Καύκαυσος

Μετάφραση από τα ρωσικά; Ελένη Κατσιώλη

Φθάνοντας στη Μόσχα, εγκαταστάθηκα κρυφά σ’ ένα άγνωστο ξενοδοχείο, σ’ ένα στενό κοντά στην οδό Αρμπάτ, και ζούσα βασανιστικά -κλεισμένος μέσα– από ραντεβού σε ραντεβού μαζί της. Ήρθε σε όλες αυτές τις μέρες μόνο τρεις φορές και κάθε φορά που έμπαινε βιαστικά έλεγε:

-Εγώ, μόνο για ένα λεπτό…

Ήταν χλωμή, με την έξοχη χλομάδα της ερωτευμένης, ταραγμένης γυναίκας, η φωνή της έσβηνε και με την κίνηση που έκανε καθώς πετούσε την ομπρέλα όπου να ’ναι, και βιαζόταν να σηκώσει το βέλο για να με φιλήσει, με τρέλαινε από συγκίνηση και θαυμασμό.

-Μου φαίνεται, -έλεγε, -ότι κάτι υποψιάζεται και ότι μάλιστα ξέρει κάτι, -ίσως να διάβασε κάποιο γράμμα σας, να χρησιμοποίησε αντικλείδι για το γραφείο μου… Νομίζω ότι λόγω του σκληρού και εγωιστικού χαρακτήρα του είναι ικανός για όλα. Μια φορά μου είπε στα ίσα: «Δεν θα με σταματήσει τίποτε, υποστηρίζω την τιμή μου, την τιμή του συζύγου και του αξιωματικού!» Τώρα, επειδή κυριολεκτικά με παρακολουθεί κατά βήμα, και για να έχει επιτυχία το σχέδιό μας, πρέπει να είμαι φοβερά προσεκτική. Είναι σχεδόν έτοιμος να με αφήσει∙ του υπέβαλα τόσο ότι θα πεθάνω αν δεν δω το νότο, τη θάλασσα, αλλά για τ’ όνομα του θεού, να είσθε υπομονετικός!

Είχε αυθάδεια το σχέδιό μας: να φύγουμε με το ίδιο τραίνο για τα παράλια του Καυκάσου και να περάσουμε εκεί, σε κάποιο εντελώς άγριο μέρος τρεις-τέσσερις βδομάδες. Ήξερα αυτά τα παράλια. Είχα ζήσει καμπόσο χρόνο κάποτε κοντά στο Σότσι -νέος, μοναχικός -και για όλη μου τη ζωή θα θυμόμουνα εκείνα τα φθινοπωρινά δειλινά, ανάμεσα στα σκούρα κυπαρίσσια και στα κρύα γκρίζα κύματα… Και χλόμιαζε όταν έλεγα: «Και να που τώρα θα βρίσκομαι εκεί μαζί σου, στις βουνίσιες ζούγκλες, στην τροπική θάλασσα…» Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν πιστεύαμε στην πραγματοποίηση του σχεδίου μας, δεν πιστεύαμε πως θα είχαμε τέτοια τύχη.

Στη Μόσχα έπεφταν παγωμένες βροχές και φαινόταν πια ότι το καλοκαίρι είχε περάσει και δεν θα ξαναγύριζε. Είχε λασπουριά, ήταν μισοσκότεινα. Στους υγρούς και σκοτεινούς δρόμους αντικατοπτρίζονταν μέσα στα νερά οι ανοιχτές ομπρέλες των περαστικών και οι κλειστές άμαξες με τις καρότσες τους που τραμπαλίζονταν. Ήταν ένα σκοτεινό, αηδιαστικό βράδυ, όταν πήγα στο σταθμό και όλα μέσα μου ήταν παγωμένα από την ανησυχία και το κρύο. Τον διέσχισα τρέχοντας προς την πλατφόρμα, έχοντας κατεβασμένο μέχρι τα μάτια το καπέλο και το πρόσωπο βυθισμένο στον γιακά του παλτού.

