Τσόλια και τσολιάδες

Μήπως οι Ντόιτς κέρδισαν και πάλι;

Αναρωτιέμαι, δε σας το κρύβω, αν χαρήκαμε τζάμπα από τον αποκλεισμό των πάντσερ. Γιατί μπορεί η Ντόιτσλαντ να έχασε στον ημιτελικό από την Γαλλία, αλλά η φιλοσοφία της, η κυνική, διεστραμμένη και ξενέρωτη αντίληψη της για το τι είναι ποδόσφαιρο, για το είναι παιχνίδι, μπορεί και να κέρδισε, μιας και πρωταθλήτρια Ευρώπης αναδείχθηκε η Πορτογαλία του Φερνάντο Σάντος – ενός προπονητή που έχει υιοθετήσει πλήρως το δόγμα ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Μ’ άλλα λόγια, τον πρωσικό «ορθολογισμό».

[Βέβαια, θρυλείται ότι ο Σάντος είναι αριστερός κι αντιμνημονιακός προπονητής. Αλλά και για τον Αλέξη τον Τσίπρα, θρυλούταν ότι είναι αριστερός κι αντιμνημονιακός πολιτικός, οπότε αυτό δε λέει και τίποτα. Ή ίσως και να λέει. Και για τον Σάντος – και για τον Τσιπράντος]

Ναι, κύριε Σάντος, αλλά εμείς αγαπήσαμε την Πορτογαλία επειδή έπαιζε ελεύθερο, φαντεζί και καλλιτεχνικό ποδόσφαιρο. Γι’ αυτό και στεναχωριόμασταν όταν έχανε από άμπαλους – πλην κυνικούς – αντιπάλους. Εμείς θέλαμε να πάρει η Πορτογαλία την κούπα, όχι η εθνική της Ντόιτσλαντ ντυμένη στα χρώματα της Πορτογαλίας!

Και δεν είναι – άμα έχουνε έτσι τα πράγματα – και η πρώτη φορά, εδώ που τα λέμε, που η Ντόιτσλαντ νικάει «δια αντιπροσώπου». Κι άλλες εθνικές ομάδες έχουν παίξει αυτόν το ρόλο στο παρελθόν. Με προεξέχουσα περίπτωση, αυτήν της ελληνικής εθνικής ομάδας του 2004.

Και μην μου πείτε ότι ομάδα του 2004 δεν ήταν μια ντόιτς ομάδα! Και δη, επιπέδου Καϊζερσλάουτερν (η ομάδα που προπονούσε ο Ρεχάγκελ στη Γερμανία, και την οποία δεν άντεχαν να την βλέπουν ούτε και οι ντόιτς ούτε και οι γερμανοί). Ούτε καν επιπέδου Βέρντερ Βρέμης ή Ντόρτμουντ δεν ήταν αυτή η κωλο – ομάδα με το περίεργο όνομα

«Για κάτσε, ρε μάστορα, θα μου πείτε όμως, σα πολλά πράγματα δε μπερδεύεις αναμεταξύ τους; Τι σχέση έχει η Γερμανία με την Ελλάδα και την Πορτογαλία; Οι γερμανοί θέλουν κατοχή (της μπάλας) και κυριαρχία. Οι φουκαριάρηδες οι έλληνες και οι πορτογάλοι (ποδοσφαιρική) αντίσταση κάνουνε. Τι θες, δηλαδή, να κάτσουν και να χάσουν; Να μην το παλέψουν –  όπως μπορούν; Να τους απ’ αυτώνουν μόνο. Να μην απ’ αυτώσουν κι αυτοί καθόλου;»

