Αφήστε το κοσμάκη να δει τόπι!

Με έχει τσαντίσει πάρα πολύ ο γελοίος ο Εμμανουήλ, οπότε ήρθε η ώρα να τόνε βγάλω στη σέντρα. Γιατί όχι τίποτε άλλο, δε μ’ αφήνει, η βρωμο- υστέρω, να συγκεντρωθώ ενόψει ημιτελικών Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος.

 Έχουμε και λέμε – το λοιπό:

Μωρή λινάτσα Εμμανουήλ, τι ναι αυτά που κάθεσαι και λες στον κόσμο (και στ’ αναγνωστικό κοινό του στροβίλου); Δε ντρέπεσαι καθόλου, μωρή πατσαβούρα; Κάνεις, υποκρίταρε του κερατά, αφ υψηλού κριτική στους άλλους, αλλά ξεχνάς τα δικά σου!

Ξέχασες, Εμμανουήλ; Κάτσε να σου φρεσκάρω, τώρα, τη μνήμη:

Χρηματιστήριο 

Ξέχασες, Εμμανουήλ, τα τρία εκατομμύρια (δραχμές) που σκότωσες στους μύλους Αγίου Γεωργίου – Αγίου Γρηγορίου – Αγίου Φανουρίου; Ξέχασες που σου είχα πει (αν και 2 χρόνια μικρότερος, σε συμβούλευα, παλιό – μάπα) να μη κάνεις τη μαλακία και παίξεις στο χρηματιστήριο, κι ότι καλύτερα ήταν να τα τρώγαμε τυρόπιτες (και ζαμπονοτυρόπιτες και πίτα – γύρο απ’ όλα); Αλλά μετά σ’ έπεισε ο Α. Γ., ο παλιός καθοδηγητής σου στο Ρήγα (καλός ήταν και του λόγου του), και πήγες και τα σκότωσες (τα τρία εκατομμύρια). Και μας ερχόσουν, στις αρχές, καμαρωτός – καμαρωτός και μας έλεγες: «Μάγκες, σήμερα κέρδισα ένα μύριο! Κερνάω!». Που το ’χες δει, ρε μπούφο, το εκατομμύριο; Στ’ όνειρο σου; Αέρα κοπανιστό είχες κερδίσει, παλιό – ζωντόβολο! Και να πεις ότι δε στα ’λεγα και τότε (όχι, βέβαια, με ιδιαίτερο φανατισμό, αφού είχα ανάγκη τα τσίπουρα που με κέρναγες – μιας και ήμουν – και τότε – μπατιράκι); Αλλά εσύ που ν’ ακούσεις; Κόπανε! Ε, κόπανε! Αλλά μετά, όταν εξαφανίστηκαν τα τρία εκατομμύρια, ερχόσουν και μας κλαιγόσουν. Γιατί σ’ έβριζε η κυρά – Άννα, η μάνα σου, και σού ’λεγε ότι έπρεπε να ’χες ακούσει το φίλο σου το Μάνο (αν και της τα ’χα πει κι αυτηνής, αλλά προτίμησε τις συμβουλές του Α. Γ., ο οποίος ήταν και πολιτικός μηχανικός, οπότε ήξερε καλύτερα απ’ έναν που είχε σπουδάσει οικονομικά. Καλοί βλάκες, τώρα που το σκέπτομαι, είσαστε όλοι σας! Αν κι εδώ που τα λέμε, εσύ τη ψυλλιάστηκες πιο νωρίς τη δουλειά, αλλά άντε μετά να πείσεις τους πασόκους γονείς σου. Αυτοί κι αν είχαν αφηνιάσει!). Μήπως τα ξέχασες κι αυτό;

Κάτσε, να σου θυμίσω κι άλλα:

Ρωσίδες – μπουζούκια

Σβετλάνα, Ρουσλάνα: Σου λένε τίποτα αυτά τα δύο ονόματα, Παναγιωτάκη; Σου θυμίζουν κάτι; Καλά, τη Ρουσλάνα μπορεί να την ξέχασες, μιας κι εγώ νταραβεριζόμουνα περισσότερο μαζί της (Αχ, Ρουσλάνα!). Την Σβετλάνα, τη ξέχασες κι αυτή; Ξέχασες πόσα σου ’χε φάει η «απόφοιτος του Λεμονόσοφ»; Σε χε πάρει χαμπάρι ότι την είχες καψουρευτεί και σ’ άρμεγε κανονικά – και καλά σου έκανε! Όπου πήγαινε η Σβετλάνα, από πίσω και συ. Κι έσερνες και μένα μαζί σου – για ψυχολογική υποστήριξη. Είχαμε οργώσει, μια εποχή, όλη τη Μιχαλακοπούλου. Κι αυτό το ξέχασες; Όχι, βέβαια, πως έκανες και κάτι. Κάνα φιλάκι στο χεράκι, κάνα δυο φιλάκια στο μαγουλάκι, κάνα χάιδεμα στο μαλλάκι, άντε, που και που, και κάνα χουφτοματάκι (απ’ τη μέση κι απάνω, είναι αλήθεια). Αλλά μη μας το παίζεις και Αγία!