Στο μικρό κουπέ της πρώτης θέσης, που το είχα κλείσει νωρίτερα, έπεφτε με θόρυβο η βροχή στη στέγη. Κατέβασα αμέσως τα κουρτινάκια του παραθύρου και, μόνον όταν ο αχθοφόρος, σκουπίζοντας το ιδρωμένο χέρι του στην άσπρη ποδιά, πήρε το φιλοδώρημα και βγήκε, κλείδωσα την πόρτα. Μετά από λίγο μισάνοιξα το κουρτινάκι και έμεινα ακίνητος με το βλέμμα στο πολυποίκιλο πλήθος που πηγαινοερχόταν με τα πράγματα πίσω-μπρος, κατά μήκος του βαγονιού, στο μισόφωτο των φαναριών του σταθμού. Είχαμε συμφωνήσει ότι εγώ θα φθάσω όσο το δυνατόν νωρίτερα, και εκείνη όσο το δυνατόν αργότερα, για να μη συναντηθώ επ’ ουδενί μ’ αυτόν ή με εκείνη στην πλατφόρμα. Ήταν πλέον ώρα να ’ρθούνε. Κοιτούσα εντατικά, αλλά δεν φαινόντουσαν. Ακούστηκε το δεύτερο κουδούνισμα κι εγώ πάγωσα από τρόμο: καθυστέρησε ή ξαφνικά την τελευταία στιγμή δεν την άφησε! Αλλά αμέσως μετά κοιτώντας στο βάθος, βλέποντας την ψιλή φιγούρα του με το στρατιωτικό πηλήκιο, τη στενή χλαίνη και το χέρι με το καστόρινο γάντι που την κρατούσε αγκαζέ, κάνοντας μεγάλες δρασκελιές, έμεινα κατάπληκτος. Αποτραβήχτηκα από το παράθυρο, έπεσα στη γωνία του καναπέ. Κοντά ήταν το βαγόνι της δεύτερης θέσης, και νοερά είδα πώς σαν αφέντης μπήκε μέσα σ’ αυτό μαζί της, κοίταξε αν ο αχθοφόρος την τακτοποίησε καλά, έβγαλε το γάντι, έβγαλε το πηλήκιο και φιλώντας τη, τη σταύρωσε… Το τρίτο κουδούνισμα με ξεκούφανε, το τράνταγμα του τραίνου μου έδιωξε το μούδιασμα. Έφευγε με τραντάγματα, με κλυδωνισμούς, μετά άρχισε να μετακινείται ήρεμα και επιταχύνθηκε… Στον εισπράκτορα, που την οδήγησε σε μένα και μετέφερε τα πράγματά της, έδωσα με το παγωμένο χέρι μου ένα χαρτονόμισμα των δέκα ρουβλιών…

Μάλιστα, μπαίνοντας, ούτε καν με φίλησε, μόνο χαμογέλασε αξιολύπητα, ενώ καθόταν στον καναπέ ξεκαρφιτσώνοντας το καπέλο από τα μαλλιά της.

Δεν μπόρεσα να φάω καθόλου, -είπε. –Σκέφθηκα ότι δεν θα αντέξω αυτό το φοβερό ρόλο μέχρι το τέλος. Διψάω φριχτά. Δώσε μου το μεταλλικό νερό, -είπε, για πρώτη φορά μιλώντας μου στον ενικό. Είμαι πεπεισμένη ότι θα με ακολουθήσει. Του έδωσα δύο διευθύνσεις, στο Γιελεντζίκ και στη Γκάγκρα. Μα να! θα είναι μετά από τρεις τέσσερις μέρες στο Γιελεντζίκ… Ας είναι, καλύτερα να πεθάνω παρά αυτό το μαρτύριο…

