράστιο ύψος. Και από εκεί βλέπω ότι ο κόσμος δεν έχει τέλος.

-Σωστά, -πρόσθεσε βαθυστόχαστα ο κοκκινοτρίχης. –Όλοι σας, όμως, παρόλ’ αυτά δεν έχετε δει το ένα εκατοστό από αυτά που είδα εγώ στη ζωή μου. Κρίμα, που δεν μπορείτε να καταλάβετε τι είναι το χιλιόμετρο… Σε ένα χιλιόμετρο από εδώ υπάρχει το χωριό Λουπάρεφκα: πηγαίνω εκεί κάθε μέρα με το βαρέλι για νερό. Όμως εκεί ποτέ δεν με ταΐζουν. Και από την άλλη την πλευρά είναι η Γιεφίμοφκα και η Κισλιάκοφκα και σ’ αυτή υπάρχει μια εκκλησία με καμπαναριό. Και μετά είναι η Αγία Τριάδα και πιο πέρα το Μπογκογιαβλένσκ (Θεοφάνεια). Εκεί μου δίνουν πάντα σανό, αλλά είναι άσχημο. Στο Νικολάγεφ  που είναι μια πόλη στα είκοσι οκτώ χιλιόμετρα από εδώ, μου δίνουν καλύτερο σανό και βρώμη, μόνο που δεν μου αρέσει να πηγαίνω εκεί γιατί ο αφεντικός μου με καβαλάει και διατάζει τον αμαξά να τρέξει, και αυτός με χτυπάει οδυνηρά με το καμτσίκι… Και υπάρχει η Αλεξάντροφκα, η Μπιελαζέρκα και ακόμα η Χερσώνα… Που να καταλάβετε!… Αυτός είναι ο κόσμος· όχι όλος, υποθέτουμε, αλλά εν πάση περιπτώσει ένα σημαντικό κομμάτι του.

Και ο κοκκινοτρίχης σώπασε, όμως το κάτω χείλος του όλο και σάλευε, και κάτι μουρμούριζε. Αυτό το είχε πάθει από τα γηρατειά: ήταν κιόλας δεκαεπτά χρονών αλλά για το άλογο αυτή η ηλικία είναι ότι για τον άνθρωπο τα εβδομήντα εφτά.

-Δεν καταλαβαίνω τα αλογίσια σας σοφά λόγια και ομολογώ ότι δεν με νοιάζει -είπε το σαλιγκάρι. –Και ένα μεγάλο φύλο μου είναι αρκετό: έχω τέσσερις ημέρες που σέρνομαι πάνω του και δεν τελειώνει. Και μετά από αυτό το σύρσιμο υπάρχει ακόμα κι άλλο, και ίσως στο ίδιο φύλλο να κάθομαι ακόμα. Αυτό είναι όλο. Και δεν χρειάζεται να πηδήξω πουθενά –όλα αυτά είναι επινοήματα και σαχλαμάρες· τρως το φύλλο που πάνω του κάθεσαι. Αν δεν είχα την τεμπελιά να σέρνομαι, από καιρό θα είχα φύγει μακριά από εσάς και τις συζητήσεις σας. Με αυτές μου πονάει το κεφάλι και τίποτε περισσότερο.

-Όχι, με συγχωρείς, από τι; -τον διέκοψε η ακρίδα, τριζοβολώντας πολύ χαριτωμένα, όταν μάλιστα υπάρχουν τόσο ωραία πράγματα σαν την απεραντοσύνη και άλλα παρόμοια. Φυσικά και υπάρχουν πρακτικές φύσεις που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι πώς να γεμίσουν το στομάχι τους, όπως εσύ ή αυτή εδώ η χαριτωμένη κάμπια…

-Αχ όχι, αφήστε με, σας παρακαλώ, μη με τρελαίνετε! – Φώναξε με παράπονο η κάμπια: αυτό το κάνω για την καινούργια ζωή, μόνο για την καινούργια ζωή.

-Για ποια καινούργια ζωή; Ρώτησε ο κοκκινοτρίχης.

-Μα δεν ξέρετε ότι μετά θάνατο γίνομαι πεταλούδα με πολύχρωμα φτερά;

Ο κοκκινοτρίχης, η σαύρα και το σαλιγκάρι δεν το ήξεραν, όμως τα έντομα κάτι ξέρανε. Όλοι σταματήσανε λιγάκι γιατί κανείς δεν ήξερε τίποτε συγκεκριμένο για την καινούργια ζωή.

-Στις σταθερές αξίες πρέπει να αναφέρεσαι με σεβασμό –μουρμούρισε εντέλει η ακρίδα.

-Μήπως επιθυμεί κάποιος να πει κάτι ακόμα; Ίσως εσείς; Στράφηκε στις μύγες και η μεγαλύτερη απάντησε:

-Εμείς δεν μπορούμε να πούμε ότι είμαστε άσχημα. Τώρα μόλις βγήκαμε από το δωμάτιο· η κυρία είχε βάλει στα βάζα βραστή μαρμελάδα κι εμείς χωθήκαμε κάτω από το καπάκι και φάγαμε. Είμαστε ευχαριστημένες. Η μανούλα μας όμως κόλλησε στο γλυκό, αλλά τι να κάνουμε;  Έζησε αρκετά. Είμαστε ευχαριστημένες.

-Κύριε, -είπε η σαύρα, -πιστεύω ότι όλοι έχετε απόλυτο δίκιο! Από την άλλη πλευρά όμως…

Αλλά η σαύρα δεν είπε τι υπήρχε από την άλλη πλευρά γιατί αισθάνθηκε ότι κάτι δυνατό πάταγε την ουρά της στη γη.

Είχε έλθει πίσω από τον κοκκινοτρίχη ο αμαξάς Αντόν που είχε ξυπνήσει και άθελά του πάτησε με τη μπότα την παρέα και την έλιωσε. Κάποιες μύγες έφυγαν για να γλύψουν τις πεθαμένες τους μανούλες, τις πασαλειμμένες με μαρμελάδα κι η σαύρα με την κομμένη ουρά έτρεξε. Ο Αντόν έπιασε τον κοκκινοτρίχη από τη χαίτη, τον οδήγησε έξω από τον κήπο για να τον ζέψει με το βαρέλι και να πάει για νερό μουρμουρώντας: «Άιντε, κουνήσου, μεγαλονούρη!», κι αυτός του απάντησε μουρμουρίζοντας.

Και η σαύρα έμεινε χωρίς ουρά. Η αλήθεια είναι ότι μετά από λίγο καιρό μεγάλωσε πάλι, όμως για πάντα της έμεινε κάτι θαμπό και μαυριδερό. Και όταν τη ρωτούσαν τι έπαθε η ουρά της, τότε απαντούσε σεμνά:

-Μου την κόψανε γιατί αποφάσισα να εκφράσω τις πεποιθήσεις μου.

Και είχε απολύτως δίκιο.