Φοβάμαι ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλοϊκά

Πρώτα απ’ όλα, η πάλη και το «απ’ αυτό» (το απαύτωμα) δεν έχουν καμιά σχέση με το ποδόσφαιρο. Μιλάμε για ένα παιχνίδι, κι όχι για πόλεμο ή για προσπάθεια διάπραξης (ή αποφυγής) σεξουαλικής κακοποίησης (στην Ελλάδα, όπως και σ’ όλες τις χώρες όπου οι λαοί τους έχουν υποστεί μαζικό βιασμό διαρκείας (ανεξαρτήτως φύλου), το ρήμα απαυτώνω έχει περισσότερο την έννοια του βιάζω, ξεφτιλίζω, υποτάσσω – κι όχι την έννοια του κάνω έρωτα. Γι’ αυτό και οι νεοέλληνες πανηγύριζαν το 2004 τον βιασμό του ευρωπαϊκού και παγκοσμίου ποδοσφαίρου με το σύνθημα: είναι βαριά η πίτσα του Τσολιά. Κι αυτό, παρότι ο συγκεκριμένος Τσολιάς ήταν Βεστφαλός, δηλαδή, Πρώσος. Οπότε δε θα μπορούσε να είναι και τσολιάς, αφού οι τσολιάδες είναι άνθρωποι που πάλευαν για να πάψουν να είναι τα τσόλια που τους κατάντησαν οι «άγγλοι – γάλλοι –  πορτογάλοι», οι διάφοροι πρώσοι, βαυαροί και αυστρο – Ούγγροι παλικαράδες, οι αγάδες, οι πασάδες και οι έλληνες οι τσιφλικάδες. Εκείνοι, δηλαδή, που πράγματι διέθεταν «βαριά πίτσα» (γαλάζιο αίμα, έξι δάκτυλα κλπ). Άρα, οι πραγματικοί τσολιάδες οι sans-culottes, οι «αβράκωτοι», δηλαδή, της  ελληνικής επανάστασης, ποτέ δε θα μπορούσαν να εκστομίσουν αυτό το προσβλητικό σύνθημα. Ούτε για πλάκα! Μόνο κομπλεξικά τσόλια – που αναζητούν εναγωνίως τον γερμανό τους – μπορούσαν να το εκστομίσουν).

Μετά, υπάρχει και το άλλο:  

Η εθνική Γερμανίας τωόντι αρέσκεται σ’ ένα παιχνίδι κυριαρχίας και κατοχής της μπάλας (σε μια αυτοκρατορική και κυριαρχική δύναμη μονάχα αυτό το στυλ ταιριάζει. Η Ντόιτσλαντ πρέπει πάντα να επιτίθεται – ή να μην φαίνεται ότι αμύνεται). Αλλά αυτό το κατορθώνει όχι μέσω της ποιότητας, της δεξιοτεχνίας και της επινοητικότητας των παιχτών της, αλλά μέσω της διαρκούς, μηχανικής και προγραμματισμένης– κυρίως χωρίς την μπάλα – κίνησης τους. Έτσι, η ακρίβεια στην πάσα εξασφαλίζεται όχι τόσο από την ικανότητα του παίχτη που δίνει την πάσα, όσο από την κινητικότητα (το ακατάπαυστο τρέξιμο) του συμπαίχτη του που την δέχεται.

Με αυτόν τον τρόπο, στερούν από τον αντίπαλο το χώρο, άρα και τη δυνατότητα, για να παίξει μπάλα (δεν τον αφήνουν να παίξει, του καταστρέφουν το παιχνίδι). Ουσιαστικά δεν πρόκειται για κατοχή μπάλας, αλλά για κατοχή χώρου. Η οποία εξασφαλίζεται μέσω της αριθμητικής υπεροχής στο συγκεκριμένο χώρο του γηπέδου όπου παίζεται η μπάλα. Κι αυτή η αριθμητική υπεροχή εξασφαλίζεται, με τη σειρά της, μέσω της  διαρκούς, μηχανικής κι αυτοματοποιημένης κίνησης των ποδοσφαιριστών της.

Ναι, αλλά πως την πάτησε η Γερμανία από την Γαλλία;

Είναι απλό: οι Γάλλοι, σοφά πράττοντας, παραχώρησαν ένα μεγάλο χώρο του γηπέδου στους Γερμανούς. Βασικό τους μέλημα ήταν να εξασφαλίσουν τη δικιά τους αριθμητική υπεροχή γύρω (και μέσα) από τη μεγάλη τους περιοχή, καθιστώντας, μ’ αυτόν τον τρόπο, ακίνδυνους τους Γερμανούς. Μονάχα όταν αποφάσισαν οι Ντόιτς να ρισκάρουν, βάζοντας δύο μεσοεπιθετικούς ακόμα στην 11αδα τους, έγιναν πραγματικά επικίνδυνοι για την εστία των Γάλλων. Αλλά είχαν φάει ήδη δύο γκολ…

Ωραία όλα αυτά, θα πείτε, αλλά που κολλάνε με την Πορτογαλία του Σάντος και με την Ελλάδα του Βεστφαλού τσολιά;