Όσο για τα μπουζούκια, έχεις ξεχάσει την αμαρτωλή τριπλέτα: Γκόγκος – Δραγουμάνης – Αλέκος Γελαδάρης; Μαζί δε κάνατε περιοδείες στις πίστες της παραλιακής και της Ιεράς Οδού – Ιερά Οδός; Εσύ, βέβαια δεν είχες τόσο λεφτά, αλλά σε κάλυπτε η τριπλέτα, αφού το πρώτο τραπέζι πίστα είχε πολλά έξοδα: μπουκάλες ουίσκι, σαμπάνιες, πιάτα, γαρδένιες, ουκρανίδες, λευκορωσίδες, Ουζμπέκες, Τατζίκες, Αζέρες, Τσέχες και Σλοβάκες.

Κατά τ’ άλλα, ήσασταν αριστεροί και φεμινιστές…..

Για να ’μαστε δίκαιοι βέβαια, εσύ έλεγες ότι αηδίαζες μ’ όλα αυτά κι ότι πήγαινες για κοινωνιολογικούς λόγους. Αλλά πήγαινες, κουφαλίτσα! Κι όχι μια δυο φορές, αλλά κάμποσες.

Όλα αυτά, όμως, τα χεις πει ποτέ στη Σούλα – Τούλα – Ρούλα – Κούλα – Βούλα – Νίτσα – Λίτσα σου. Της τα χεις μολογήσει; Κι όχι όταν τα χατε. Τώρα, που είστε απλές φιλενάδες, γιατί δεν της τα ξεφουρνίζεις; Αλλά, ξέχασα: Είναι φεμινίστρια και θα σοκαριστεί…

Αλλά μιας και πήγε η κουβέντα στην δεσποινίδα  Σούλα – Τούλα – Ρούλα – Κούλα – Βούλα – Νίτσα – Λίτσα:

Ποια δεσποινίς, μωρέ; Δεσποινίς ετών 39; Από πού κι ως που Δεσποινίς η Ρ. Α.; Δε λέω, παραμένει καλό κομμάτι (κόμματος, θα ’λεγα), αλλά όχι και δεσποινίς! Όταν μπαίνανε οι Βιετκόνγκ στη Σαϊγκόν, ναι, ήταν δεσποινίς. Κι όταν ήρθε το πασοκ στην κυβέρνηση (κι ο λαός στην εξουσία), δεσποινίδα την έλεγες και τότε.

Και για να χουμε και καλό ρώτημα: σε ποια επιστήμη έχει καταξιωθεί και διακριθεί η φιλενάδα σου; Στην επιστήμη του χτενίσματος (κι εδώ ο κόσμος χάνεται), στην επιστήμη του καπνίσματος (πούρα, σιγαρέτα), ή στην επιστήμη του χτισίματος (στα τσιμέντα, στα πλακάκια να χτυπούν τα τακουνάκια); Εντάξει, δε λέω, έχει σπουδάσει. Κοινωνική ανθρωπολογία. Και κοινωνική βιολογία. Και κοινωνική ζωολογία. Και επίσης: κοινωνική παλαιοντολογία, κοινωνική βοτανολογία, κοινωνική παπαρολογία και κοινωνική «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα – λογία». Γι’ αυτό και η δημόσια διοίκηση, μη μπορώντας να αγνοήσει τα τυπικά – άτυπα προσόντα μιας τόσο παρασπουδαγμένης και παραμορφωμένης επιστήμονος,  την αξιοποίησε στον τομέα της κοινωνικής πασιεντζολογίας και κοινωνικής ξυστολογίας…