Το πρωί, όταν βγήκα στον διάδρομο, ήταν ηλιοφώτιστα και πνιγηρά. Από τις τουαλέτες μύριζε σαπούνι, κολόνια και ό,τι άλλο μυρίζει σ’ ένα βαγόνι με πολλούς ανθρώπους το πρωί. Πίσω από τα ζεστά και θολά από τη σκόνη παράθυρα περνούσε η επίπεδη πυρπολημένη στέπα, φευγαλέα φαίνονταν οι πλατιοί χωματόδρομοι, οι αραμπάδες που τους έσερναν βόδια, διακρίνονταν οι οικίσκοι των ισόπεδων διαβάσεων με τους καναρινιούς δίσκους των ηλιοτροπίων, με τις άλικες μολόχες στα μπροστινά κηπάκια τους… Πιο πέρα περνούσε η απέραντη έκταση των γυμνών πεδιάδων με τους σκυθικούς τύμβους, η ανυπόφορη ξηρότητα του ήλιου με τον ουρανό ολόιδιο με σκονισμένο μαύρο σύννεφο, και μετά το φάσμα των πρώτων βουνών στον ορίζοντα…

Από το Γκελεντζίκ και τη Γκάγκρα του ταχυδρόμησε από μία κάρτα, του έγραψε ότι ακόμα δεν ξέρει πού θα μείνει.

Μετά κατεβήκαμε κατά μήκος της ακτής προς το νότο.

Βρήκαμε ένα πρωτόγονο μέρος με πυκνά δάση πλατανιών, με ανθισμένους θάμνους, μαόνια, μανόλιες, ροδιές που ανάμεσά τους υψώνονταν φοινικόδενδρα σε σχήμα βεντάλιας, σκούρα κυπαρίσσια…

Ξυπνούσα νωρίς και, ενώ εκείνη κοιμόταν μέχρι την ώρα του τσαγιού -που το πίναμε στις επτά-, πήγαινα  στον λόφο με το πυκνό δάσος. Ο καυτός ήλιος ήταν ήδη δυνατός, διαυγής και χαρωπός. Φώτιζε τα δάση μ’ ένα λαζούρινο χρώμα, σκορπιζόταν κι έλιωνε μέσα στην έντονη μυρωδιά της ομίχλης, ενώ πίσω από τις μακρινές δασώδεις κορυφές ακτινοβολούσε η προαιώνια ασπράδα των χιονισμένων βουνών… Γύριζα πίσω στο καυτερό και με μυρωδιές από τις καμινάδες των υπαίθριων φούρνων παζάρι του χωριού: εκεί έβραζε το εμπόριο, είχε συνωστισμό από κόσμο, από άλογα ιππασίας, γαϊδουράκια –από το πρωί έφθανε εκεί, στο παζάρι, η πλειοψηφία των βουνίσιων φυλών, ρυθμικά περπατούσαν οι Τσερκέζες με τα μαύρα έως τη γη μακριά ρούχα, με τα μαλακά ίσια κόκκινα δερμάτινα παπούτσια, με τα τυλιγμένα πρόσωπα σε μαύρες μαντίλες -μ΄ αυτό το πένθιμο για μας χρώμα- και με τις κατά διαστήματα κλεφτές ματιές τους.

Μετά αναχωρούσαμε για την ακροθαλασσιά, την πάντα εντελώς έρημη, κολυμπούσαμε και ξαπλώναμε στον ήλιο μέχρι να φτάσει η ώρα του φαγητού. Μετά το πρωινό –πάντα με ψάρι στη σχάρα, λευκό κρασί, ξηρούς καρπούς και φρούτα- στην κάψα της μισόφωτης, κάτω από την κεραμιδένια στέγη, καλύβας μας τρύπωναν μέσα από τις χαραμάδες των παραθυρόφυλλων ζεστές, χαρούμενες λωρίδες φωτός.

Όταν έπεφτε η ζέστη και ανοίγαμε το παράθυρο, ένα μέρος της θάλασσας με μενεξεδί χρώμα -που φαινόταν ανάμεσα από τα κυπαρίσσια και βρισκόταν κάτω από εμάς στην πλαγιά- ήταν τόσο ήσυχο και ειρηνικό, που φαινόταν σαν να μην έχει τέλος αυτή η γαλήνη, αυτή η ομορφιά.