Κολλάνε στην αποστέρηση χώρου από τον αντίπαλο, μέσω της διαρκούς, μηχανικής και προγραμματισμένης– κυρίως χωρίς την μπάλα – κίνησης και της αριθμητικής τους υπεροχής σε συγκεκριμένο χώρο. Ουσιαστικά πρόκειται για το ίδιο πράγμα: για την καταστροφή του παιχνιδιού του αντιπάλου, για την καταστροφή του παιχνιδιού – γενικότερα. Η διαφορά είναι ότι οι μεν Γερμανοί το πετυχαίνουν αυτό κρατώντας τη μπάλα στη κατοχή τους, οι δε πορτογάλοι του Σάντος (αλλά και οι τσολιάδες – τσόλια του Βεστφαλού), παραχωρώντας την κατοχή της μπάλας στον αντίπαλο (εδώ που τα λέμε, οι «τσολιάδες» του Βεστφαλού δε μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, μιας και ήταν ολοκληρωτικά άμπαλοι – πλην Βασίλη Τσιάρτα, ο οποίος μπορεί να ήταν/ είναι ένας βλακούλης δεξιός, αλλά ήξερε μεγάλη μπάλα). Έτσι κι αλλιώς, η μπάλα (το παιχνίδι δηλαδή) δεν έχει σημασία στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Σημασία έχει η κατοχή και η καταστροφή. Α, και με ολίγη από χολιγουντιανό λούστρο τύπου Κριστιάνο Ρονάλντο…

Αλλά το συγκεκριμένο αυτό στυλ «παιχνιδιού» (στη μια ή στην άλλη εκδοχή του) απαιτεί, για να φέρει αποτελέσματα, «παίχτες» πειθαρχημένους και με ασυνήθιστα εξαιρετική φυσική κατάσταση. Ποδοσφαιριστές οι οποίοι θέλουν να παίξουν (με την μπάλα – όχι με το χώρο), θέλουν να δημιουργήσουν, δε χωράνε σ’ αυτό το στυλ «παιχνιδιού». Τουναντίον, είναι και επιζήμιοι. Κι ένας τέτοιος παίχτης είναι κι ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο οποίος μπορεί να είναι σούργελο και υπερεκτιμημένος, αλλά είναι παίχτης. Κι ως τέτοιος, δεν χώραγε στην Πορτογαλία του Σάντος (κατά τον ίδιο τρόπο που δεν χώραγαν – κατά καιρούς –  στην εθνική της Ντόιτσλαντ γερμανοί – και ουχί ντόιτς –  παιχταράδες τύπου Μπερντ Σούστερ, Πωλ Μπράιτνερ, Γκύντερ Νέτσερ και Έβαλντ Λίνεν). Μ’ αυτήν την έννοια, ο τραυματισμός του έκανε «καλό» στην ομάδα του Σάντος, αφού βγήκε από την μέση ένας ποδοσφαιριστής ο οποίος δεν κυνηγάει το χώρο, αλλά την μπάλα (αν και το σούργελο ο Κριστιάνο δε κυνηγάει ούτε την μπάλα – αλλά τις φωτογραφικές κάμερες). Η Πορτογαλία του Σάντος, δηλαδή, κατέχτησε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα επειδή έχασε, στο πιο «κρίσιμο» παιχνίδι (κανένα παιχνίδι δε μπορεί να είναι κρίσιμο) τον καλύτερο (τον πιο διάσημο) της παίχτη!

Αυτός είναι ο παραλογισμός του σύγχρονου ποδοσφαίρου: ο καλύτερος είναι και ο λιγότερο χρήσιμος…

Ηθικόν δίδαγμα

Οι ντόιτς κατάφεραν να κάνουν μια τρύπα στο νερό. Και το κούρασαν το πράμα, και  το παιχνίδι κατέστρεψαν, και την κούπα δεν πήραν. Απλά, κάνανε και τους άλλους σαν τα μούτρα τους. Κι επειδή οι άλλοι είναι κάτι Λατίνοι μυστήριοι, οπότε ξέρουν και λίγο τόπι, πάλι θα τρέχουν και δε θα φτάνουνε…

Γιατί, ρε παιδιά, γιατί, ρε σεις ντόιτς, δε μας αφήνετε να δούμε λίγη μπαλίτσα;

Α, και για να μην ξεχνιόμαστε:

Βρε παλιό- τσόλι Εμμανουήλ, γιατί ήσουνα με τους Γερμανούς στον ημιτελικό; Μήπως γιατί είχανε κάτσει στο διπλανό σου τραπέζι δυο γερμανίδες τουρίστριες; Και έκλαιγες και ωρυόσουν, όταν έτρωγε τα τεμάχια η Ντόιτσλαντ;

Όχι, βέβαια, πως ήσουν ο μόνος στο καφενείο που αλλαξοπίστησε άμα τη εμφανίσει των δυο γερμανίδων βουνών! Αλλά μην ανησυχείς, σας έχω σταμπάρει όλους σας τους γενίτσαρους.

Τσόλια! Ε, τσόλια!