Μας λες, επίσης, ότι είναι αγωνίστρια. Αλλά δε μας λες, σε ποιο αγώνισμα αγωνίζεται. Στο άλμα εις ύψος, στο άλμα τριπλούν, στη σφύρα, ή  στη μικτή σκυταλοδρομία τέσσερα επί τετρακόσια; Μήπως είναι ολυμπιονίκης στο τάβλι; Ή μήπως είναι βαλκανιονίκης στην μπιρίμπα, στη ξερή και στη δηλωτή;

Δε λέω, βέβαια. Τρέχει από δω κι από κει. Και σε καμιά πορεία κατεβαίνει, και κάνα μακαρόνι στέλνει στα διάφορα κοινωνικά κέντρα, και με τα οικολογικά το παλεύει (είχε ανέβει και στις σκουριές πριν κάνα δυο – τρία χρόνια). Αλλά εσύ πας να μας τη βγάλεις κι Ηρώ Κωνσταντοπούλου!

Κι όχι τίποτε άλλο, έχει ξεμυαλίσει και τη δικιά μου την πρώην, και νυν συγκάτοικο της, τη χαζοβιόλα τη Χ. Λ, και τρέχουν, και τα δύο τα σαχλοκούδουνα, σαν τρελές (ασκόπως, βέβαια). Και καλά, η Σούλα – Τούλα – Ρούλα – Κούλα – Βούλα – Νίτσα – Λίτσα σου είναι αραχτή όλη την ημέρα, οπότε νοιώθει την ανάγκη να κάνει και κάτι χρήσιμο για την κοινωνία. Η Λ. Χ, που και κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού (πλύσιμο, σφουγγάρισμα, μαγείρεμα), και το μαγαζί κρατάει, και το μπάρμπα της τον Αγησίλαο ξεσκατιάζει στο νοσοκομείο, τι της φταίει και την τρέχει πέρα – δώθε (όχι πως με νοιάζει τι κάνουν τα δύο παρτσακλά – απλά, κουβέντα να γίνεται);

Κατάλαβες, κύριε! Του θίξαμε, του Χλεχλέ του Εμμανουήλ,  την – πρώην –  σουσουράδα του και τσαντίστηκε! Κι άρχισε να μας βρίζει και να μας απειλεί!

Αλλά να σας πω εγώ τι έγινε: Η Ρ. Α. τα πήρε στο κρανίο τις προάλλες που αναγκάστηκε να δει ένα ημίχρονο μπάλας στο καφενείο, οπότε κατέβασε τα τηλέφωνα στον Εμμανουήλ. Κι ο φλούφλης αυτός έκλασε μέντες, γιατί φοβήθηκε ότι δεν πρόκειται να του ξαναμιλήσει ποτέ (έτσι κι αλλιώς μονάχα μιλάνε – δε κάνουνε και τίποτα άλλο..). Και μετά άρχισε να βρίζει εμένα, μέσα από την ιστοσελίδα μας, γιατί ξέρει ότι μπαίνει και τη διαβάζει – και ταχτικά – η Ρ. Α. Για ξεκάρφωμα με βρίζει!. Για να διαβάσει η λεγάμενη αυτά που γράφει για μένα και να πεισθεί ότι ίδιος δεν είναι χαμηλού επιπέδου σαν κι εμένα.

Αφού δεν είσαι χαμηλού επιπέδου, όπως είμαι εγώ, γιατί μου τηλεφώνησες προχθές (κι ενώ υποτίθεται ότι δε θέλεις να μου ξαναμιλήσεις – ούτε να ξανασυνεργαστείς μαζί μου), τσουτσέκι Εμμανουήλ, για να σου πω τι να παίξεις στο πάμε στοίχημα; Τσουτσέκι! Ε, τσουτσέκι!

Σε είχα προειδοποιήσει, πανύβλακα: Άσε με να δω μπαλίτσα! Αλλά εσύ, το χαβά σου! Άρπα, τώρα, τις συνέπειες. Και μη μ’ αναγκάσεις να πω κι άλλα. Φτάσαμε στα ημιτελικά κι ακόμα ασχολούμαι μαζίσας, άμπαλοι ξενέρες! Παλιοηλίθιοι!

Αφήστε το κοσμάκι να δει τόπι!

Α, και για να μη το ξεχάσω: Το Γιαννόπουλο μη τον μπλέκεις στη βλακεία σου. Ο Γιαννόπουλος, ρε συ βλήμα, είναι άρχοντας! Ο Γιαννόπουλος είναι μάγος της μπάλας! Σιγά μην κάτσει, ο ζογλέρ, ν’ ασχοληθεί με τις υστερίες σου. Χαϊβάνι! Ε, Χαϊβάνι!!