Κατά το ηλιοβασίλεμα, σωρεύονταν στον ορίζοντα εξαίσια λευκά σύννεφα, που σταδιακά αναφλέγονταν σε μια δέσμη αποχρώσεων τόσο μεγαλόπρεπα, ώστε την ίδια στιγμή εκείνη έπεφτε στον καναπέ, έκρυβε το πρόσωπο με την τούλινη εσάρπα και έκλαιγε: ακόμα δυο-τρεις εβδομάδες και μετά ξανά στη Μόσχα.

Οι νύχτες ήταν ζεστές και θεοσκότεινες, στο μαύρο σκοτάδι έπλεαν, τρεμόφεγγαν τοπάζινες λαμπερές πυγολαμπίδες. Σαν γυάλινα καμπανάκια ηχούσαν οι δασόβιοι φρύνοι. Όταν το μάτι συνήθιζε στο σκοτάδι, φαίνονταν από ψηλά τα άστρα και οι κορυφογραμμές όμοιες με λειρί πετεινού, ενώ πάνω από το χωριό διαγράφονταν τα δέντρα που δεν είχαμε αντιληφθεί την ημέρα. Και όλη τη νύχτα ακουγόταν από εκεί, από την ταβέρνα, βαθύς ήχος ταμπούρλου και λαρυγγισμός παραπονιάρικος, ανέλπιδος και χαρούμενος και στριγκός, σαν όλα αυτά μαζί να ήταν ένα και το ίδιο χωρίς τέλος τραγούδι.

Όχι μακριά από μας, στην παράκτια χαράδρα που κατέβαινε από το δάσος στη θάλασσα, γοργά αναπηδούσε από το πετρώδες σύμπλεγμα ένα λιγνό, διάφανο ποταμάκι. Πόσο θαυμαστά κατρακυλούσε και πώς άφριζε αυτή τη μυστική στιγμή που μέσα από τα βουνά και τα δάση, ακριβώς σαν κάποιο εξαίσιο πλάσμα, το κοιτούσε επίμονα η αργοπορημένη σελήνη!

Μερικές φορές στη διάρκεια της νύχτας πλησίαζαν από τα βουνά τρομαχτικά μαύρα σύννεφα, έπεφτε με θόρυβο άγρια καταιγίδα, μα μέσα στην καταστροφική μαυρίλα των δασών όλο και άνοιγαν πλατιές μαγικές πράσινες άβυσσοι και ξεσπάγανε στα ουράνια ύψη προκατακλυσμιαίοι κεραυνοί. Και τότε, στα δάση ξυπνούσαν και έκρωζαν τα αετόπουλα, γρύλλιζαν οι πάνθηρες, ούρλιαζαν τα τσακάλια… Μια φορά, κάτω από το φωτισμένο παράθυρο βρήκε καταφύγιο ένα ολόκληρο κοπάδι –συχνά τέτοιες νύχτες τρέχουν προς κάποια κατοικία-, ανοίξαμε το παράθυρο και τα παρατηρούσαμε, ενώ αυτά έστεκαν κάτω από τη λαμπρή βροχή και ούρλιαζαν, και μας παρακαλούσαν για να μπουν… Εκείνη έκλαψε από χαρά κοιτάζοντάς τα.

 

Την έψαξε στο Γκελεντζίκ, στη Γκάγκρα και στο Σότσι. Την επόμενη το πρωί από την άφιξή του στο Σότσι κολύμπησε στη θάλασσα, μετά ξυρίστηκε, φόρεσε καθαρά εσώρουχα, εκθαμβωτικά λευκό αμπέχονο, προγευμάτισε στο ξενοδοχείο του -στη βεράντα του εστιατορίου-, ήπιε ένα μπουκάλι σαμπάνια, ήπιε καφέ με σαρτρέζ και χωρίς να βιάζεται κάπνισε ένα πούρο. Μετά γύρισε στο δωμάτιό του, ξάπλωσε στο ντιβάνι και πυροβόλησε τα μηνίγγια του με δύο ρεβόλβερ.